Δραματικές εξελίξεις στο Κυπριακό με την εμπλοκή και της Γερμανίας

Μπορεί το οικονομικό ζήτημα της Ελλάδας να φαίνεται ότι ήταν το σημαντικότερο στη συνάντηση ΤσίπραΜέρκελ, αλλά εξίσου σημαντικό ήταν και το Κυπριακό. Η Μέρκελ, μάλιστα, έδωσε πολύ μεγάλη βαρύτητα στο ζήτημα, λέγοντας πως αποτελεί κεντρικής σημασίας ζήτημα, ενώ ανέφερε ότι είχε επί τούτου συζήτηση

με τον Κύπριο πρόεδρο, Νίκο Αναστασιάδη. Κατ' αρχήν, είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις (αν όχι η μοναδική) που η καγκελάριος δηλώνει ότι την απασχολεί το Κυπριακό. Κάτι που δεν μπορεί παρά να προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μήνυμα ήθελε να στείλει με αυτή τη δήλωσή της η κ.Μέρκελ. Ακόμα πιο ανησυχητικές είναι, όμως, οι πληροφορίες που φέρουν το Βερολίνο να θέλει εδώ και τώρα λύση του Κυπριακού.

Εφόσον είναι έτσι, τότε γίνεται κατανοητό γιατί η καγκελάριος που δεν φημίζεται για την ενασχόλησή της με τέτοια διπλωματικά θέματα, όπως της Μεγαλονήσου, αναφέρθηκε με αυτόν τον τρόπο κατά τις δηλώσεις της με τον Α.Τσίπρα. Σε αυτή την περίπτωση, και με δεδομένο ότι η Γερμανία, όπως έχει αποδειχτεί, μπορεί να επιβάλλει τη θέση της στην ΕΕ, ένα σοβαρότατο ερώτημα που προκύπτει, είναι ποια στάση θα κρατήσει η ΕΕ στο Κυπριακό. Ειδικότερα, στην προγραμματιζόμενη Διάσκεψη για το Κυπριακό, στην Ελβετία, από τις 9 έως τις 12 Ιανουαρίου, όπου, το πιθανότερο είναι να μετάσχει η ΕΕ. Σε αυτό το σκηνικό πρέπει να προστεθούν οι ασφυκτικές πιέσεις της Ουάσιγκτον για εδώ και τώρα επίλυση του Κυπριακού, αλλά και οι θέσεις της που σε πολλά σημεία συμπίπτουν άμεσα με αυτές της Άγκυρας.

Ο ίδιος, έως τώρα, φαίνεται να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες και προς τον ξένο – Δυτικό παράγοντα, αλλά και ως προς τη στήριξη των όποιων προσπαθειών γίνονται για επίλυση του Κυπριακού. Ενδεικτική είναι η δήλωσή του, προ ημερών, μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου Κορυφής. Αφού είπε ότι “αυτή είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού”, στη συνέχεια ο Α.Τσίπρας μάλλον εμφανίστηκε εξαιρετικά συγκρατημένος, λέγοντας πως “οφείλουμε να κρατήσουμε ανοιχτό ένα παράθυρο ελπίδας για λύση”, παρά το γεγονός, όπως πρόσθεσε, ότι η συγκυρία δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Κατά τις κοινές δηλώσεις του με την κ.Μέρκελ, επίσης, είπε πως ναι μεν η Ελλάδα είναι υπέρ μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης χωρίς εγγυήσεις, χωρίς στρατό κατοχής και χωρίς φόβο για οποιονδήποτε Κύπριο, αλλά υπογράμμισε ότι αυτό “είναι ζήτημα στο οποίο θα δοκιμαστεί το βάθος των ευρωτουρκικών σχέσεων όσο και η βούληση της Τουρκίας να εξευρεθεί μια λύση”. Ακόμα, αναφέρθηκε στις προβληματικές ευρωτουρκικές σχέσεις, το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό, αλλά και τις αμφισβητήσεις της Συνθήκης της Λωζάνης. Τέλος, ζήτησε την ενεργό εμπλοκή της ΕΕ στο Κυπριακό. Να σημειωθεί πως, ως προς το τελευταίο, η Τουρκία και τα κατεχόμενα δηλώνουν ότι δεν θέλουν την ΕΕ παρούσα και με ουσιαστικό ρόλο στη Διάσκεψη, αν και το πιθανότερο είναι στο τέλος να την δεχτούν.

Δραματικό παρασκήνιο

Αυτές, βέβαια, είναι οι επίσημες θέσεις που πρέπει να εκφράζει κάθε Έλληνας πρωθυπουργός στο μείζον θέμα του Κυπριακού. Επί της ουσίας, όμως, τα πάντα είναι στον αέρα, ενώ οι σχεδιασμοί για άμεση συμφωνία στο Κυπριακό τρέχουν με ταχύτατους ρυθμούς, ίσως στην πιο κρίσιμη συγκυρία μετά το ναυάγιο του “σχεδίου Ανάν” το 2004. Όλα δείχνουν ότι οι Αναστασιάδης – Ακιντζί τα έχουν βρει σχεδόν σε όλα. Από την άλλη, ο αμερικανικός παράγων, με εμπροσθοφυλακή την υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτώρια Νούλαντ, πιέζει για λύση προτού αναλάβει το επιτελείο Τράμπ, στις 20 Ιανουαρίου 2017. Δηλαδή, θέτουν ως dead line τις ημερομηνίες της Διάσκεψης. Αλλά και το νέο επιτελείο του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, είναι άγνωστο αν θα ακολουθήσει διαφορετική τακτική στο Κυπριακό ή θα συνεχίσει με τις θέσεις της σημερινής ηγεσίας της Ουάσιγκτον. Ο ΟΗΕ, ταυτόχρονα, διά του Μπάρθ Αϊντα, απεσταλμένου του γενικού γραμματέα, είναι απολύτως ταυτισμένος με τις αμερικανικές θέσεις. Επίσης, η Άγκυρα εξακολουθεί να είναι αδιάλλακτη, και ζητάει τη διατήρηση -όσο το δυνατόν περισσότερο- του καθεστώτος των εγγυήσεων και της παραμονής των κατοχικών στρατευμάτων. Και, εμμέσως πλην σαφώς, έστω ελαφρώς διαφοροποιημένες, τις απόψεις της Άγκυρας συμμερίζεται και η Ουάσιγκτον. Εάν σε αυτό το “κλάμπ” έχει προστεθεί και η Γερμανία, τότε η Ελλάδα ουσιαστικά μένει μόνη της.

Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα γεννάται το ερώτημα: Θα πάει ο κ.Τσίπρας σε μια Διάσκεψη – παγίδα, όπου οι περισσότερες πλευρές θέλουν να αποσπάσουν και την υπογραφή της Αθήνας; Και, εάν πάει, ποιες θα είναι οι “κόκκινες γραμμές” του; Και, εφόσον είναι αυτές που διακηρύττει δημοσίως, θα αντισταθεί στις πιέσεις που δέχεται και θα δεχτεί ακόμα περισσότερο εκεί; Αρχικώς, η κυβέρνηση διέρρεε ότι δεν θα πάει στη Διάσκεψη, εάν προηγουμένως δεν υπάρξει συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν για τα θέματα ασφάλειας – εγγυήσεων – κατοχικών στρατευμάτων. Μάλιστα, άφηνε να διαρρεύσουν πληροφορίες, για συνάντηση των δυο στο Αμπού Ντάμπι (σύνοδος Ουνέσκο) ή ακόμα και για επίσκεψη στην Άγκυρα ή σε ουδέτερο έδαφος. Τίποτε από αυτά δεν έγινε μέχρι στιγμής. Τώρα, κάνει λόγο για “προηγούμενη συνεννόηση” Αθήνας – Άγκυρας, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι, ακόμα και χωρίς διμερή συνάντηση κορυφής, θα πάει ο κ.Τσίπρας στη Διάσκεψη. Να σημειωθεί πως ο Ερντογάν ήδη έχει ανακοινώσει τη συμμετοχή του στη Διάσκεψη, παρά τους παλικαρισμούς κάποιων παραγόντων της Άγκυρας και των κατεχομένων ότι θα την σαμποτάρουν.

Κατά πληροφορίες, σίγουρο είναι ότι το μέγαρο Μαξίμου επιθυμεί τη συνάντηση Τσίπρα με Ερντογάν. Ο τελευταίος, ωστόσο, στην περιβόητη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον πρωθυπουργό, όπου μάλιστα μιλούσε με μεγάλη ψυχρότητα, φέρεται να του είπε: “Δεν συζητώ τίποτα μαζί σου, θα τα πούμε στη Διάσκεψη”. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι προφανές ότι θα περάσει η γραμμή Ερντογάν. Την επόμενη εβδομάδα ή τη μεθεπομένη, το πιθανότερο θα γίνει συνάντηση σε επίπεδο υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας – Τουρκίας. Θα μεταβεί στην γείτονα ο γενικός γραμματέας του ελληνικού υπουργείου, Δ.Παρασκευόπουλος. Με ποιον θα συναντηθεί εκεί, είναι άγνωστο, δεδομένου ότι ο Φεριντούν Σινιρλίογλου, πρώην γγ και καλός γνώστης των θεμάτων, “μετακόμισε” στον ΟΗΕ, ενώ, εξαιτίας των εκκαθαρίσεων Ερντογάν, και αυτό το υπουργείο αντιμετωπίζει προβλήματα. Υπάρχει, όμως, και εντονότατη αμφιβολία κατά πόσον το τουρκικό ΥΠΕΞ και ο επικεφαλής του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, παίζουν κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην υπόθεση του Κυπριακού ή απλώς είναι οι “yes man” του Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται πως έχει αναλάβει αποκλειστικά το θέμα. Το τουρκικό ΥΠΕΞ μοιάζει μάλλον με το “γιουσουφάκι” του “σουλτάνου” που το' χει βάλει να φωνάζει τη μια για τα Ίμια και την άλλη για τους 8 Τούρκους αξιωματικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα, κ.ο.κ.. Ειδικά για τους 8, επιμένει υπερβολικά, σε βαθμό να γίνεται γραφικό. Φέρεται να υποστηρίζει ότι οι 8 είναι εκείνοι που ήταν προορισμένοι να δολοφονήσουν τον Ερντογάν, κατά το πραξικόπημα, ενώ άπαντες στην Τουρκία, όπως και ο Ερντογάν ξέρουν πολύ καλά ότι οι συγκεκριμένοι στρατιωτικοί δεν είχαν καμία εμπλοκή στην επιχείρηση εναντίον του. Είναι πασιφανές ότι όλα αυτά τα κάνουν για να πιέσουν την Ελλάδα.

Αλλά και να γίνουν αυτές οι επαφές του ελληνικού με το τουρκικό ΥΠΕΞ, ο χρόνος που μένει μέχρι τη Διάσκεψη στις 9 Ιανουαρίου 2017, είναι δραματικά μικρός. Πόσο μάλλον, που μεσολαβούν και οι γιορτές. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια – δυο εβδομάδες. Θα συμφωνηθεί, άραγε, σε αυτές τις επαφές, η συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν; 'Η θα συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο, λίγο πριν τη Διάσκεψη ή και κατά τη διάρκειά της; Βέβαια, εάν, ακόμα και υπό αυτές τις άσχημες συνθήκες, δεν πάει η Ελλάδα στη Διάσκεψη, θα της χρεώσουν άπαντες την αποτυχία της επίλυσης στο Κυπριακό. Εδώ προσπάθησαν οι διάφοροι καλοθελητές, σε Αθήνα και Κύπρο, να χρεώσουν το αδιέξοδο του πρώτου και δεύτερου γύρου των δικοινοτικών συνομιλιών στην Ελβετία, στην Αθήνα, και ειδικότερα στον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά. Δεν θα το κάνουν τώρα; Πόσο μάλλον, που ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης, σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία εμφανίστηκε προ ημερών κατά της Αθήνας, για την ακρίβεια κατά των “εξ' Ελλάδος επισκεπτών”, για να τους πει να μην θεωρούν την Κύπρο “το δικό τους χωριό”. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το μήνυμα δεν αφορούσε τον Ελλαδίτη καθηγητή του Παντείου που πήγε στην Κύπρο για το μνημόσυνο του Τάσσου Παπαδόπουλου και για την κριτική του στους χειρισμούς της Λευκωσίας.

Τέλος, η Αθήνα υποστήριζε ότι δεν θέλει να πάει σε μια “πενταμερή” Διάσκεψη, όπως αντίθετα ήθελε η Τουρκία. Σε αυτήν θα μετέχουν ο ΟΗΕ, οι εκπρόσωποι Ελληνοκυπρίων και κατεχομένων, και οι τρεις εγγυήτριες (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία). Η Ελλάδα επιθυμεί “πολυμερή”, με τη συμμετοχή δηλαδή, εκτός των παραπάνω, των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Κίνα, Βρετανία), καθώς και της ΕΕ. Η Μόσχα, μάλιστα, φέρεται να είναι έτοιμη κιόλας να μετάσχει σε μια τέτοια Διάσκεψη. Όλα όμως, δείχνουν ότι πάμε προς “εξαμερή”. Την τουρκική “πενταμερή”, με επιπλέον την ΕΕ. Ως προς την ΕΕ, ακόμα και τώρα η τουρκική πλευρά επισήμως δεν την δέχεται, αλλά κι αν την δέχεται, διαπραγματεύεται την ιδιότητα του εκπροσώπου της ΕΕ. Την θέλει σε ρόλο “παρατηρητή” και όχι ουσιαστικό, παρεμβατικό.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο πρωθυπουργός, εάν δεν μπορεί να αποφύγει την παρουσία του στη Διάσκεψη, το λιγότερο που έχει να κάνει, είναι να τραινάρει τη διαδικασία όσο μπορεί. Αυτό, εάν δεν θέλει να του μείνει το στίγμα εκείνου που ξεπούλησε το Κυπριακό.

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα