Τι επέζησε από την έρευνα Ράινχαρτ/ Ρόγκοφ;


Η εργασία των Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρόγκοφ για τα δημοσιονομικά χρέη και τη σχέση τους με την αύξηση του ΑΕΠ, είχε εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στους ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους, από το 2010, σχολιάζει ο Gavyn Davies στους Fiancial Times. Πριν από αυτή την εβδομάδα, η στατιστική ανάλυσή τους, η οποία βασίζεται σε δεδομένα 200 ετών που με κόπο συγκέντρωσαν και καλύπτουν δεκάδες χώρες, φάνηκε ότι

καθιέρωσε ένα σημαντικά τυποποιημένο γεγονός: ότι οι δείκτες χρέους άνω του 90 τοις εκατό συνδέθηκαν με πολύ χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, από ό,τι αυτοί κάτω του χρέους του 90 τοις εκατό. Η απότομη πτώση της ανάπτυξης σε μια αναλογία χρέους παρόμοια με αυτή στην οποία έφτασαν πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες λειτούργησε ως εγερτήριο σάλπισμα για τις κυβερνήσεις και ενθάρρυνε την έγκριση του προγράμματος λιτότητας.
Αυτή την εβδομάδα, μια εργασία των Τόμας Χέρντον, Μάικλ Ας και Ρόμπερτ Πόλιν ισχυρίστηκε ότι το τυποποιημένο γεγονός των Ράινχαρτ/ Ρόγκοφ βασίστηκε σε απλά στατιστικά σφάλματα, συμπεριλαμβανομένου ενός σφάλματος λογιστικών φύλλων το οποίο πλέον οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ αναγνωρίζουν. Η κριτική τους για το αρχικό τυποποιημένο γεγονός των Ράινχαρτ/ Ρόγκοφ υπόσχεται να καθιερώσει μια εναλλακτική λύση για τη συμβατική σοφία, η οποία λέει ότι τα υψηλά ποσοστά δημόσιου χρέους δεν καταστρέφουν την αύξηση του ΑΕΠ. Αλλά η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη από αυτό, και πολύ λιγότερο βέβαιη.
Για εκείνους που δεν έχουν δώσει προσοχή σε αυτή τη διαφορά, αυτά είναι τα (ελπίζω όχι πολύ προκατειλημμένα) σχόλιά μου σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της συζήτησης:
Πρώτον, η πρωτότυπη εργασία των Ρ/Ρ δεν εξακρίβωσε ποτέ πραγματικά ότι η αύξηση του ΑΕΠ ήταν πιθανόν να μειωθεί ξαφνικά μόλις γίνει υπέρβαση του ορίου του 90 τοις εκατό του χρέους. Στα πολλά αποτελέσματα που δημοσιεύουν οι Ρ/Ρ σε διάφορες εργασίες, οι αριθμοί τους είχαν την τάση να αποδεικνύουν ότι υπήρχε μια σημαντική μείωση της ανάπτυξης σε εκείνο το σημείο, αλλά όχι δραματική ασυνέχεια.

Ωστόσο, σε έναν ορισμένο υπολογισμό, εντόπισαν μια μεγάλη και απότομη μείωση του μέσου ρυθμού ανάπτυξης. Αυτό βασίστηκε σε μια αμφιλεγόμενη μέθοδο υπολογισμού του μέσου όρου ή μέσο ποσοστό ανάπτυξης από το 1945 ως το 2009, και στο ότι ένα αποτέλεσμα ήταν ιδιαιτέρως εντυπωσιακό ώστε να τραβήξει ένα μεγάλο μέρος της προσοχής. Οι Χ/Α/Π λένε ότι το βασικό αποτέλεσμα απλά βασίζεται σε σφάλμα. Λένε ότι το «σωστό» ποσοστό ανέρχεται σε 2,2 τοις εκατό και όχι -0.1 τοις εκατό.
Δεύτερον, δεν οφείλονται όλες οι διαφορές μεταξύ των Ρ/Ρ και Χ/Α/Π στο σφάλμα που έγινε διαβόητο αυτή την εβδομάδα. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι μόλις το 0,3 τοις εκατό προέρχεται από αυτό, με το άλλο 0,1 τοις εκατό ν προέρχεται από ένα λάθος μεταγραφής. Το υπόλοιπο της διαφοράς οφείλεται σε ένα συνδυασμό ελλειπόντων στοιχείων στην αρχική εργασία των Ρ/Ρ και σε μια μεθοδολογική διαμάχη για το πώς οι χώρες θα πρέπει να σταθμίζονται, για την παραγωγή των τελικών αποτελεσμάτων.
Η ερμηνεία μου είναι ότι οι Χ/Α/Π είχαν τα καλύτερα από αυτά τα στοιχεία στη διαμάχη, επειδή η μέθοδος των Ρ/Ρ έχει την πολύ περίεργη επίδραση ότι μερικά δεδομένα από κάποια χρόνια στη Νέα Ζηλανδία στα τέλη του 1940 φαίνεται να έχουν μειώσει την κρίσιμη εκτίμησή τους για τη συνολική επίδραση της ανάπτυξης πάνω από 1,5 τοις εκατό, κάτι που βέβαια δεν βγάζει και πολύ νόημα. Αυτό από μόνο του εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ Χ/Α/Π και Ρ/Ρ.
Τρίτον, αν και η πιο δραματική εκδοχή του τυποποιημένου γεγονότος των Ρ/Ρ δεν επιβίωσε, ακόμα και οι Χ/Α/Π επιβεβαιώνουν ότι η διασταύρωση δεδομένων των Ρ/Ρ δείχνει ότι το υψηλότερο δημόσιο χρέος συνήθως συνδέεται με χαμηλότερα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό είναι ένα τυπικό αποτέλεσμα της μακρο-οικονομίας, η οποία έχει καθιερωθεί εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα σε πολλές άλλες μελέτες. Καμιά έκπληξη σ’ αυτό.
Τέταρτον, όπως ο Πολ Κρούγκμαν υποστήριξε πολλές φορές, αυτή η αρνητική συσχέτιση μεταξύ χρέους και ανάπτυξης δεν αποδεικνύει την κατεύθυνση της αιτιώδους συνάφειας. Οι Ρ/Ρ λένε ότι δεν το ισχυρίστηκαν ποτέ, αλλά και πολλοί άλλοι σίγουρα το συνήγαγαν από τις εργασίες τους. Είναι πιθανό τα υψηλά ποσοστά χρέους να προκαλούν μειωμένη ανάπτυξη, μέσα από την εμπιστοσύνη και τα αποτελέσματα των επιτοκίων, αλλά είναι επίσης πιθανό ότι η χαμηλή ανάπτυξη περιορίζει τα φορολογικά έσοδα και ως εκ τούτου προκαλεί τα υψηλά ποσοστά χρέους. Δεν είναι μονόδρομος.
Πέμπτον, η εργασία του Arindrajit Dube σχετικά με το χρονοδιάγραμμα αυτών των επιπτώσεων υπονοεί ότι οι αλλαγές στην ανάπτυξη προηγούνται των αλλαγών στο χρέος, και όχι το αντίστροφο. Επιφανειακά, αυτό φαίνεται να υποστηρίζει ένα κεϋνσιανό αποτέλεσμα, όπου η ύφεση ξεσπά (π.χ. λόγω οικονομικού κραχ) και το δημόσιο χρέος αυξάνεται συνέχεια. Αλλά ακόμα δεν είναι εντελώς σαφές.
Φανταστείτε μια κατάσταση όπου οι δημόσιες δαπάνες δεν ελέγχονται, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να φοβούνται την κατάρρευση της εμπιστοσύνης της αγοράς, ή την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον. Θα μπορούσαν στη συνέχεια να μειώσουν τις δαπάνες τους σήμερα και στην περίπτωση αυτή η αύξηση του ΑΕΠ θα μειωνόταν πριν από την άνοδο του χρέους. Αλλά η πραγματική αιτία του προβλήματος θα είναι οι πολύ μεγάλες δημόσιες δαπάνες, όχι οι πολύ μικρές. Με άλλα λόγια, το post hoc ergo propter hoc δεν ισχύει πάντοτε.
Έκτον, πραγματικά δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο θα πρέπει να αναμένουμε ότι η σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της αύξησης του ΑΕΠ θα είναι σταθερή στο χρόνο και σε όλες τις χώρες. Σε μια οικονομία χωρίς ανεργία (κάτι που ισχύει για τις περισσότερες χώρες κατά την περίοδο που ήταν υπό εξέταση), μια σκόπιμη αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού θα προκαλούσε αύξηση στα επιτόκια και θα πίεζε τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό θα μειώσει μακροπρόθεσμα τα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ.
Ωστόσο, εάν η οικονομία υπολειτουργεί, η αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού δεν μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια, αλλά μπορεί να αυξήσει τη συνολική ζήτηση και έτσι να προωθήσει την αύξηση του ΑΕΠ. Υπό κάποιες συνθήκες, αυτό μπορεί να μειώσει ακόμα και το δημόσιο χρέος για λίγο.
Εν περιλήψει, η πιο δραματική εκδοχή του τυποποιημένου γεγονότος των Ρ/Ρ δεν είναι πλέον ένα τυποποιημένο γεγονός. Οι Ρ/Ρ είχαν δίκιο να υποστηρίζουν ότι, στις περισσότερες κανονικές περιόδους, το υψηλότερο δημόσιο χρέος έχει συσχετιστεί με τη μείωση των πραγματικών ποσοστών αύξησης του ΑΕΠ, αλλά μια ξαφνική ασυνέχεια στο 90 τοις εκατό δεν έχει αποδειχθεί. Ακόμη περισσότερο, η αιτιώδης συνάφεια θα μπορούσε να λειτουργήσει και στις δύο κατευθύνσεις, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Ο συγχρονισμός αυτών των συνεπειών δεν αποτελεί καθοριστικό δείκτη της πραγματικής αιτιώδους συνάφειας και η σχέση μπορεί να είναι πολύ διαφορετική σε μια εποχή πλήρους απασχόλησης από μια εποχή υψηλής ανεργίας.
Το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι ότι είναι ψευδαίσθηση να περιμένουμε πως η περίπλοκη σχέση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της αύξησης του ΑΕΠ θα είναι πάντα και παντού η ίδια.

http://blogs.ft.com/gavyndavies/2013/04/19/how-much-of-reinhartrogoff-has-survived/

Keywords
Τυχαία Θέματα