“Οι Τούρκοι έρχονται…”

Ο αφανισμός των Χριστιανών της Σμύρνης μέσα από τη διήγηση του Προξένου των Η.Π.Α George Horton

…Η γυναίκα μου κι εγώ βρισκόμαστε στο Σεβδίκιοϊ, ένα Ελληνικό χωριό πού απέχει μερικά μίλια απ’ τη Σμύρνη, επάνω στην Οθωμανική Σιδηροδρομική γραμμή, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο Ελληνικός στρατός έπαθε σοβαρές ήττες. Οι φήμες αυτές δεν έγιναν στην αρχή πιστευτές, διαδίδονταν όμως ολοένα περισσότερο επίμονα και έφερναν στον πληθυσμό την αγωνία

και το φόβο.

Τελικά η διήγηση έγινε βεβαιότητα. Έφτασαν επίσημες ειδήσεις ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε υποστεί μια τρομερή και ανεπανόρθωτη ήττα και ότι τίποτε δεν εμπόδιζε πλέον τους Τούρκους να κατέβουν στην παραλία. Ο πληθυσμός άρχισε να φεύγει, στην αρχή λίγοι, υστέρα όλο και περισσότεροι, ωσότου η φυγή εξελίχθηκε σε πραγματικό πανικό.

Η πόλη είχε γεμίσει σχεδόν από πρόσφυγες απ’ το εσωτερικό. Οι περισσότεροι απ’ τους πρόσφυγες αυτούς ήταν μικροί αγροκτηματίες πού είχαν ζήσει στα αγροκτήματα πού είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους από πολλές γενεές. Οι προγονοί τους είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν οι Τούρκοι αρχίσουν ν’ αναπτύσσονται σε έθνος. Ήταν παιδιά της γης αυτής ικανοί να ζήσουν και να περιθάλπτουν τους εαυτούς των μέσα στα μικρά τους σπίτια και πάνω στα λίγα στρέμματα γης τους, έχοντας η κάθε οικογένεια την αγελάδα της, το γαϊδούρι της και την κατσίκα της. Παρήγαν μάλιστα και καπνό, σύκα, σταφύλια χωρίς σπόρο, και άλλα προϊόντα για εξαγωγή. Ήσαν πολύ έμπειροι στο να καλλιεργούν και επεξεργάζωνται τις καλύτερες ποιότητες καπνού σιγαρέττων και την ανεκτίμητη σταφίδα, της οποίας η Μικρά Ασία παρήγε τελευταία την καλύτερη ποιότητα του κόσμου.

Το πολύτιμο αυτό στοιχείο των γεωργών πού αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της ευημερίας της Μικράς Ασίας μετετράπη σε επαίτες πού εξαρτώνταν αποκλειστικά απ’ την ευσπλαγχνία των Αμερικανών. Έφθαναν κατά χιλιάδες στη Σμύρνη και σε όλο το μήκος της παραλίας. Γέμιζαν όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και τις αυλές της Χριστιανικής Ενώσεως Νέων και Νεανίδων καθώς και τα σχολεία της Αμερικανικής Ιεραποστολής. Κοιμούνταν ακόμα και στους δρόμους. Πολλοί έφευγαν κατά τις πρώτες κείνες μέρες επάνω σε ατμόπλοια και ιστιοφόρα. Τα καΐκια, στο λιμένα φορτωμένα με τους πρόσφυγες και τις αποσκευές τους αποτελούσαν ένα γραφικό θέαμα.

Και υστέρα άρχισαν να φτάνουν οι ηττημένοι, σκονισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες στρατιώτες κυττάζοντας ίσια μπροστά τους σαν υπνοβάτες πού περπατούσαν. Πολλοί απ’ αυτούς — οι πιο τυχεροί — κάθονταν επάνω σε Ασυρριακά κάρρα, πού ήταν διάδοχοι των πρωτόγονων οχημάτων των χρησιμοποιουμένων την εποχή του Ναβουχοδονόσορος.

Σε ένα ατέλειωτο ρεύμα διέσχιζαν την πόλη και τραβούσαν για το σημείο της παραλίας όπου είχε αποσυρθεί ο Ελληνικός στόλος. Βάδιζαν σιωπηλά σαν φαντάσματα, χωρίς να κυττάζουν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Κάπου κάπου μερικοί στρατιώτες εξαντλημένοι ολότελα, έπεφταν χάμω δίπλα στο δρόμο η μπροστά σε μια πόρτα. Άκουσα πώς μερικούς απ’ αυτούς τους επήραν μέσα στα σπίτια και τους έντυσαν με πολιτικ

Keywords
Τυχαία Θέματα