Force Majeure

Είχαμε αποφασίσει από καιρό με την παρέα να δούμε το Force Majeure (Ανωτέρα βία) στο σινεμά αλλά όταν ήρθε η μέρα σκεφτόμουν να το ακυρώσω λόγω κούρασης. Τελικά έκανα την υπέρβαση, σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα. Δεν μπόρεσα όμως να ξεπεράσω και την ψυχολογική κούραση που μου προκάλεσε το ίδιο το έργο.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει διακύβευμα, ένας ήρωας που να προσπαθεί να πετύχει κάτι. Ο Τομ και η Έμπα, το αντρόγυνο από τη Σουηδία που πάει διακοπές με τα μικρά παιδιά του σε ένα χιονοδρομικό κέντρο στη Γαλλία,

είναι βαρετοί. Υποτίθεται ότι η ταινία θέλει να σου περάσει το εξής μήνυμα: σε μια έκτακτη κατάσταση δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει κάποιος. Και λοιπόν; Η επόμενη ιδέα είναι ότι επειδή δεν ξέρεις κι εσύ πώς θα αντιδράσεις να είσαι μαλακός με το δειλό. Διαφωνώ. Το ότι μπορεί και εγώ να φοβηθώ στα δύσκολα και να προσπαθήσω να σωθώ αδιαφορώντας για τους άλλους δεν κάνει την πράξη μου λιγότερο ανήθικη. Εκτός αν κινούμαστε στο πλαίσιο του σχετικισμού, τον οποίο απεχθάνομαι. Το σχετικισμό πρεσβεύει και μια γυναίκα που συναντάει η Έμπα κι είναι ίσως ο πιο αντιπαθητικός κι αναίσθητος χαρακτήρας που έχω δει. Επιπλέον, το ότι οι άνθρωποι συνήθως κάνουν κάτι συγκεκριμένο σε συγκεκριμένες συνθήκες, δε σημαίνει ότι δε θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό παρά μόνο αν τους εκλάβουμε ως ζώα, που αντιδρούν προκαθορισμένα στα ερεθίσματα.

Το να πεις ότι έφτιαξες μια ταινία για να περάσεις μια ιδέα δε σημαίνει κάτι. Όλες οι ταινίες το κάνουν αυτό. Το θέμα είναι ο τρόπος. Στο Force Majeure το μήνυμα περνιέται μέσα από δύο σκηνές που δεν είναι καν ρεαλιστικές: ένας γονιός που εγκαταλείπει τα παιδιά του κι ένας σούπερ μεθυσμένος οδηγός λεωφορείου. Το υπόλοιπο έργο είναι κυρίως γέμισμα: βλέπουμε συνέχεια πώς αισθάνονται οι δυο κύριοι χαρακτήρες μέσα από αργές σκηνές, όπως πλύσιμο δοντιών στην τουαλέτα, κουβέντες γύρω από ένα τραπέζι (υπάρχει ευρωπαϊκή ταινία χωρίς αυτές;) και ασύνδετα περιστατικά (π.χ. ο αμίλητος καθαριστής που κοιτάζει σα χαζός ή οι αποκτηνωμένοι μέθυσοι).

Ούτε καλλιτεχνικά αξίζει η ταινία: τα περισσότερα εξωτερικά πλάνα είναι μονότονα κι επαναλαμβανόμενα και ρίχνουν το ρυθμό ενώ η ηχητική επένδυση περιορίζεται σε ενοχλητικά ηχητικά εφέ και την επανάληψη ενός πολύ μικρού αποσπάσματος κλασικής μουσικής.

Το θετικό της ταινίας είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Lisa Loven Kongsli παίζει πολύ καλά τη σύζυγο που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της όταν γνωρίζει τη σκοτεινή πλευρά του άντρα της. Ο Johannes Kuhnke είναι πειστικός ως ο σύζυγος που δε θέλει να παραδεχτεί την αλήθεια και τραυλίζει ανοησίες περί ‘διαφορετικών εκδοχών των γεγονότων’. Επίσης ξεχώρισα τον Kristofer Hivju στο ρόλο του Ματς· μου θύμισε νάνο από το Χόμπιτ 3 και ήταν συμπαθής, ιδίως όταν τον έπρηζε η κοπέλα του. Ακόμη ήταν αξιοπρόσεκτη η σκηνή λίγο πριν το τέλος, όταν ο Τόμας ξεσπάει σε κλάματα. Αν το έργο κρατούσε λιγότερο και τέλειωνε εκεί θα ήταν σαφώς καλύτερο.

Γενικά το Force Majeure δεν έχει καμία force. Χρειαζόταν περισσότερη δουλειά στο γράψιμο και στερείται έντασης. Του βάζω 5/10 κι όχι λιγότερο επειδή γέλασα μερικές φορές.

Captain America

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα