Ο κύριος Κώστας και ο γιός του ο Φάνης

Ο κύριος Κώστας ήταν παιδί της κατοχής. Μόλις δεκαπέντε χρονών, στο τέλος του εμφυλίου ρίχτηκε στη βιοπάλη. Με σκληρή δουλειά 16/7/365 (όπως συνηθίζεται στις μέρες μας να εκφράζεται), κατάφερε μετά από δέκα χρόνια να στήσει μια μικρή βιοτεχνία. Με χίλια ζόρια, με θυσίες, με ξενύχτια και χωρίς κανέναν μπάρμπα στην Κορώνη, το ’79 κατάφερε να στήσει ένα μικρό εργοστάσιο. Τελαράδικο ή αλλιώς κιβωτιοποιία. Μεταποίηση αλλά με πρώτες ύλες ελληνικές και 100% προστιθέμενη αξία. Και το τελικό προϊόν 100% εξαγώγιμο. Μια τσίλικη δουλίτσα, με προοπτικές, νοικοκυροσύνη και σωστή διαχείριση.

Ο κύριος Κώστας έφτυσε για πολλά χρόνια ιδρώτα και αίμα, μέχρι να καταφέρει να αποπληρώσει το αρχικό δάνειο με επιτόκια που μετά το ’82 εκτοξεύτηκαν σε διψήφια νούμερα. Δεν παραπονέθηκε όμως ποτέ για «τοκογλύφους» τραπεζικούς, και «ληστρικές» συμβάσεις. Διάβαζε πάντα τα δάνεια που υπέγραφε και τιμούσε την υπογραφή του όπου την έθετε με πλήρη επίγνωση. Ο κύριος Κώστας μεγάλωσε με κάποιες αρχές και αξίες που δεν του επέτρεπαν να μέμφεται τους άλλους για τις δικές του επιλογές.

Από το ’85 και μετά, τα επιτόκια ανέβαιναν κατακόρυφα και στα δάνεια κίνησης έφτασαν και ξεπέρασαν μετά το ‘88 το 25% για ενήμερα δάνεια και πλησίαζαν το 30% για υπερήμερα. Επιτόκια που η βιοτεχνία και η βιομηχανία ήταν αδύνατον να «βγάλουν». Το εργοστάσιο μπήκε στα κόκκινα αλλά συνέχιζε να δίνει δουλειά σε καμιά 50ρια νοματαίους, όλοι Έλληνες και από την περιοχή. Ο κύριος Κώστας μετακινούνταν με έναν «σκαραβαίο» του ’68, την ώρα που πολλοί εργαζόμενοί του είχαν αρχίσει να αγοράζουν «μπιμπελό» αμάξια και οι πιο καπάτσοι εξ’ αυτών απέκτησαν δικό τους σπίτι πολύ πριν βάλει κι αυτός ένα «κεραμίδι» πάνω από το κεφάλι της οικογενείας του. Ο κύριος Κώστας, παρόλο που άρχισε να λογίζεται «χρεωμένος», ουδέποτε βαρυγκώμησε ενάντια των τραπεζών και ποτέ δεν διανοήθηκε να απασχολήσει ανασφάλιστο εργαζόμενο στη δουλειά του ή να καθυστερήσει έστω και μέρα την μισθοδοσία ή τις εισφορές των εργαζομένων του προς το ΙΚΑ. Κύριο μέλημά του ήταν η σωστή παραγωγή και οι εργάτες του εργοστασίου, που τους ένιωθε σαν μια δεύτερη οικογένειά του. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία και οι επιπτώσεις του, έδωσαν την χαριστική βολή στο εργοστάσιό του. Όταν η τράπεζα το έβγαλε στον πλειστηριασμό, ο κύριος Κώστας βουρκωμένος, είδε τους κόπους μιας ζωής να καταλήγουν στα χέρια ενός τοπικού μεταπράτη. Το εργοστάσιο έγινε αποθήκη και 50 άνθρωποι πέρασαν μεμιάς στην ανεργία. Το τίμημα όμως ήταν αρκετό να εξοφληθεί η τράπεζα και καθώς ο κύριος Κώστας δεν χρωστούσε πουθενά αλλού (ΙΚΑ, Εφορία, υπαλλήλους), πήρε το «κατσαριδάκι» του, βγήκε σε μια «κουτσή» σύνταξη 700 ευρώ από το ΤΕΒΕ κι έπιασε στασίδι στο καφενείο της γειτονιάς. Ευθύς, καλοστεκούμενος και καλόβολος, ένιωθε μέσα του πως κάτι έκανε κι αυτός σε τούτη τη ζωή και η μεγαλύτερη ανταμοιβή του ήταν η ζεστή καλημέρα των πρώην εργατών του, πολλούς από τους οποίους είχε «βγάλει» ο ίδιος στην σύνταξη (οι περισσότεροι μάλιστα λόγω «βαρέων και ανθυγιεινών» έπαιρναν περισσότ

Keywords
Τυχαία Θέματα