Εξι χρονια χωρις τον μιχαλη παπαγιαννακη...

11:20 27/5/2015 - Πηγή: Fimotro
Κηφισιά, φθινόπωρο 1991. Σε μία βίλα παραδίδονται προπαρασκευαστικά μαθήματα γαλλικών «για σπουδές Νομικής και Οικονομικών στην Γαλλία». Είμαι εκεί. Σκράπας,...
αντικοινωνική, με την πλάτη στον τοίχο και την ματιά στο κενό, ανάμεσα σε καμιά πενηνταριά «αντιπαθητικούς» τύπους και «ξενέρωτες» γκόμενες, που έμελλαν να γίνουν «οι καλύτεροι και μοναδικοί φίλοι της ζωής μου». Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει ένας νεαρός. Είναι ο πιο όμορφος, ο πιο άνετος, ο πιο ομιλητικός. Γελάει δυνατά, ακομπλεξάριστα, και μιλάει με χειρονομίες. Για ώρες, για πολλές ώρες, τον παρακολουθώ να μιλάει με χειρονομίες, χωρίς ν’
ακούω την φωνή του και τον καταλαβαίνω. Λίγο μετά τον θαυμάζω. Και λίγο αργότερα, ο Κωστής Παπαγιαννάκης γίνεται ένας από τους καλύτερους φίλους της φοιτητικής μου ζωής…

Περνάμε ώρες μαζί, στο πατρικό του σπίτι στην Καλλιθέα. Με την γιαγιά του την Πίτσα να μας ταΐζει στο στόμα, την μητέρα του την Μαρίνα να μας κερνάει παγωμένο ξινόγαλο και τον μπαμπά Μιχάλη να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο φωνάζοντας: «Βρε παιδιά, μην διαβάζετε τόσο πολύ. Αυτά, είναι τα καλύτερά σας χρόνια. Μην τα χαλαλίζετε πάνω σ’ ένα βιβλίο. Βγείτε έξω, διασκεδάστε, ταξιδέψτε, ερωτευθείτε, χάστε και καμιά χρονιά στο πανεπιστήμιο. Και κάντε και κάνα πάρτι, να πάμε παρέα, να χορέψουμε κάνα rock n roll… Κι εσύ δεσποινίς, μην τολμήσεις να με ξαναπείς «κύριε Παπαγιαννάκη». Μιχάλη να με φωνάζεις. Σκέτο Μιχάλη…»

Με τον Μιχάλη, πήγαμε σε πολλά πάρτι, γιατί ο Μιχάλης δεν υπήρξε ποτέ ο κλασικός μπαμπάς των κλασικών νουθεσιών. Ήταν η παρέα μας, ο φίλος μας, ο παρτενέρ μας στα πιο τρελά rock n roll της ζωής μας. Ήταν αυτός που μας έμαθε τα πιο ψαγμένα μπαράκια στου Ψυρρή, που μας έβγαζε εισιτήρια για τις πιο προχωρημένες συναυλίες και που μισούσε τις προκαθορισμένες ώρες επιστροφής στο σπίτι αποπνέοντας την απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας. Όχι για να το παίξει προχωρημένος και καλός. Τα κωλόπαιδα των δεκαοχτώ, τους κατ’ επίφαση προχωρημένους και καλούς ενήλικες τους μυρίζονται από μακριά και τους ξερνάνε. Ο Μιχάλης ήταν αληθινά προχωρημένος και καλός. Ένας έφηβος που δεν μεγάλωσε ποτέ. Και που λίγο πριν ανεβούμε στο αεροπλάνο, για την μεγάλη μας φυγή στην Γαλλία μας σφύριξε πετώντας μας ένα μάτσο κλειδιά στα χέρια: «Που είστε, μάγκες! Αυτά είναι τα κλειδιά του σπιτιού μου στις Βρυξέλλες. Πάρτε τα, να πεταχτείτε καμιά βόλτα. Μόνο προσέξτε μην τα χάσετε γιατί δεν έχω αντικλείδι». Τα χάσαμε. Πολλές φορές. Μ’ εκείνον, να γελά άλλες τόσες, γιατί πάντα ξεχνούσε να βγάλει αντικλείδι…

«Εγώ, θα πεθάνω νέος. Πάνω στη μηχανή μου…»

Τα ατέλειωτα πάρτι συνεχίστηκαν και στην Γαλλία με τον Κωστή πάντα στον ρόλο του οικοδεσπότη. Ενός οικοδεσπότη, που ακριβώς όπως κι ο Μιχάλης, δεν έκανε ποτέ διακρίσεις ανάμεσα στις φίλους του και που μισούσε όσο τίποτε άλλο τις κομπλεξικούλες κλίκες των «εκλεκτών» πλουσίων της αλλοδαπής. Ο Κωστής ακριβώς όπως κι ο πατέρας του είχε μια ψυχή ανοιχτή για όλους και κλειστή για εκείνους που το έπαιζαν κάποιοι. Δεν τους καταλάβαινε, δεν τους δικαιολογούσε, δεν τους άντεχε. Μια του και μόνο χειρονομία ήταν αρκετή για να το καταλάβεις…

Τα χρόνια περνούσαν με τον φίλο μου να γίνεται «ο αρχηγός» μιας ολόκληρης παρέας. Ασυμβίβαστος, αιρετικός, ακαλούπωτος, ελεύθερος. Να διαβάζει τον μισό χρόνο από εμάς και να τα καταφέρνει καλύτερα. Να παίρνει λιγότερα χρήματα από εμάς και να περνάει ωραιότερα. Να ζητάει λιγότερα από εμάς και να παίρνει περισσότερα. Στον έρωτα, στις σπουδές, στους φίλους, στην ζωή. Μια ζωή που την ήθελε γρήγορη και έντονη: «Δεκάρα δεν δίνω για το αύριο. Εγώ άλλωστε θα πεθάνω νέος πάνω στην μηχανή μου», έλεγε κάτι μεθυσμένα βράδια. Κι όσο κι αν προσπαθούσαμε να σβήσουμε την φωνή του με βρισιές και σταυροκοπήματα κάποια καταραμένη μοίρα φαίνεται ότι την άκουσε και την πίστεψε βαθιά…

Αθήνα, 12 Ιουνίου 1998. Ο Κωστής γιορτάζει τα 26α γενέθλιά του σε κάποιο μαγαζί της παραλιακής. Αυτή θα είναι και η τελευταία μέρα της ζωής του. Λίγο αργότερα, θα πέσει νεκρός στην λεωφόρο Θησέως, στην Καλλιθέα, δίπλα στην μηχανή του. Από εκείνη την μέρα, τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο. Από εκείνη την μέρα, ο φίλος μας θα κλείσει των κύκλο των φοιτητικών μας χρόνων με τόσο πόνο, ικανό να κόψει και τους πιο δυνατούς δεσμούς ανάμεσά μας. Κι από εκείνη την μέρα, ο Μιχάλης, θα πάψει μια για πάντα να είναι ο αιώνιος έφηβος…

Το λεξιλόγιο του αποχαιρετισμού είναι πάντα πενιχρό…

Στην κηδεία δεν υπήρχαν λόγια. Όλα, ήταν βουβά, ακόμη και τα δάκρια. Μ’ έναν Μιχάλη να μας δίνει κουράγιο με την στάση ενός ανθρώπου που δεν έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάποιο Θεό για να συνεχίσει να ζει. Το πόσο τσαμπουκά θέλει κάτι τέτοιο, θα το καταλαβαίναμε χρόνια, πολλά χρόνια μετά, όταν παρά τον πόνο του, τον παρακολουθούσαμε κρυφά να συνεχίζει το στοίχημα ενός καλύτερου κόσμου…

Τον Μιχάλη, τον είδα τελευταία φορά έξω από την Βουλή. Να μιλάει με τα χέρια, ακριβώς όπως κι ο Κωστής, να ψάχνει έντονα για το δίκιο, ακριβώς όπως κι ο Κωστής, να με αγκαλιάζει σφιχτά, ακριβώς όπως κι ο Κωστής: «Σε παρακολουθώ μικρή. Σε διαβάζω. Κοίτα να μην δουλεύεις πολύ, να γλεντάς την ζωή σου, γιατί είναι λίγη. Και να μην δίνεις ποτέ σημασία στα λαμόγια που προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο. Εσείς, είστε όλα παιδιά μου, και θέλω να ζείτε καλά. Ό,τι μπορώ να κάνω, θα είμαι εδώ, για σένα…»

Σήμερα, έξι χρόνια μετά το φευγιό του Μιχάλη, είναι ίσως αργά να του πω ότι για μένα, και για όλα την παλιοπαρέα της Γαλλίας, είχε ήδη κάνει πολλά. Μας έμαθε να μην παίρνουμε στα σοβαρά τους αστείους και μας χάρισε έναν από τους καλύτερους φίλους της ζωής μας. Μας άκουσε, μας κατάλαβε, μας ένιωσε και μας συμβούλεψε μόνο όπως ένα προχωρημένο μυαλό μπορεί να κάνει. Και το κυριότερο: Ήταν ο παρτενέρ μας στο καλύτερο rock n roll της ζωής μας. Αυτό που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ…
Keywords
Τυχαία Θέματα