«Όνειρο που με πονεί το κάθε τι που λείπει» του Μανόλη Πρατικάκη

00:57 5/3/2024 - Πηγή: Diastixo

[ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΑΣ ΒΑΘΙΑ ]

Ό,τι αγαπάς βαθιά τη ρίζα του έχει στην καρδιά σου.
Ό,τι αγαπάς βαθιά δεν έχει χρόνο. Κι όλα τα ρήματα
ανθίζουνε στον ενεστώτα.
Ό,τι αγαπάς είναι η μόνη σου περιουσία που σε δένει με το
μενεξεδί των πρωτοπλάστων.
Όμως το εκπορνευμένο μας πνεύμα, αποκομμένο από άξονα
και κέντρο, οφείλει να δοθεί στους καθαρμούς του Ακραγαντινού.
Με συνεχή σφυροκοπήματα κι οδυνηρές αποσβέσεις.
Με ζοφερή γονιμότητα και συνεχείς κλονισμούς για να ξαναβρεί
της πρωταρχικής του φύσης την ουσία.
Τον άρτο και τον ύμνο τής ακόμη αξόδευτης


κι αδαπάνητης νιότης.
Ό,τι ιερό και σταθερό χρησιμεύει σαν όρκος. Η φωτιά
κοιμάται ατάραχη μέσα στα ξύλα· για ένα μακρινό
φεγγοβόλημα. Ως την τρομερότερη απόσβεση
«κατά την του χρόνου τάξιν», φθέγγεται ο Αναξίμανδρος.

Σαν αετού φτερά λίγο πριν την ώρα του θανάτου
και είναι όλα αστραφτερά.

Το νερό γίνεται υδρατμός, χιόνι, βροχή· ανυψώνεται, αλλά
πάντα επιστρέφει στους υδροφόρους τους ορίζοντες·
καθώς τα ποτάμια γυρνάνε πάντα πίσω (κι ας λένε)
με μια στάση τους στον ουρανό.
Όλα μεταβάλλονται πάρεξ παραμένουν αμετάβλητα
«όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρημάτων χρυσός».
Ο όρκος που κρατιέται είναι η αρχή της αφθαρσίας
της ύλης. Η αρχή του ειδικού βάρους
ως σύνεση αυτοφυής. Ως βούληση αυτόφωρη.
Από πριν γνωρίσει το εκτόπισμα
καθρεπτίζει το σώμα σου και το θυμάται.

Είσαι εκείνο που σου επιστρέφει. Εκείνο που εκτοπίζοντας
σε υψώνει και σε κρίνει.

Ανασαίνει μια γόνιμη εκδίκηση μέσα στον εξευτελισμό.
Μια άπτερη δόξα, μέσα στη χαμέρπεια
που ετοιμάζει το δικό της υπερώον.

Για ιδέστε. Έγινε λουλούδι αιώνιο
στα χείλη του το κώνειο.
Αγαθό μνημείο εκεί που ο θάνατος
δεν μπορεί να ρίξει
στο κανναβάτσο τη ζωή.

Από εκεί που χλεύαζε τον θάνατο. Από εκεί
που πάει να πάρει παράμερα το δείπνο του.
Από εκεί ξημερώνει.

ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

(στον φίλο Μάνο Στεφανίδη)

Είμαι από καταβολής της φύσης. Με έναν νου άνθος·
κι από τη μέσα μου όψη είμαι τα μελίσσια.
Με ένα στόμα κρυστάλλινα νερά
να ξεδιψούν της ακοής οι μαύρες ρίζες.
Είμαι αυτοκράτορας ως εκεί που φτάνουν οι αισθήσεις μου
και ακόμα μακρύτερα, γιατί δεν έχω προκαταλήψεις.

Το ανέγγιχτο είναι η προέκταση των χεριών μου.
Το αθέατο η πείνα για τους άλλους οφθαλμούς: Η παρα-
ληρητική μας όραση – και ιδού που αναθρώσκει Εν-όραση.
Η θλίψη μου είναι μουσική. Η κάθε λέξη που γράφω αποκτά
βιολετί πτέρωμα στον ουρανό για της πλάσης τα στρουθία.
Το κάθε τι που λείπει είναι όνειρο με πονεί και το ζωγραφίζω.
Έτσι που συχνά το ίδιο το κενό θεονήστικο αρχινά να τιτιβίζει.
Και ιδού επιστρέφουν σαν πρόβατα (με ποιμένα κανέναν)
τα χαμένα χωρικά. (Ας έρθει λοιπόν
να κατακάψει εκείνο που πονούσα
σαρκωμένο στο χθες και καθόλου στο αύριο.)
Την ασάλευτη νύχτα που δεν ήμουν τ’ αναμμένα κεράκια:
αυτά του σκοταδιού τα λουλούδια.

Από ένα ράγισμα του ακουστικού μου κροτάφου ακούω
τους αντίλαλους ενός άλλου κόσμου. Παραλείπω τι Πόλκες
και τι Άριες έρχονται βραδάκι από το ανεκπλήρωτο.
(Είμαι δηλαδή είμαστε αυτή η εκκωφαντική και γεμάτη άλγος
έλλειψη – μυστικά συσσωρεύοντας πληρότητα και ανέλιξη.)
Νομίζω θα θυμάστε: Η αποσπασματικότητα είναι η μόνη
Ακεραιότητα. Το θραύσμα ως θαύμα πιστοποιεί το όλον.
Όπως το αλγεβρικό κλάσμα την γκαστρωμένη Ακεραία Μονάδα.
(Εξ Ενός πάντα και εκ πάντων Εν. Του λόγου δ’ εόντος
ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν, φθέγγεται ο
Εφέσιος από την αρχαιότητα.)

Είναι μυστικές βαλβίδες διαφυγής οι πανέμνοστες φαντασιώσεις.
Βιβλικές βαλβίδες με αφρώδη γέλια στον ενδόμυχο λέβητα,
όταν μας τρελαίνουν του βίου οι απίστευτες θερμοκρασίες.

Α! Πώς μας πάν’ σαν συννεφάκια να γνωρίσουμε την ανοιχτότητα!
Και ιδού μακρυμάλληδες άνεμοι ιππείς, με οξύαιχμα πέταλα
να ανοίγουν γρανιτένια μονοπάτια που ως τα χθες δεν ήταν…

Ακούστε: Τέρμα τα δικά σας και των άλλων.
Το δίκιο σας είναι το δίκιο μου με ανθισμένο Κώνειον.
Όπου κατοικείτε κατοικώ. Έτσι που κάθε στιγμή το κάθε
επιμέρους να ανάγεται σε οικουμενικότητα. Και ιδού πώς
διευρύνεται στο πνευστό στήθος μας το Σύμπαν.
Καταλάβατε τώρα γιατί είμαι Βραχμάνος; Πρωτοξάδελφος τού
Κρίσνα και ακριβώς συμπέθερος του Μποντιντάρμα;

Μόνο μέσα από την αναπηρία μπορούμε κάποτε να ξαναβρούμε
την αρτιμέλεια του Είναι μας.

~ ֍ ~

Όταν τα έργα και οι ημέρες μας αναβλύζουν από ένα τέτοιο
βάθος ζωής, τότε ζω θα σημαίνει: τροποποιώ κατά τι το
πεπρωμένο μου δηλαδή το πεπρωμένο μας.
Τότε που τα παλιά μας τραύματα θα ’ναι φωλιές λουλουδιών
επιστρέφοντάς μας το άρωμα ενός λησμονημένου κόσμου
από εκείνο το ανεκλάλητο έπος όπου ανασαίνουν οι χαμένες
ζωές των ανθρώπων.

ΝΗΣΟΣ ΧΡΥΣΗ

(στον Τάσο Γουδέλη)

Άμμος και πάλι άμμος. Με ελάχιστη πανίδα και χλωρίδα.
Εδώ έχουν όλα αυτοκρατορικό δικαίωμα στην τεμπελιά.
Κάαααααθονται στις αμμουδερές τους ξαπλωτούρες.
Τεντώνονται, αποταυρίζονται ή χασμουριούνται στο θείο χασομέρι.
Και ιδού το αγριόσυκο στο αργυρό του φεγγαριού ταψάκι
στραφταλίζει. (Μια τσιμπιά εσύ, μια το ερημοπούλι, μέσα
μας.) Σαν πανάρχαιο σκεύος από μπακίρινους τσιγγάνους
σμαλτωμένο. Γυρίζει από μόνος ο χερόμυλος. Κι αναλφάβητο
το τυλιγάδι τυλίγει τους ορίζοντες.
Θυγατέρες του πόντου μάς μεθούν με τ’ αλατένια μέλη
τους. Με την ευλύγιστη περπατησιά τους. Στις σχισμές
τους ευδοκιμούν θαλασσόχορτα. Στους ώμους τους φυτρώσαν στάμνες.
(Για μια στιγμή στη γαλάζια γαστέρα τους άστραψε ένα μικρό
δάσος κοραλλιών.) Εδώ λες όλα είχαν βγει μόλις
από την αστρική τους σάουνα. Βρε εδώ τα πράγματα
πορεύονται ακόμη από μόνα τους. Δεν είμαστε καλά.
Κάτισχνα αλλά μόνα τους. Νωχελικά και νυσταλέα
σε νυχτοήμερη σιέστα. Με διχτυωτές κάλτσες της άμμου
και φωσφορικά λυχναράκια στα σφυρά.
Εδώ γυμνόστηθες μας επισκέφτονται οι στιγμές.
Βγαίνουν απ’ τα θηκάρια τους σαν ξεσπαθώματα των
κρίνων. Βρε εδώ στα βάθη των δέντρων, πλαγιάζουνε
φωτιές προσδοκώντας κάποιο μακρινό φεγγοβόλημα.
(Α τι μεγάλη μητέρα η βραδυπορία.)
Κι όμως το ταπεινό αεράκι μες στο φτωχό καλάμι
διεκδικεί ευγενές στήθος. Κι ο πλάνης βίος, εκ γενετής
χτυπημένος με τον άνεμο – πώς αλλιώς θα του φύτρωναν
φτερά. Τους τρόπους της θάλασσας θυμάται, έχοντας
από καταβολής κατοχυρώσει την υγρή της επικαρπία. Εδώ
στο ξέφωτο. Στην αθόρυβη γιορτή της σιωπής. Μιλούν
τη γλώσσα των κυμάτων. (Ο βαθύς λόγος –θυμηθείτε– έρχεται
από τα ναυάγια.)
Βρε εδώ ακόμα και το πένθος υφαίνει το δικό του
πτέρωμα.

Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε το 1943 στο Μύρτος Ιεράπετρας, παραθαλάσσιο χωριό του Λιβυκού πελάγους. Έζησε εκεί ως τα δεκαοχτώ του. Είναι ψυχίατρος και μέχρι πρόσφατα διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Έχει εκδώσει δεκαεννιά ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία με διηγήματα και νουβέλες. Έχει γράψει, με τον Μάκη Μωραΐτη, δύο κινηματογραφικά σενάρια. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το 1999 εκπροσώπησε την Ελλάδα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου (μεταφράστηκε σε τρεις γλώσσες). Το 2003 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το νερό. Το 2008 βραβεύτηκε από την Παγκρήτια Ένωση Επιστημόνων. Το 2012 από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος δημιούργησε CD (Αθέατος σφυγμός) με κύριο κορμό έξι ποιήματά του από τη Λιβιδώ, και το 2001 το συμφωνικό έργο Η Συμφωνία της Ίασης πάνω στην ποίησή του (που ανέβηκε με επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής). Έργα του έχουν μελοποιήσει επίσης οι: Κώστας Στεφάνου (Το κονσέρτο της φύσης), Χαρά Παλαιολόγου (Κύματα φωτός), Παύλος Δασκαλάκης με σύγχρονες κρητικές μελωδίες.

Keywords
Τυχαία Θέματα