Φτωχό κομπολογάκι μου…

Το φθινόπωρο του 1941, μέσα στην Κατοχή, ο Γιώργος Μητσάκης θα γράψει το πρώτο του τραγούδι. Δεν θα είναι για μια γυναίκα, ούτε για τις κακουχίες του πολέμου. Για το χαμένο του κομπολόι θα τραγουδήσει. Κάπως έτσι προέκυψε το γνωστό πλέον τραγούδι «Φτωχό κομπολογάκι μου».

Από τότε, βέβαια, έχουν παρέλθει τα χρόνια και οι συνήθειες, αλλά για τους παλαιότερους, και ίσως για κάποιους πιο νέους, το κομπολόι παραμένει ένα αναγκαίο αξεσουάρ. Κάτι σαν παρέα μέσα στα άδεια χέρια του κατόχου του. «Ο υπνωτιστικός ήχος που κάνουν οι χάντρες καθώς πέφτουν συμβολίζουν το ρυθμό της ελληνικής ζωής», γράφει

εύγλωττα η δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας Guardian, Κιμ Γουίλσερ που έκανε ένα ταξίδι έως το Ναύπλιο για να βρει τις… ρίζες του κομπολογιού.

Γράφει πως με την οικονομική κρίση να έχει πέσει στα… κεφάλια των Ελλήνων, το κομπολόι απέκτησε ξανά θέση στη ζωή τους. Ιδιαιτέρως σε αυτή των νέων ανθρώπων. Η Ραλλού Γρομιτσάρη, ιδιοκτήτρια και συνιδρύτρια του Μουσείου Κομπολογιού, σημειώνει:

«Οι άνθρωποι αναζητούν πλέον κάτι απλό. Υπάρχει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στη χώρα και οι περισσότεροι φοβόμαστε για το μέλλον. Οι δουλειές δεν πάνε καλά και κάθε μέρα προσπαθούμε να πληρώνουμε αυτά που μας ζητάει η κυβέρνηση. Οι καιροί είναι δύσκολοι και οι άνθρωποι πλέον είναι αγχωμένοι. Αυτή η πίεση είναι που οδηγεί τους ανθρώπους να πιάσουν τα χέρια τους ένα κομπολόι, ειδικά τους νέους».

Το μουσείο κομπολογιού στο Ναύπλιο (Alamy)

Από το ροζάριο των Καθολικών έως το μισμπάχα των Μουσουλμάνων, αρκετοί λαοί αρέσκονται να διατηρούν τέτοιου είδους αντικείμενα που με τον καιρό λαμβάνουν λατρευτικό χαρακτήρα.

Το κλασικότροπο ελληνικό κομπολόι έλκει την καταγωγή του από τους μοναχούς του Αγιου Ορους, εδώ και 800 χρόνια. Το χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια των προσευχών τους και το έφτιαχναν με κάθε πρόσφορο υλικό: κουκούτσια ελιάς, πέτρες ή κοχύλια. Σήμερα, βέβαια, το κομπολόι δεν έχει θρησκευτικές συνδηλώσεις και φυσικά η τέχνη της κατασκευής του έχει προοδεύσει αρκετά.

Κατά την κυρία Γρομητσάρη, ο επίδοξος αγοραστής πρέπει πρώτα να επιλέξει το χρώμα της αρεσκείας του και στη συνέχεια να το κρατήσει στα χέρια του και να ακούσει τον ήχο που κάνουν οι χάντρες. «Αυτή είναι η μουσική του κομπολογιού», λέει με νόημα.

Ο 21χρονος Στέλιος Κουλετάκης, σερβιτόρος κατ’ ανάγκη, καθώς μόνο έτσι θα καταφέρει να συνεχίσει τις θεατρικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ναυπλίου, λέει: «Είναι παλαιά παράδοση το κομπολόι, γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι έχουν από ένα. Περνάει από τον πατέρα στον γιο. Εγώ αγόρασα ένα φτηνό για να κόψω το τσιγάρο, αλλά τελικά το άρχισα ξανά. Ωστόσο, θα προσπαθήσω και πάλι. Είναι πολύ καλός περισπασμός».

Στην Ακρόπολη πλέον, η βρετανίδα δημοσιογράφος συναντάει τον Θωμά Τσιακτάνη, ιδιοκτήτη καταστήματος, που με τη σειρά του κρατάει ένα κομπολόι. Ο γιος του, Κώστας, τον κοιτάζει και λέει: «Είναι μέρος της στερεοτυπικής εικόνας που έχουν όλοι για την Ελλάδα. Οι άνδρες να κάθονται στα καφενεία πίνοντας καφέ ή ούζο και να παίζουν με το κομπολόι τους. Δεν είναι αυτή η εικόνα που χρειάζεται η Ελλάδα».

The post Φτωχό κομπολογάκι μου… appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα