Ο Νίκος στο Πεκίνο…

Θυμάμαι το Νίκο στο χωριό τα καλοκαίρια. Αγροτόπαιδο με κόκκινα μάγουλα, αδύνατος, όχι πολύ ψηλός, όλη τη μέρα στα πρόβατα και στα χωράφια. Το τρίτο αγόρι της οικογένειας. Είχε κι άλλα δυο αδέρφια μεγαλύτερα. Ο πατέρας κτηνοτρόφος, πάλευε όλη μέρα με τα θεριά της φύσης να αναστήσει την οικογένεια. Ξύπναγε αχάραγα, να πάει να ποτίσει, μετά να αρμέξει, να σπείρει τριφύλλι, να θερίσει αραποσίτι, να μαζέψει στερφάδια, να, να, να… Δύσκολη και άχαρη ζωή. Και τα παιδιά από κοντά από μικρά. Μόλις τέλειωνε το σχολειό, όλο και κάποια δουλειά είχανε να κάνουνε. Και η κυρά, το σπίτι, το περιβόλι, τις κότες…

Εμείς

οι «πρωτευουσιάνοι» πιτσιρίκοι και έφηβοι που παραθερίζαμε όλο το καλοκαίρι στο χωριό, παίρναμε γερή γεύση αυτού του τρόπου ζωής, αφού πολλές φορές για χάρη της παρέας αλλά και της ελευθερίας που χάριζε απλόχερα η φύση, πηγαίναμε από κοντά σε αυτές τις δουλειές. Και η αλήθεια είναι ότι μάθαμε πολλά. Και καταλάβαμε πόσο δύσκολη κι αχάριστη, πολλές φορές,  είναι η αγροτική ζωή…

Ο Νίκος, λοιπόν, γράμματα πολλά δεν έμαθε ποτέ. Τις τάξεις τις πέρναγε με μεγάλη δυσκολία και πρέπει να ‘μεινε και κανα δυο χρονιές. Αλλά ούτε ήταν και ιδιαίτερα κοινωνικός. Δεν συμμετείχε στις παρέες και στα νυφοπάζαρα με τις ατέλειωτες βόλτες από τη μια μεριά του χωριού στην άλλη.  Ένα βράδυ εμφανίστηκε στο τοπικό μπαράκι. Ξυρισμένος, γυαλισμένος. «Βάλε μου ένα Τζακ», είπε με στόμφο στο Μπάμπη τον μπάρμαν. «Βρε κερατά, και ασβέστη να σου βάλω, χαμπάρι δε θα πάρεις! Που μου θες και Τζακ Ντάνιελς. Που το ‘μαθες εσύ αυτό. Στο μαντρί;». Χαμογέλασε ο Νίκος, κατάπιε την προσβολή, αλλά δεν είπε τίποτα. Συνέχισε αμέριμνος. Αυτή ήταν από τις σπάνεις εμφανίσεις του στα εφηβικά δρώμενα των ατέλειωτων καλοκαιριών μας. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε ποιμαίνοντας αμνοερίφια…

Κάποια χρόνια αργότερα, λίγο μετά τους Ολυμπιακούς, μετά ενώ βάδιζα στην οδό Πανεπιστημίου, έξω από το αλήστου μνήμης υπουργείο προεδρίας, να σου μια γνωστή φυσιογνωμία ξεπρόβαλλε στρίβοντας από την Κουμπάρη. «Δεν είναι δυνατόν», είπα μέσα μου. Ο Νίκος! Στολισμένος, με ωραίο πουκαμισάκι, μαλλί τζελαριστό, γυαλιστερό σκαρπίνι και ένα φάκελο παραμάσχαλα να βαδίζει, μάλλον βιαστικός. «Γεια σου ρε πατρίδα» του φώναξα και του ‘δωσα το χέρι.

«Γεια σου Γιάννο. Τι κάνεις;» μου απάντησε χαμογελαστός και με μια αίσθηση σιγουριάς. Ξέρετε τώρα πως είναι να ανταμώνουν δυο πατριώτες στο κέντρο της Αθήνας.

«Που είσαι ρε Νικόλα;» τον ρώτησα. «Τι κάνεις εδώ;»

«Πάω στο υπουργείο» μου απάντησε.

«Ποιο υπουργείο» των ξαναρώτησα, με κάποια υποψία.

«Στο Αθλητισμού» μου είπε σαν να ήταν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο.

«Και τι κάνεις εσύ ρε Νίκο στο υπουργείο Αθλητισμού» τον ξαναρώτησα.

«Εκεί δουλεύω!» μου απάντησε.

«Σοβαρά; Από πότε;»

«Πήγα στην αρχή στο 2004» μου είπε, εννοώντας προφανώς τον οργανισμό. «Και μετά με πήρανε με σύμβαση στο υπουργείο. Και τώρα ετοιμάζομαι για το Πεκίνο!» μου είπε με καμάρι.

«Και τι θα κάνεις στο Πεκίνο ρε Νίκο;» τον ρώτησα

Keywords
Τυχαία Θέματα