Θολώνει το όνειρο του Τσίπρα για Κεντροαριστερά με τον ίδιο επικυρίαρχο

09:09 7/3/2019 - Πηγή: In.gr

Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποτελέσει ο ίδιος τη νέα κεντροαριστερά ή θέλει να συζητήσει και να συμπορευτεί μαζί της; Το ερώτημα αυτό δεν είναι φιλολογικό εάν αναλογιστούμε ότι το κυβερνών κόμμα έχει δοκιμάσει, σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο, και τις δύο προσεγγίσεις.

Από τη μία, ήδη από την περίοδο μετά το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να εμπεδώσει την αντίληψη ότι είναι

το διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ και ότι εκπροσωπεί τα κοινωνικά στρώματα που ιστορικά είχαν εκπροσωπηθεί από αυτό, ενώ σε διάφορες πλευρές προσπαθούσε να μιμηθεί την δημοκρατική – πατριωτική ρητορική που κατεξοχήν έχουμε συνδέσει με τον Αντρέα Παπανδρέου.

Αυτό έχει αποτυπωθεί, σε διάφορες, στιγμές, και ως προσπάθεια ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιαστεί ως ένα πλατύ προοδευτικό πολιτικό σχήμα και όχι ως μια μαζικότερη εκδοχή αυτού που ιστορικά ορίστηκε ως «ριζοσπαστική αριστερά».

Από την άλλη, ιδίως το τελευταίο διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολλαπλασιάσει τις προσκλήσεις ενότητας προς το χώρο της Κεντροαριστεράς, καλώντας σε μια συμπόρευση ανάμεσα στην αριστερά και το προοδευτικό κέντρο απέναντι στον κοινό εχθρό που είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να δώσει την εικόνα της συνεργασίας;

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει να δώσει την εικόνα της συνεργασίας με έναν χώρο τον οποίο μέχρι το 2015 θεωρούσε συνυπεύθυνο για τα μνημόνια και διαχρονικά συμπληρωμετικό με την κεντροδεξιά ως προς την άσκηση «αντιλαϊκών» πολιτικών; Γιατί δεν προτιμά να αυτοπροβληθεί ως το «νέο ΠΑΣΟΚ» ιδίως από τη στιγμή που ήδη εκλογικά καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα του χώρου που καταλάμβανε αυτό;

Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ως οργανωμένου πολιτικού χώρου. Στοιχείο συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διατήρηση μιας αριστερής ταυτότητας, έστω και αυτό αφορά μόνο την πολιτική αισθητική και ρητορική. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει εδώ και τέσσερα χρόνια μια πολιτική που δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτή που θα εφάρμοζε όχι ένα κεντροαριστερό αλλά ακόμη και ένα κεντροδεξιό κόμμα, δεν ακυρώνει αυτή την εκδοχή «κομματικής αυτοαντίληψης».

Το ακριβώς αντίθετο: η διατήρηση μιας «αριστερής ταυτότητας» υποστηρίζει την εφαρμογή ακόμη και νεοφιλελεύθερων πολιτικών εφόσον επιτρέπει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζουν ότι «δεν πούλησαν την ψυχή τους»

Όμως, για αυτό το λόγο και δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πει «είμαστε το νέο ΠΑΣΟΚ». Στην ιστορικότητα της διαμόρφωσης της αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα η διαπάλη και αντιπαλότητα με το ΠΑΣΟΚ ήταν πάντα ένα ισχυρό πολιτικό και πολιτισμικό σημείο που δύσκολα μπορεί να αναιρεθεί.

Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δείχνει ότι συμμαχεί με το χώρο της κεντροαριστεράς, ότι συνεργάζεται, ότι διαμορφώνει μέτωπο, παραμένοντας ταυτόχρονα «αριστερός» ο ίδιος.

Γι’ αυτό το λόγο και έπρεπε να υπάρξει κάποιου είδους συμπόρευση με το χώρο του ΠΑΣΟΚ που να μοιάζει με συμμαχία. Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ενσωμάτωνε από το 2012 διάφορους «συνοδοιπόρους», δηλαδή στελέχη του ΠΑΣΟΚ που έκαναν «έμπρακτη αυτοκριτική» και προσχωρούσαν, αλλά αυτό δεν έδινε την αίσθηση «συμμαχίας».

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναζητά νέα πρόσωπα

Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε μια σοβαρή κρίση ταυτότητας τα τελευταία χρόνια. Στη Γερμανία η τρέχουσα κυβέρνηση επιβλήθηκε σε βάρος μιας εξέγερσης της βάσης, στη Ιταλία η εποχή Ρέντσι άφησε το ίχνος μιας ήττας, στη Γαλλία το Σοσιαλιστικό Κόμμα καταβαραθρώθηκε και ο Μακρόν συνειδητά αποκόπηκε από τη σοσιαλδημοκρατία. Μόνο στην Ισπανία και στην Πορτογαλία τα πράγματα δείχνουν πιο αισιόδοξα.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως που ήδη από το 2015 η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναζητούσε νέα πρόσωπα και κόμματα και σχετικά πετυχημένα και αυτό την έκανε να κοιτάζει και το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει τις προσκλήσεις στον Τσίπρα να συμμετέχει στις συναντήσεις κορυφής των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αλλά και την υποστήριξη σε πρωτοβουλίες όπως το «Προοδευτικό Φόρουμ» του αντιπροέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη, στο οποίο συμμετέχουν ευρωβουλευτές της ομάδας της Αριστεράς, των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και των Πρασίνων.

Ειδικά η τελευταία πρωτοβουλία αντανακλά μια «πολιτική γεωμετρία» που σε διάφορους κύκλους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας φαντάζει ως η μόνη διέξοδος: είναι η λογική της διαμόρφωσης μιας νέας προοδευτικής πλειοψηφίας με συμμετοχή ενός ευρύτερου φάσματος δυνάμεων, που να συνδυάζει τον ευρωπαϊσμό, την αναδιανομή και την οικολογία.

Βέβαια, την ίδια στιγμή αυτή η συμμαχία («κοκκινο-κοκκινο-πράσινη» εάν ακολουθήσουμε την παραδοσιακή χρωματική παλέτα των κομμάτων στην Ευρώπη), δεν έχει δοκιμαστεί πουθενά, ούτε έχει γίνει σαφές πόσο εφικτή θα ήταν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αναζήτηση συνομιλητών

Σε αυτό το φόντο σε αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι έχει κάθε πολιτικό συμφέρον να δείξει ότι ενδιαφέρεται για αυτό το διάλογο.

Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή τη βάση υπερασπίστηκε και την πρόταση για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, υποστηρίζοντας ότι διευκολύνει τη συνεργασία πολιτικών χώρων και άρα μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ.

Βέβαια, στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμούσε κάποια ουσιαστικά προγραμματική σύγκλιση. Για την ακρίβεια δεν επιθυμούσε και το ΚΙΝΑΛ να έχει ιδιαίτερη εκλογική επιρροή, πέραν εκείνου του ορίου που θα τον καθιστούσε δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, από υποδεέστερη φυσικά αφετηρία.

Αυτό που ήθελε και θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να δείξει ότι μπορεί να συσπειρώνει όχι μόνο ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (αυτό άλλωστε γίνεται από το 2012) αλλά και στελέχη. Ήθελε την εικόνα ότι γύρω του συσπειρώνεται ένας κορμός στελεχών.

Γι’ αυτό, άλλωστε φρόντισε να οξύνει, με αφορμή και την Συμφωνία των Πρεσπών, την εσωτερική αντιφατικότητα της κεντροαριστεράς, με αποκορύφωμα τη διάσπαση ουσιαστικά του ΚΙΝΑΛ (με την έννοια της ακύρωσης της σύγκλισης ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ποταμιού), σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει ότι δεν έχει σοβαρό αντίπαλο ως προς αυτό το τμήμα του πολιτικού σκηνικού.

Πενιχρή συγκομιδή

Όμως, η πραγματική πολιτική συγκομιδή ήταν μάλλον πενιχρή. Σε αυτό συνετέλεσε και η Συμφωνία των Πρεσπών. Στο βαθμό που η συμφωνία αυτή συνάντησε μια τόσο έντονα αρνητική στάση από ένα πλειοψηφικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν λόγο να στηρίξουν, έστω και εάν έκαναν σαφές ότι στο τέλος θα αποδεχτούν την εφαρμογή της.

Αυτό σήμαινε ότι σε ένα κρίσιμο ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απέναντί του μεγάλο μέρος της κεντροαριστεράς και όλη την ιστορικότητα μιας πιο «πατριωτικής τοποθέτησης» (αυτή ακριβώς που είχε προσπαθήσει να επανοικειοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην «αντιμνημονιακή» του φάση).

Αυτό σήμαινε ότι του έμενε η στενή απεύθυνση σε δύο κατηγορίες στελεχών. Από τη μια, στελέχη που κινούνται απλώς από πολιτικό υπολογισμό και φιλοδοξία. Η… αφοπλιστική ειλικρίνεια του Άγγελου Τόλκα περί του πώς τελευταία στιγμή ακυρώθηκε η υποψηφιότητά του για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι επ’ αυτού παραπάνω από ενδεικτική.

Από την άλλη, μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία στελεχών με προέλευση από την ανανεωτική αριστερά, με πάγια θέση όντως υπέρ μιας τέτοιας λύσης του Μακεδονικού, που στην πραγματικότητα βλέποντας έναν ΣΥΡΙΖΑ με πιο δεξιές – στην πράξη – απόψεις και από τη ΔΗΜΑΡ του 2010 δεν είχαν και λόγο να μην συμπορευτούν.

Όμως αυτό σε κανένα βαθμό δεν σημαίνει και αντίστοιχη μετατόπιση ακόμη μεγαλύτερου τμήματος και ψηφοφόρων της κεντροαριστεράς όπως θα ήταν η φιλοδοξία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε επιτρέπει πανηγυρισμούς για σημαντικό πολιτικό «διεμβολισμό» του ΚΙΝΑΛ.

Εξ ου και η εικόνα μιας διεθνούς συνάντησης στην οποία περισσότερο συζητήθηκε η παρουσία του Θέμη Αδαμαντίδη παρά του μικρού αριθμού στελεχών της κεντροαριστεράς, όπου κυρίως τον τόνο έδινε η πολυπληθής παρουσία στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και όπου ο διάλογος με την ελληνική κεντροαριστερά υποκαταστάθηκε από το διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Keywords
Τυχαία Θέματα