«Η θάλασσα στο έργο του Παπαδιαμάντη» της Νίκης Σαλπαδήμου

08:16 4/4/2021 - Πηγή: Diastixo

Η θάλασσα, μαγεύτρα και πλανεύτρα ξωθιά, δε θα μπορούσε να λείπει από το έργο του Παπαδιαμάντη. Η θάλασσα είναι η κυρίαρχη παρουσία στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, γεγονός το οποίο θεωρείται πολύ φυσικό, αφού ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, η Σκιάθος, είναι ένα μικρό νησί και η θάλασσα είναι η καθημερινή εικόνα – πραγματικότητα στα μάτια του κάθε Σκιαθίτη.

Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην παπαδιαμαντική θάλασσα παίρνοντας

μια μικρή γεύση από τον Τέλλο Άγρα, που γράφει χαρακτηριστικά: «Λοιπόν, η θάλασσα, αδελφέ! τιτλοφορεί κι ο αλησμόνητος Σπανδωνής το εγκωμιαστικό το άρθρο του για τον Παπαδιαμάντη, διαλαλώντας κι αυτός πως όσο για μας τους Έλληνες, ο Παπαδιαμάντης ανακάλυψε τη θάλασσα».

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ο Παπαδιαμάντης γεννημένος πλάι στη θάλασσα ζυμώθηκε με την αρμύρα της και μεγάλωσε ακούγοντας τη βουή και τον ρόγχο των κυμάτων, που φάνταζαν άγρια ξωτικά τις παγερές και άγριες νύχτες του χειμώνα. Τις πρώτες παρέες των παιδικών του χρόνων τις έζησε στ’ ακρογιάλια του νησιού του, πλατσουρίζοντας τα καλοκαίρια στα ρηχοτόπια. Η θάλασσα, όπως και πολλά άλλα αγαπημένα και γνώριμά του, ήταν βαθιά ριζωμένα μέσα στην ψυχή του. Ο Βαγγέλης Σκουβαράς γράφει ότι: «…Όταν κάποτε συναίνεσε ο αναποφάσιστος Παπαδιαμάντης να εκδοθούν τα πεζογραφήματά του, ο ίδιος τιτλοφόρησε τον Β’ τόμο “Θαλασσινά ειδύλλια”. Κι ακόμα μπορούμε να πούμε ότι η θάλασσα του Παπαδιαμάντη στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαδραμάτισε στη λογοτεχνία μας τον ίδιο ρόλο με τη θαλασσινή ζωή και αίσθηση που βρίσκουμε στο έργο του Καρκαβίτσα».

Πριν ταξιδέψουμε στη θάλασσα, που αποτύπωσε η γλαφυρή πένα του στο έργο του, ας δούμε με τα μάτια του Τέλλου Άγρα και του Ζήσιμου Λορεντζάτου πώς έβλεπαν οι συγκαιρινοί του αλλά και οι μετέπειτα τον κυρ Αλέξανδρο. Ο Τέλλος Άγρας υπήρξε ένας από τους καλύτερους αξιολογητές του παπαδιαμαντικού έργου και οι επισημάνσεις του έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα: «Ο Παπαδιαμάντης αγαπήθηκε πολύ περισσότερο από όσο ένας Ροΐδης κι ένας Βιζυηνός. Ο Παπαδιαμάντης λατρεύθηκε στην εποχή του όσο κανείς, αλήθεια, συγγραφεύς δε γνώρισε τη δική του δόξα. Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος καθαυτό διηγηματογράφος. Μα ο Παπαδιαμάντης ο απαράμιλλος! Στάθηκε θεληματικά του απόκοσμος και φτωχός – κι ίσως το δεύτερο εξ αιτίας του πρώτου. Μα ποτέ άδοξος…».

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έρχεται να συμπληρώσει τον Τ. Άγρα με τις νηφάλιες σκέψεις του: «Το άτομό του δε χρειάζεται προβολή, χρειάζεται μάλλον προφύλαξη και αποσιώπηση. Ησυχία. Από τη Σκιάθο έγραφε του Βλαχογιάννη: “ενοικίασα ένα πυργάκι υψηλόν, αγναντερόν, μαγευτικόν, όπου θα εργάζομαι”. Το αληθινό κλίμα του Παπαδιαμάντη είναι η ανωνυμία, αυτή που απόχτησαν, ύστερα από μεγάλο αγώνα, οι απρόσωποι τεχνίτες όλων των μεγάλων παραδόσεων, είτε σε Ανατολή είτε σε Δύση».

Το αληθινό κλίμα του Παπαδιαμάντη είναι η ανωνυμία, η απόσταση απ’ τον κόσμο, και κυρίως τον κόσμο της Αθήνας, που δεν τον γνωρίζει κι ούτε θέλει να τον μάθει, γιατί η ψυχή του ανήκει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εκεί ποθούσε να βρίσκεται και να ζει. Η αποδημία του από τον γενέθλιο τόπο, αναπόφευκτη για μια σειρά από λόγους, τον στρέφει στη μοναξιά και τη δημιουργία ενός έργου, που τον δόξασε, αλλά ο ίδιος δεν ενεδύθη ποτέ αυτή τη δόξα. Διότι οι σύγχρονοι του Παπαδιαμάντη αλλά και οι μετέπειτα, που είχαν διαβάσει ή είχαν ακούσει γι’ αυτόν, παρουσιάζουν μια εικόνα που δεν απείχε της πραγματικότητας: «Ένα άτομο που περπατούσε δισταχτικά στις φτωχογειτονιές της Πλάκας, της πλατείας Κουμουντούρου και του Ψειρή, φυγόκοσμο, που θαρρούσε αμαρτία να γίνεται λόγος, έστω κι επαινετικός γι’ αυτόν, όψη και ταπεινοσύνη πρόωρα γερασμένου επαίτη».

Ο φίλος του Γιάννης Βλαχογιάννης που τον γνώριζε καλά και με πολλή διακριτικότητα, από φόβο να μην τον προσβάλει, τον ενίσχυε οικονομικά, αφού πάντα του έλειπαν τα χρήματα, γράφει: «Η συνηθισμένη στάση του, άμα δε μιλούσε, ήταν ανθρώπου βυθισμένου όχι σε συλλογή ή σ’ αφαιρεμάδα, μα σε μακριά αναπόληση. Αυτοδίδακτος κι είχε διαβάσει τόσα, κι είχε δει τόσα και γνωρίσει… Πολύ έπρεπε να προσέχεις, άμα μιλούσε να μη διακόψεις άκαιρα, να μην πειράξεις ωμά, να μη δείξεις πως δεν προσέχεις. Όσο σεβότανε τον εαυτό του, έπρεπε και συ να τον σέβεσαι. Κι είχε μεγάλη ιδέα, ήξερε το τι άξιζε. Λογικός και μετρημένος σ’ όλα του… Ένα απ’ τα γερότερα κεφάλια που έδωσε η στείρα νεοελληνική γη. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε αδιαφορώντας τέλεια, αν η κοινωνία των ασήμαντων ή μοχθηρών συγχρόνων του τον αγνοούσε ή τον παρεγνώριζε…». Ο Κώστας Βάρναλης υπογραμμίζει κι εκείνος την εσωστρέφεια και τη δημιουργική πραγματική ζωή του: «Μακριά απ’ όλους τους πελάτες, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα, στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο».

{jb_quote} Στο πλούσιο έργο του Παπαδιαμάντη η θάλασσα, γαλήνια ή μανιασμένη, απεικονίζεται με τις σπάνιες λέξεις, που μόνον εκείνος γνώριζε ότι θ’ απέδιδαν όλους τους μετασχηματισμούς της μορφής και του βάθους της. {/jb_quote}

Ο Παπαδιαμάντης μπορεί να ταξιδεύει με τον νου και την ψυχή του σ’ άλλα ταξίδια κι όχι σ’ αυτά των θαλασσοδαρμένων νησιωτών, παρά ταύτα όμως γνωρίζει καλά τους συμπατριώτες του, που ζουν σ’ έναν μικρό τόπο περίκλειστο από θάλασσα. Τούτος ο τόπος δεν μπορεί ούτε να τους θρέψει καλά καλά, πόσο μάλλον να τους εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Οι πιο ανήσυχοι και αποφασιστικοί παίρνουν τον δρόμο της θάλασσας, ένας δρόμος ολάνοιχτος και προκλητικός απ’ τα πανάρχαια χρόνια, σπαρμένος με υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τις φαμίλιες τους. Τ’ αρσενικά μόλις ξεπεταχτούν λίγο, πριν ακόμα κλείσουν τα δεκαπέντε τους, ρίχνονται στη θαλασσινή περιπέτεια σα να πρόκειται για το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Το μπάρκο γίνεται το σπίτι τους και συνηθίζουν να ζουν πιο πολύ παρέα με τον θάνατο παρά με τη ζωή. Όλα αυτά τα γνωρίζει καλά ο κυρ Αλέξανδρος, είναι κομμάτι και της δικής του ζωής. Κι όταν φτάνουν τα κακά μαντάτα για τους πατεράδες, τ’ αδέλφια και τους συζύγους που χάθηκαν στη θάλασσα και το νησί βυθίζεται στο πένθος και στη μαυρίλα του θανάτου, τότε η θλίψη αγγίζει ως τα κατάβαθα την ψυχή του. Και πώς εκείνος να ξορκίσει τούτο το κακό, πώς ν’ ανοίξει μια χαραμάδα ελπίδας; Δύσκολο να παρηγορηθούν οι χαροκαμένοι και οι απορφανισμένοι, όσο κι αν επιθυμεί ο συγγραφέας να αμβλύνει με την πένα του τις επώδυνες καταστάσεις. Ωστόσο, σκιαγραφεί με απαράμιλλη τέχνη τις οδυνηρές προσπάθειες των συμπατριωτών του στην αναμέτρησή τους με τη θάλασσα. «…και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς. Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του απέκτησε αμοιβαδόν σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλι φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίους επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν του έμενεν άλλον τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος…». Το απόσπασμα διηγήματος από τα Θαλασσινά ειδύλλια περιγράφει τις προσπάθειες των συμπατριωτών του να βελτιώσουν τη ζωή τους. Κάποιοι τα κατάφερναν και έφτιαχναν τη θαλασσινή περιουσία τους, που ποτέ όμως δεν την όριζαν, δεν ήταν απόλυτα δική τους, όπως ακριβώς συνέβη και με τον μπαρμπα-Διόμα. Τα έχασε όλα είτε από φιλότιμο να βοηθήσει φίλους είτε από καταστροφική συγκυρία. Στα δύσκολα, στα γεράματά του, δεν του έμεινε τίποτε άλλο για τον βιοπορισμό του παρά μόνο μια βάρκα. Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής πήγαν χαμένοι, βούλιαξαν στον πάτο της θάλασσας.

Σ’ αυτό το σημείο η εύστοχη άποψη του Ν. Τωμαδάκη επιβεβαιώνει τον ρόλο της θάλασσας στο έργο του Παπαδιαμάντη: «Εκείνο το οποίον έθελγε τους συγχρόνους του υπήρξεν ο παράδοξος κόσμος τον οποίον εισήγαγε εις την Τέχνη, όχι μόνον οράματα, μαγείας, αγίους, όνειρα, αλλά και πολλήν θάλασσαν, ναυτικούς θαλασσοδαρμένους, χήρας τηκομένας και απορφανισθείσας από γονείς, συζύγους και τέκνα, ακριβώς λόγω των τρικυμιών και της αγριότητας του πόντου…». Και στο παρακάτω απόσπασμα διηγήματος από τα Θαλασσινά ειδύλλια αποτυπώνονται με τον πιο τραγικό τρόπο οι προαναφερθείσες απόψεις του Ν. Τωμαδάκη. «Την ογδόην ημέραν από της εκδρομής των, τα πτώματα των δύο πνιγμένων ηλιεύθησαν πλησίον ερήμου ακτής. Το τρίτον δεν ευρέθη. Ω, τις θα διηγηθή τα συναξάρια των θαλασσομαρτύρων τούτων, των βιοπαλαιστών, των αξίων παντός οίκτου και συμπαθείας; Κατά παν έτος η θάλασσα μας ζητεί το θύμα της. Φρίκη και πένθος διαχύνεται ανά την μικράν μας νήσον. […] η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίουσα όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον: “Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου…”». Δεν πήγε μαζί τους, σώθηκε το παιδί, αλλά έμεινε πεντάρφανο, να πορευτεί μόνο του στη ζωή, αφού ο μόνος προστάτης του, ο πατέρας του, είχε πνιγεί.

Από τα Θαλασσινά ειδύλλια είναι και το παρακάτω απόσπασμα, στο οποίο ο μέγας διηγηματογράφος αναδεικνύει τις πίκρες, τα βάσανα και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν όλοι οι θαλασσινοί. «Ο μπαρμπ’ Αλέξης ο Καλοσκαιρής δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος διά να πηδήση εις τον άλλον κόσμον, είχε το ιδικόν του. Καλά που ευρέθη και αυτό το υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος διά να θαλασσοπνίγεται και να πορίζηται τα προς το ζην ο μπαρμπ’ Αλέξης. Ήτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενιτειά κι εταξίδευε με ξένα καράβια, καμίαν προκοπήν δεν είχε ιδεί. Άλλοι σύντροφοί του απέκτησαν σκούνες και βρίκια και δυο τρεις μάλιστα ευρίσκοντο με μπάρκα. Και αυτός δεν είχε το σήμερον ουδ’ ένα κότερο, μόνον ήτο ηναγκασμένος μ’ αυτήν την παλιόβαρκα ν’ αγωνίζεται να πορισθή τον άρτον της οικογενείας του». Ο μπαρμπα-Αλέξης δηλαδή έδινε τον καθημερινό αγώνα του για ζωή παρέα με τον θάνατο, αφού το καΐκι του ήταν «υπόσαθρον, σκυλοπνίχτης». Στη ξενιτιά και στα μπάρκα που τα έφαγε με το κουτάλι, προκοπή δεν είδε. Γιατί δυστυχώς η τύχη δε χαμογελά σε όλους, όσοι αγωνίζονται και παίρνουν τα πέλαγα για ένα καλύτερο μέλλον. Η τύχη είναι τσιγκούνα, ιδιότροπη κι εκεί που νομίζεις πως την έχεις πάρει με το μέρος σου, ξαφνικά σου γυρνά την πλάτη και εξαφανίζεται. Ο κακότυχος παρά ταύτα αγωνίζεται, δεν παραδίνεται μοιρολατρικά στις αντιξοότητες, πασχίζει να σταθεί στα πόδια του και να μη γυρίσει στο νησί του όπως έφυγε, γιατί θα κουβαλά μια ζωή την ντροπή της αποτυχίας του. Ο μπαρμπα-Αλέξης όμως έπρεπε να πορευθεί στη ζωή του όχι με προσδοκίες, αλλά με πράξεις. Δεν ήταν μόνος, είχε μια οικογένεια, που περίμενε να ζήσει έστω κι απ’ αυτό το σαπιοκάικο.

Μερικές φορές η θάλασσα δείχνει και το καλό της πρόσωπο, φανερώνει τους κρυμμένους θησαυρούς της, δώρα στους ανθρώπους, όπως διαπιστώνουμε στο παρακάτω απόσπασμα ενός ακόμη διηγήματος του κυρ Αλέξανδρου: «Έπλεε συχνά εις τα νερά της Μαυρομαντηλούς, τρέφων παράδοξον στοργήν προς τον μονήρη τούτον βράχον, όστις μόλις ανέτεινε την κορυφήν υπέρ τον αφρόν του κύματος ως κολυμβητής κεκμηκώς και αναπαυόμενος ύπτιος επί των κυμάτων. Εγνώριζε όλα τα άντρα και τα μυστήρια του βράχου αυτού, όπου ανακάλυπτε θαλασσίους θησαυρούς, αστακούς και καραβίδας, υπερφυείς το μέγεθος, και κογχύλας και πεταλίδας και άλλα ακόμη ηδύγευστα όψα».

Αυτά τα δώρα όμως είναι για τους λίγους, γι’ αυτούς που έχουν εξασφαλίσει όχι μόνον τον «άρτον τον επιούσιον», αλλά πολύ περισσότερα για τους ίδιους και τη στενή, πολυμελή ως επί το πλείστον, οικογένειά τους. Για τους πολλούς η θάλασσα είναι ο δυνατός μαγνήτης, που τους τραβά, εκόντες άκοντες, να πορευθούν μαζί της, για να συναντήσουν την τύχη τους.
Στο πλούσιο έργο του Παπαδιαμάντη η θάλασσα, γαλήνια ή μανιασμένη, απεικονίζεται με τις σπάνιες λέξεις, που μόνον εκείνος γνώριζε ότι θ’ απέδιδαν όλους τους μετασχηματισμούς της μορφής και του βάθους της.

Δεν είναι εύκολο σε μια αρθρογραφική απόπειρα να καλυφθεί το τεράστιο εύρος της παπαδιαμαντικής θαλασσογραφίας. Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε ν’ αναφερθούμε και στη Φραγκογιαννού, πρωταγωνίστρια του έργου του Η Φόνισσα, σημειώνοντας ότι ακόμη κι εκείνη δεν παραδόθηκε στη δικαιοσύνη για να πληρώσει για τα φονικά της. Αφέθηκε στην αγκαλιά και τη σκέπη της θάλασσας, στον ήρεμο βυθό της, στον οποίο βρήκε τη γαλήνη το τυραννισμένο της κορμί.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η κάθε απόπειρα του όποιου αρθρογράφου να προσεγγίσει ένα μικρό κομματάκι, απ’ αυτά που αποτύπωνε η πένα του Παπαδιαμάντη, είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος να μην αποτυπωθεί στο χαρτί αυτό που κλείνει στην καρδιά του ο αρθρογράφος, δηλαδή τον απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό στον μέγιστο δημιουργό Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Keywords
θαλασσα, η καθημερινή, για μας, το νησι, βιζυηνός, αθηνα, θλίψη, ήτο, κινηση στους δρομους, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, Καλή Χρονιά, τελος του κοσμου, αμα, κοινωνια, θλίψη, δωρα, καθημερινη, νησι, ξωτικα, ονειρα, οψη, σκιαθος, τυχη, υγεια, αγκαλια, αρθρο, ανθρωπος, αξιζε, ατομο, βαρναλης, βιζυηνός, βρισκεται, γεγονος, γευση, γινεται, γονεις, δακρυα, δευτερο, δυστυχως, δικη, δειχνει, δοξα, δρομος, εγχειρημα, ευκολο, εποχη, επρεπε, ερχεται, ετος, εφυγε, τεχνη, ζωη, ζωης, ιδεα, ιδιο, η καθημερινή, ησυχια, ήτο, εικονα, κλιμα, λειπει, λογοτεχνια, μακρια, μαντατα, ματια, μικρο, μοναξια, μυστηρια, ντροπη, παντα, οικογενεια, οραματα, παιδι, παπαδιαμαντης, πενθος, πιο πολυ, προστατης, ψυχη, ρολο, σειρα, σκεψεις, σπιτι, ταξιδια, φυσικο, φτωχος, χηρας, ωμα, ανηκει, φιλοι, για μας, κομματι, καρδια, κωστας, λεξεις, μεινει, ναυτιλος, πενα, ποδια, ταξιδι, θαλασσινα, χερια
Τυχαία Θέματα