Μ. Βρετανία: Αιμορραγία δισεκατομμυρίων οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Ιράκ – Αφγανιστάν

Αυτό υποστηρίζει σε μελέτη του που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα το Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών, το RUSI. Το βρετανικό think tank άμυνας και ασφάλειας συνέλλεξε τα στοιχεία του από τα επίσημα αρχεία του υπουργείου Άμυνας, στα οποία απέκτησε πρόσβαση κάνοντας χρήση σχετικών νομικών διατάξεων.

Με βάση τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων που δίνονται για τραυματισμούς και θανάτους, το συνολικό κόστος της ανάμιξης της Μεγάλης Βρετανίας σε στρατιωτικές αναμετρήσεις από το 1990 κυμαίνεται στα 79 δισεκατομμύρια

δολάρια. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι δαπάνες για την παροχή μακροχρόνιας φροντίδας σε βετεράνους των πολέμων που υπολογίζονται σε άλλα 50,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα περισσότερα εξ αυτών των χρημάτων σχετίζονται, σύμφωνα με την μελέτη αυτή, με τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν που αντιπροσωπεύουν περίπου το 84% του συνολικού ποσού.

Η μελέτη υιοθετεί τον όρο «στρατηγική αποτυχία» για τις δύο αυτές εκστρατείες υπογραμμίζοντας, καταρχήν, για την πρώτη ότι ήδη από το 2002, ένα χρόνο πριν την επέμβαση, το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν είχε πάψει αποδεδειγμένα να αποτελεί σοβαρή απειλή. Αντίθετα, σημειώνεται, σήμερα η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη χώρα ευνόησε την ανάδειξη ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων, που δρουν τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία, και αποτελούν πραγματικά σοβαρή τρομοκρατική απειλή τόσο για την Μεγάλη Βρετανία όσο και για άλλες χώρες, κάτι που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν θα υπήρχε, τουλάχιστον από τη συγκεκριμένη μορφή, αν ο Σαντάμ παρέμενε στην εξουσία.

Όσο για την επέμβαση στο Αφγανιστάν, ο διευθυντής και ερευνητής του ινστιτούτου, Μάλκολμ Τσάλμερς, κάνει λόγο για «καταστροφική» αποστολή στην επαρχία Χελμάντ, στο νότιο Αφγανιστάν, καθώς χαρακτηρίζεται από σειρά λανθασμένων αποφάσεων και επιλογών, όπως ήταν η απομάκρυνση του τοπικού κυβερνήτη, η οποία εξώθησε πολλούς ενόπλους που ήταν υπό τις εντολές του να περάσουν από αγανάκτηση στην πλευρά των Ταλιμπάν. Στην μελέτη επισημαίνεται επίσης ότι η καλλιέργεια οπίου στην περιοχή είναι πολύ μεγαλύτερης έκτασης σήμερα από ό,τι ήταν πριν από την επέμβαση.

Ο Φρανκ Λέντγουιντζ, συγγραφέας του βιβλίου «Επένδυση στο Αίμα», που δημοσιεύτηκε πριν από ένα χρόνο από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Γιέλ, υπολόγιζε, στην πρώτη σχετική απόπειρα που είχε γίνει, ότι η Βρετανία μέχρι το 2020 θα έχει δαπανήσει για τη στρατιωτική επέμβαση μόνο στο Αφγανιστάν, περίπου 67,2 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που θα ήταν αρκετό για να εξοπλίσει το ναυτικό της με ένα υπερσύγχρονο αεροπλανοφόρο ή να συγκροτήσει και να πληρώνει για δέκα χρόνια τρεις ταξιαρχίες πεζοναυτών ή πεζικού.

Κατά το ινστιτούτο, ο πρώτος πόλεμος του Ιράκ, το 1991, και οι μικρότερης εμβέλειας επεμβάσεις στο Κόσοβο, στη Βοσνία, τη δεκαετία του ’90 και στη Σιέρα Λεόνε, το 2000, είχαν μια «σχετικά» καλύτερη πορεία.

Τα νούμερα που παραθέτει το ινστιτούτο διευκρινίζεται ότι προκύπτουν από απλή πρόσθεση του κόστους των στρατιωτικών αυτών επιχειρήσεων και δεν περιλαμβάνουν τα έξοδα του βρετανικού στρατεύματος υπό κανονικές συνθήκες για μισθούς, ασκήσεις, μετακινήσεις κλπ. «Κατέστησαν ασφαλέστερο τον κόσμο οι βρετανικές στρατιωτικές επεμβάσεις και με ποιο κόστος;» είναι το ερώτημα που θέτουν οι συγγραφείς της έρευνας, η οποία αναμένεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις καθώς στο πλαίσιο των περικοπών που κάνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης έχει προχωρήσει και μειώσεις δαπανών για την άμυνα.

Πηγές: huffington post, the guardian, Russia today

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα