Ποιον συμφέρει ο διαχωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία;

Του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Kουβαλώντας τη βαριά βυζαντινή κληρονομιά, όπως αυτή διατυπώθηκε στην ΣΤ' Νεαρά του Ιουστινιανού και έμεινε γνωστή ως «αρχή της συναλληλίας», η Εκκλησία της Ελλάδας έγινε Αυτοκέφαλη με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου του 1850.

Δεν θα είχε νόημα στο μικρό αυτό σημείωμα να ανατρέξουμε στους βασικούς σταθμούς των σχέσεων μεταξύ των δύο αυτών θεσμών, τους Κράτους
και της Εκκλησίας. Ίσως θα ήταν σκόπιμο να γίνει κάποια άλλη στιγμή.

Παρόλα αυτά, η τρικυμία που προκάλεσε η πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τ. Κουράκη, περί της «φορολόγησης» των πιστών, όπου ο βουλευτής, εστάλη μεν εις το πυρ το εξώτερον από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, εφιμώθη δε (για να το πούμε κομψά) από ιδεολογικούς του συντρόφους, είναι ενδεικτική των παθών που εξάπτει αυτό το ζήτημα, αλλά και της άγνοιας της ιστορίας των σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας.

Ο διαχωρισμός των δύο αυτών κορυφαίων θεσμών, του πρώτου κοσμικού και του πρώτου πνευματικού, είναι πλέον μια αδήριτη ανάγκη στην εποχή μας. Ο 21ος αιώνας, εποχή της διάχυσης της γνώσης, μέσω της μεγαλύτερης επανάστασης που γνώρισε μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα, διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτυχθούν οι νέες πνευματικότητες.

Η Εκκλησία της Ελλάδος, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο νέο, ελεύθερο ελληνικό κράτος, διαμορφώθηκε στο διάβα των χρόνων, υπό την επιρροή ξένων ως προς την πατερική της παράδοση αρχών, και κατέληξε να γίνει ένα μόρφωμα που έχει πολλά στοιχεία από την καθολική και προτεσταντική εξουσία.

Από την πρώτη «δανείστηκε» την ιδεολογία της παποκαισαρισμού, με την έντονη διάθεση και επιθυμία υποκατάστασης της κοσμικής εξουσίας από την ίδια και την ανάληψη «εθναρχικού» ρόλου σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Αυτό την οδήγησε σε ένα σφιχτό εναγκαλισμό με την πολιτική εξουσία. Δανείστηκε επίσης την ιδεολογία των «μοναστικών ταγμάτων», έστω και υπό τη μορφή των Ενώσεων Θεολόγων, γνωστών στη δημοσιογραφία και ως παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες, στο διάστημα από τον Εμφύλιο πόλεμο ως την Μεταπολίτευση ήταν πανίσχυρες και επηρέαζαν με πολλούς και διάφορους τρόπους (εμφανώς και αφανώς) το πολιτικό σύστημα. Τα ράκη τους δε, μέχρι σήμερα, καθορίζουν σε διάφορες περιοχές τη σειρά εκλογής των βουλευτών, μέσω επηρεασμού των πιστών.

Από τη δεύτερη «δανείστηκε» την ιδεολογία εκείνη που τη θέλει πανίσχυρο πόλο στο πολύπλοκο σύστημα εξουσίας, υποχρεώνοντας την να έρχεται διαρκώς σε μια συναλλαγή με την κοσμική εξουσία. Παράλληλα, πρώτο της μέλημα και φροντίδα ήταν και παραμένει η διατήρηση και διεύρυνση της οικονομικής της ισχύος, η οποία από καιρό έχει μετατραπεί σε αυτοσκοπός.

Στο μεταξύ το Κράτος, και για να είμαστε ακριβέστεροι, η πολιτική εξουσία, τόσο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, όσο και στη συνέχεια, προσέτρεξε στην Εκκλησία αναζητώντας την ιδεολογία που της επέτρεπε να συσπειρώσει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Αυτό όμως, πέραν της νόθευσης της πίστης, ζημίωσε την πνευματικότητα της ίδιας της Εκκλησίας, μετατρέποντας την σε ιδεολογικό εργαλείο.

Τα χρόνια όμως πέρασαν. Το Κράτος σήμερα βρίσκεται ενώπιον οντολογικών και υπαρξιακών προβλημάτων, από τις λύσεις των οποίων εξαρτάται η πορεία του, αλλά και η μελλοντική μορφή του. Η Εκκλησία, από την άλλη πλευρά, βρίσκεται και αυτή αντιμέτωπη με προκλήσεις και προσκλήσεις, από τις απαντήσεις των οποίων, θα εξαρτηθεί η πορεία της στο νέο αιώνα.

Είναι προς το συμφέρον και των δύο αυτών θεσμών, της Εκκλησίας και του Κράτους, ο πλήρης διαχωρισμός τους. Έτσι, θα μπορούν απερίσπαστα να αφοσιωθούν ο καθένας στην επίλυση των δικών του προβλημάτων, χωρίς τα εμπόδια που υπάρχουν σήμερα.

Η πρόταση για την επιβολή ειδικού φόρου στα μέλη όλων των Εκκλησιών που λειτουργούν εν Ελλάδι, υπό τη μορφή ιερών καθιδρυμάτων ή συλλόγων ή βιβλιοθηκών (!), είναι εναρμονισμένη με τα ισχύοντα σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Στη Γερμανία, επί παραδείγματι, με την ενηλικίωση του, ο πολίτης, μπορεί να δηλώσει ότι είναι μέλος της μίας ή της άλλης εκκλησίας, οπότε το κράτος αναλαμβάνει να εισπράξει από αυτόν το 0,001% των εσόδων του και να το αποδώσει στην εκκλησία του. Σε περίπτωση που δε δηλώσει τίποτα, ο φόρος αυτός δεν εισπράττεται. Την ίδια στιγμή όμως, στα πλαίσια του εκκοσμικευμένου κράτους και του πλήρους διαχωρισμού της Εκκλησίας (ή των Εκκλησιών) από αυτό, ιδρύονται και λειτουργούν πανεπιστήμια, νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τους πιστούς.

Είναι η ελληνική κοινωνία ώριμη και έτοιμη να συζητήσει έστω, χωρίς κραυγές, κατάρες και εξορκισμούς ένθεν κακείθεν, το πρόβλημα του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας;

Είναι η ελληνική κοινωνία ώριμη και έτοιμη να κάνει ένα μεγάλο βήμα εκσυγχρονισμού των δύο αυτών κορυφαίων θεσμών;

Είναι η ελληνική κοινωνία ώριμη και έτοιμη να δει το Κράτος και την Εκκλησία να ακολουθούν ο καθένας το δικό του δρόμο, με τους δικούς του θεσμούς και δομές, να λειτουργούν χωριστά και, ίσως, συμπληρωματικά (παιδεία, υγεία κλπ) ;

Είναι η ελληνική κοινωνία ώριμη και έτοιμη να αντιμετωπίσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα, τη νέα πνευματικότητα, με όρους διάχυσης της γνώσης και απαιτήσεις δημοκρατικότητας;

Αν κρίνουμε από τον ορυμαγδό που ακολούθησε την πρόταση του κ. Τάκου Κουράκη, η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία των καιρών.

ΥΓ. Η περίπτωση του κ. Τάσου Κουράκη, θυμίζει το μύθο με το βοσκόπουλο που φώναζε κάθε τρεις και λίγο στους συγχωριανούς του «Λύκος, λύκος» και στο τέλος δεν τον πίστευε κανείς. Ο λύκος όμως είχε φανεί. Ας πρόσεχε.
Keywords
Τυχαία Θέματα