Ταξιδιωτικες εμπειριες στην αθηνα του 1914...

19:15 9/5/2015 - Πηγή: Fimotro
Φυσικά το 1914 δεν χρησιμοποιούσαμε ακόμη τον όρο «Τουρίστας» αλλά «Ταξιδιώτης», «Περιηγητής», ακόμη και «Ξένος». Στην εφημερίδα «Σκριπ» ο Σωτήρης Σκίπης μας περιγράφει ...
με τον δικό του τρόπο τις πρώτες εμπειρίες με «ξένους» που έφταναν στη χώρα μας και τις περιπέτειες που βίωναν …

«Έξω, εις ένα από τα μεγάλα νυκτερινά κέντρα, εσταμάτησεν ένα αμάξι με δύο άλογα. Ένας κύριος εκατέβηκε υψηλός και ευρύστερνος, ξανθός, με ωραία γενειάδα και συμπαθητικό πρόσωπο που έμοιαζε σαν Ρώσος διπλωμάτης και εθύμιζεν εις την αριστοκρατικότητα του ύφους του τον αείμνηστον ποιητήν
Μαβίλην.

Επειδή εκαθόμουν προς την πόρτα, άκουσα που ομιλούσε Γαλλιστί εις τον αμαξηλάτην. Πού τον είχε πετύχει; Ήτο θεόστραβος και με μία μούρη, που εθύμιζε λιγάκι το μπουλντώκ. Δεν ήτο όμως και πολύ αντιπαθής ο πτωχός διάβολος. Το μόνον του ελάττωμα ήτο, ότι δεν ήξευρε γρυ Γαλλικά, παρά την λέξιν "νο", την οποίαν επαναλάμβανεν ηλιθίως εις κάθε ερώτησιν του ξένου κυρίου. Εκείνος όμως δεν εκνευρίζετο γι' αυτό. Ήρχισε να του ομιλεί με σχήματα, όπως εις τους κωφαλάλους και του εξήγησε να περιμένη.

Εμπήκε μέσα στο καφενείον ως τέλειος "μπον βιβάν". Όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς αυτόν κ' εκαρφώθησαν επάνω του. Τα γκαρσόνια -α τ' ανόητα και κακομαθημένα αυτά γκαρσόνια των Ελληνικών καφενείων!- εγκατέλειψαν όλους τους άλλους πελάτας και τον περικύκλωσαν περιδεείς και χάσκοντες. Ούτε ένας εξ αυτών δεν εσκάμπαζε Γαλλικά.

Ο ξένος, ματαίως τους εξηγούσε τι ήθελε να πιή. Επί τέλους, κάποιος έδειξεν ότι τον ηννόησε κ' έφυγε να του φέρη την κονσομασιόνα του. Οι άλλοι εστάθησαν γύρω του και τον περιεργάζοντο σαν χαζοί. Αυτός δεν έδειχνε την παραμικράν στενοχωρίαν δια την αναίδειαν και αγένειάν των. Θα είχεν αρκετάς ημέρας ήδη που ήλθεν εις τας Αθήνας και είχε παύσει να εκπλήττεται από τέτοια μικροπράγματα.

Επί τέλους το γκαρσόνι του έφερε ένα ουίσκι. Το εκύτταζε με περιέργειαν κ' εκύτταζε και το γκαρσόνι ως δια να εξηγήση ότι και κάτι άλλο εζήτησεν εκτός από ουίσκι, αλλά δεν άργησε να το πάρη και να το πιή με μίαν ηγεμονική κίνησιν. Έπειτα, με σχήματα πλέον, ως να ευρίσκετο εις την χώραν των κωφαλάλων, έδωσε να καταλάβη το γκαρσόνι, ότι έπρεπε να δώση έξω εις τον αμαξάν μίαν μπύραν κ' ένα καλό κομμάτι ζαμπόνι. Το γκαρσόνι έσπευσε να εκτελέση την παραγγελίαν. Σε λιγάκι του είπε να το επαναλάβη. Το γκαρσόνι το επανέλαβεν. Η ιδέα του αυτή να κεράση τον αμαξά του, εξάφνιασε γκαρσόνια και πελάτας. "Ένας τέτοιος κύριος και να σκέπτεται τον αμαξά του!". Πολύ περίεργον!

Εις ολίγην ώραν εζήτησεν τον λογαριασμό του. Ή μάλλον δεν τον εζήτησε, αλλά έδωσεν ένα εικοσάφραγκον δια να κρατήσουν ό,τι όφειλε. Η θέα του χρυσού ανακάτευσε τα αίματα των γκαρσονιών, τα οποία συνήχθησαν γύρω-γύρω και το περιεργάζοντο ηλιθίως, ως να έβλεπαν πρώτην φοράν εικοσάφραγκον εις την ζωήν των. Μνήσθητί μου Κύριε!

Μετά πολλάς συσκέψεις κατέληξαν να του επιστρέψουν τα ρέστα, μερικά αργυρά νομίσματα. Τι εκράτησαν ο Θεός και η ψυχή των. Ο ξένος κύριος τους τα άφησεν όλα για πουρμπουάρ κ' εσηκώθηκε να φύγη.

Ε, λοιπόν, νομίζετε ίσως ότι τον ηυχαρίστησαν, ότι κατασκοτώθηκαν ποιος πρώτος να τον περιποιηθή, ποιος να του πιάση να βάλη το παλτό του, ποιος να σπεύση πρώτος να του ανοίξη την πόρταν; Τίποτα από όλα αυτά. Εχάζευαν ή μάλλον περιεργάζοντο τ' αργυρά νομίσματα που τους έδωσε για πουρμπουάρ.

Την στιγμήν που ο ξένος κύριος έφθασεν εις την πόρταν, ένα άλλο γκαρσόνι που ήρχετο απ' έξω, του εκράτησε τα θυρόφυλλα ανοικτά και παραμέρισε με σεβασμόν δια να περάση. Ο ξένος κύριος, του έβγαλεν έως κάτω το καπέλλο του και του είπε "μερσί".
Οποία αντίθεσις».

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Keywords
Τυχαία Θέματα