Burnhouse Lane | Review

Η πολωνική Harvester Games και οι αδερφοί Michalski δεν είναι άγνωστοι στους φίλους των indies και των adventure games. Έχοντας γίνει γνωστοί κυρίως λόγω του ντεμπούτου τους The Cat Lady που κυκλοφόρησε το 2013, και εν συνεχεία κάνοντας διαθέσιμα άλλα δύο παιχνίδια, τα Downfall και Lorelai, κυκλοφορoύν το νέο τους πόνημα,

ονόματι Burnhouse Lane.

Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, το Burnhouse Lane ξεκίνησε σαν sequel του The Cat Lady αλλά στην πορεία απέκτησε δική του ταυτότητα και φυσικά δικό του όνομα. Πρόκειται για ένα adventure/ puzzle game με πολλά στοιχεία πολλαπλών επιλογών και διαλόγων που αλλάζουν τον ρου της ιστορίας και το φινάλε της.

Παίρνουμε τον ρόλο μιας νοσηλεύτριας ονόματι Angie, η οποία πάσχει από καρκίνο των πνευμόνων τελικού σταδίου, απόρροια προφανώς των αμέτρητων τσιγάρων που καπνίζει καθημερινά. Η τύχη της έχει παίξει ένα ακόμα πιο τραγικό παιχνίδι, καθώς από την ίδια νόσο πέθανε και ο άνδρας της, ένας ασθενής που η ίδια ερωτεύτηκε. Στην πρώτη σκηνή του παιχνιδιού παρακολουθούμε την Angie να προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή της, με τον παίκτη να μην μπορεί να το εμποδίσει.

Η προσπάθεια αποτυγχάνει και η Angie δέχεται να αναλάβει μια τελευταία δουλειά: τη φροντίδα για λίγες μέρες ενός ηλικιωμένου με άνοια σε ένα αγρόκτημα της βρετανικής υπαίθρου. Ποιός ξέρει, ίσως προλάβει να μαζέψει χρήματα και να πραγματοποιήσει το ταξίδι που σχεδίαζε με τον σύζυγό της στην Ιαπωνία για να δει τις ανθισμένες κερασιές…

Κάπου εδώ εισέρχονται τα μεταφυσικά στοιχεία της ιστορίας, καθώς η Angie, εξερευνώντας το σπίτι, θα ανακαλύψει μια πόρτα που θα την οδηγήσει σε ένα παράλληλο σύμπαν, το Burnhouse Lane. Η πόλη αυτή, που συνδυάζει στοιχεία από το σύμπαν του Silent Hill με τη μυθολογία του Twin Peaks, αποτελεί ένα είδος Καθαρτηρίου για τους άρρωστους ανθρώπους που περιμένουν να πεθάνουν. Εκεί η Angie θα συναντήσει μια καμμένη ομιλούσα γάτα, που θα της αναθέσει πέντε δύσκολες αποστολές, μέρος ενός τελετουργικού που στο τέλος του υπόσχεται να την απαλλάξει από την ασθένειά της…

Η ιστορία ακολουθεί το βαρύ κλίμα των προηγούμενων τίτλων της εταιρίας, καθώς είναι φανερό πως δεν διστάζει να ασχοληθεί με δύσκολα θέματα όπως η αυτοκτονία, οι ανίατες νόσοι και το πώς διαχειρίζεται ο κάθε άνθρωπος το μοιραίο, η κακοποίηση ανθρώπων και ζώων και ούτω καθεξής.

Πρόκειται σαφώς για τίτλο που απευθύνεται σε άτομα άνω των 18, εξάλλου το παιχνίδι μας προειδοποιεί με σχετικό μήνυμα αμέσως μόλις ξεκινήσει. Περιλαμβάνονται φόνοι, άφθονο gore, χρήση ουσιών και γενικά ενοχλητικό περιεχόμενο. Έτσι, έχουμε σαφώς ένα παιχνίδι για ενήλικους που προσφέρει μια αρκετά ακραία horror και πάρα πολύ ατμοσφαιρική εμπειρία. Ευτυχώς, η ιστορία δεν παραλείπει να αφήνει ανοιχτό ένα παραθυράκι φωτός, μια ελπίδα ότι όσο δύσκολα και να είναι τα πράγματα, η ζωή έχει αξία και πρέπει να παλεύουμε για το καλό παρόλες τις δυσκολίες.

Όσον αφορά τη γραφή, εδώ τα πράγματα είναι πάρα πολύ θετικά. Η ιστορία, σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του παίκτη καθ’όλη τη δεκάωρη διάρκεια του τίτλου. Οι διάλογοι είναι πολύ καλογραμμένοι, ενώ το κερασάκι στην τούρτα είναι, όπως προείπαμε, οι επιλογές που θα κάνουμε σε κομβικά σημεία της πλοκής και στους διαλόγους. Οι επιλογές μας αυτές θα αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό το φινάλε και θα λέγαμε πως η μεγαλύτερη δυσκολία του παιχνιδιού είναι να πετύχουμε το good ending. Αυτό το στοιχείο του gameplay σαφώς δικαιολογεί νέα playthroughs.

Η επίλυση γρίφων και puzzles αποτελεί το έτερο τμήμα του gameplay. O χαρακτήρας μας κινείται σε 2D περιβάλλοντα και ο χειρισμός είναι εξαιρετικά απλός. Οι γρίφοι αφορούν τη χρήση αντικειμένων στα κατάλληλα σημεία, την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και τη λύση κάποιων λογικών puzzles για να ξεκλειδώσει, για παράδειγμα, μια πόρτα. Δυστυχώς δεν υπάρχει κουμπί για να φαίνονται τα hot spots και αυτό αυξάνει τη δυσκολία, ειδικά σε έναν γρίφο προς το τέλος. Γενικά, η δυσκολία του παιχνιδιού κυμαίνεται από εύκολο προς μέτριο και οι γρίφοι είναι λογικοί, με το μεγαλύτερο εμπόδιο να είναι όπως προείπαμε η επίτευξη του καλού τερματισμού.

Τεχνικά δεν είναι όλα ρόδινα. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μη σταθερά loading times, με την έννοια ότι μπορεί η επόμενη οθόνη να φορτώσει ακαριαία και άλλες φορές να χρειαστεί να περιμένουμε περί τα 10 δευτερόλεπτα, χρόνος που για τέτοιο παιχνίδι κρίνεται ως υπερβολικός.

Σε πολλές περιπτώσεις τα σημεία του περιβάλλοντος και τα αντικείμενα που μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε δεν εμφανίζονται, εκτός κι αν κοιτάξουμε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ειδικότερα, οι περισσότερες πόρτες ανοίγουν αν κοιτάξουμε μακρυά από αυτές και όχι προς αυτές. Έτσι, ο παίκτης έχει πάντα την αγωνία μην χάσει κάποιο hot spot επειδή τρέχει ή επειδή δεν κοιτάει σωστά, και έτσι να παίζει με το d-pad αριστερά δεξιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί κάτι υπάρχει ή όχι.

Συνεχίζοντας με τις ατασθαλίες, ενώ οι υπότιτλοι των διαλόγων είναι ευανάγνωστοι, τα γράμματα στο inventory είναι υπερβολικά μικρά. Αν παίζουμε σε portable mode με το Switch, τα γράμματα οριακά διαβάζονται. Τέλος, στα μέσα του πρώτου playthrough μας ανακαλύψαμε έντρομοι ότι το save μας είχε σβηστεί. Αυτό γιατί προβήκαμε στο μοιραίο ατόπημα να κλείσουμε το παιχνίδι για να βάλουμε λίγο το Zelda…

Όχι μόνο αυτό, αλλά πατήσαμε new game για να δούμε τι γίνεται, μήπως η επιλογή του load ήταν μέσα, αλλά αυτό χάλασε και το cloud backup μας και αναγκαστήκαμε να αρχίσουμε από την αρχή, έστω και τρέχοντας αφού γνωρίζαμε τις λύσεις. Επιφυλασσόμαστε μήπως κάναμε εμείς κάποιο λάθος, αλλά αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί αν το παιχνίδι είχε auto saves ή πολλαπλά save slots. Προφανώς για να μην μπορεί ο παίκτης να δοκιμάσει εναλλακτικές επιλογές εύκολα, οι δημιουργοί διάλεξαν τη λύση του ενός save file.

Βαδίζοντας προς το τέλος, ας μιλήσουμε για τον οπτικοακουστικό τομέα. Τα γραφικά μάς άρεσαν πάρα πολύ. Είναι καλοσχεδιασμένα, λεπτομερή και συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα του τίτλου.Τα χρώματα είναι αλλού έντονα, αλλού μουντά, ανάλογα με την περίσταση και τις καιρικές συνθήκες, τραβούν όμως αναμφισβήτητα το βλέμμα. Οι χαρακτήρες είναι σχεδιασμένοι με μια ιδιαίτερη τεχνοτροπία, καθώς, σε συνδυασμό με το απλό τους animation, μας θύμισαν λίγο τα cartoons των Monty Python. Σαφώς σχεδιαστική επιλογή με αρτιστικές βλέψεις.

Όσον αφορά τον ήχο, και εδώ τα πράγματα είναι ικανοποιητικότατα. Τα ηχητικά εφέ είναι πετυχημένα, η μουσική είναι ατμοσφαιρικότατη και τα voice overs ξεχωρίζουν για την γεμάτη συναίσθημα απόδοση των ηθοποιών.

Αυτό είναι με λίγα λόγια το Burnhouse Lane. Ένα horror adventure με καλή δυσκολία, εξαιρετική ατμόσφαιρα και μια ιστορία που θίγει δύσκολα και βαριά θέματα. Συνεχίζει το καλό σερί των δημιουργών του και θα περιμένουμε με αγωνία το επόμενο βήμα τους. Όσο για την Angie, η ιστορία της θα μείνει στη μνήμη μας για πολύ καιρό. Ακόμα κι αν δεν καταφέρουμε να δούμε το good ending, θα τελειώσουμε την ενασχόλησή μας με τον τίτλο αναλογιζόμενοι τη ματαιότητα ή μη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ή μήπως η ύπαρξή μας έχει αξία ακριβώς εξαιτίας της θνητότητάς μας; Τελικά η ζωή μας πράγματι είναι ένα Pleasant Shade of Gray που τραγούδησαν οι Fates Warning…

Το Burnhouse Lane κυκλοφορεί για PC από τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ για PS4, PS5, Switch, Xbox Series και Xbox One έγινε διαθέσιμο στις 23/6/23. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Switch, με review code που λάβαμε από τη Feardemic.

The post Burnhouse Lane | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα