«Μικρό διήγημα ηρωικό» του Αλέξανδρου Βαλκανά

08:16 4/4/2021 - Πηγή: Diastixo

Με έναν καφέ στο χέρι και το σακίδιο στην πλάτη τρύπωνε σαν τον κλέφτη στην άδεια πλατεία. Σε κάποια παγκάκια είχαν ήδη περάσει από τη μία άκρη ως την άλλη απαγορευτικές κορδέλες ασπροκόκκινες. Ευτυχώς, είχε εντοπίσει ένα ελεύθερο ακόμα καλά κρυμμένο πίσω από μια ιτιά. Πρασινάδες αναρριχητικές την τύλιγαν ένα γύρω φτιάχνοντας ένα τείχος που έκοβε τη θέα από τον δρόμο. Έφυγε τρεχάτος κατά κει.

Ξεκρέμασε από το ένα αυτί τη μάσκα του, κατέβασε δυο ρουφηξιές, την ξαναφόρεσε. Έριξε μια ματιά στο κινητό του. Είχε ένα τέταρτο μέχρι το ραντεβού. Άνοιξε το καπάκι, φύσηξε και πήρε άλλη μία

καταψιά. Δύο δυνατά βηξίματα παραλίγο να τον κάνουν να χύσει τον καφέ πάνω του. Πετάχτηκε από το παγκάκι κι αναζήτησε τον αίτιο. Ψυχή, ούτε στην πλατεία ούτε στους πέριξ δρόμους. Μπα, η ιδέα του θα ’ταν. Με αυτή την καινούργια ίωση όλοι είχανε γίνει κάπως νευρικοί. Ξανακάθισε. Στην παρανομία λοιπόν αλλά και πού να πήγαινε, όλα τα μαγαζιά με τραπεζοκαθίσματα κλειστά κι από τον νόμο. Χωρίς κόσμο, το μικρό πάρκο έμοιαζε μικρογραφία ειδυλλιακού τοπίου, τα ψηλά δέντρα και το αεράκι να σφυρίζει ανάμεσα στα μακριά κλαδιά, φύλλα κίτρινα και αθέατα πουλιά, ταξίδευε το μυαλό του σε ξέγνοιαστες εκδρομές. Κάποια στιγμή την είδε. Μπροστά του στα τριάντα βήματα ήταν στημένη μία προτομή. Σηκώθηκε, πήγε κοντά και διάβασε: Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήρωας του ’21. Ο γλύπτης τον είχε όμορφα αποδώσει, με τα μαλλιά να χύνονται δεξιά κι αριστερά κάτω από το φέσι, το κεντητό γιλέκι και τη φοβιστική πιστόλα σφηνωμένη μέσα στο ζωνάρι. Κάτι στο βλέμμα όμως του αφαιρούσε κάμποση αγριάδα. Πρόσεξε από κάτω τις χρονολογίες: 1782-1827. Χαμογέλασε με το παιχνίδι των αριθμών, σκέφτηκε το δικό του έτος με εκείνο το διπλασιασμένο είκοσι που μέχρι τότε μόνο τα κακά έφερνε διπλά και τρίδιπλα, πανδημία, επαπειλούμενες συρράξεις, σεισμούς και καραντίνες. Βρισκόμαστε σε πόλεμο, διατυμπάνιζαν οι απανταχού ηγέτες του κόσμου και οι κάτοικοι του πλανήτη ελεύθεροι πολιορκημένοι. Αν και ο εχθρός κορονοϊός είχε προ πολλού περάσει μέσα από τα τείχη.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Στη βάση της προτομής κάποια τούβλα στην ίδια επάργυρη απόχρωση είχανε φύγει από τη θέση τους. Ήταν και δυο-τρία σκόρπια λίγο πιο πέρα. Φαίνεται κάποιοι άταχτοι μικροί παλίκαροι ροκάνιζαν εκ βάθρων το μνημείο κάνοντας τη δική τους επανάσταση. «Τι χαλεύεις εκεί κάτου, ωρέ ζαγάρι;» Η φωνή ήρθε από ψηλά κι αντήχησε μεταλλική στ’ αυτιά του. Πισωπάτησε λίγα βήματα. Ο ήρωας τον περιεργαζόταν παραξενεμένος. «Τι είναι τούτα τα μασκαριλίκια, ωρέ;» Το χέρι του ακούμπησε ασυναίσθητα τη μάσκα στο πρόσωπό του. «…Για το καλό του τόπου, στρατηγέ μου». Ο στρατηγός συνέχισε να τον μετράει λίγες στιγμές ακόμα βλοσυρός, σα να μην πειθόταν. Μετά κάπως μαλάκωσε την όψη του: «Ε, άμα είναι για το καλό της πατρίδας». Ύψωσε το περήφανο κεφάλι με τις μουστάκες που άνοιγαν απλόχωρες περισπωμένες και ατένισε πέρα μακριά, κατά τον Σαρωνικό. Ο νους του σκοτισμένος με την επικείμενη μάχη του Φαλήρου. Τις διαφωνίες με τους ξένους αξιωματικούς, που η κυβέρνηση του είχε καθίσει με το στανιό στο σβέρκο, τους ακροβολισμούς των Τούρκων, την πολιορκία της Ακρόπολης. Πόλεμος σωστός εκείνος, όχι αόρατος. Να το ’ξερε άραγε πως η μοίρα του τον περίμενε εκεί, άγραφη ακόμα η τελευταία σελίδα; Και τι μ’ αυτό; Ο Γιος της Καλογριάς είχε ανέβει από μικρός κλέφτης στα βουνά, αρματολός πιο ύστερα και τώρα αρχιστράτηγος, με κοφτερό μυαλό και πάνοπλος, δεν τονε τρόμαζε η μάχη. Ούτε η αρρώστια. Μαθημένος ήταν απ’ τη φθίση, δεν τον εμπόδισε να φτάσει ως εκεί. Να γίνει μία άξια προτομή.

Ξάφνου, τον στρατηγό τον έπιασε άλλη μια από τις γνωστές του κρίσεις. Άρχισε να βήχει, στην αρχή πιο μαλακά μα όσο πήγαινε ηχηρά κι απανωτά, βρόνταγε ο τόπος απ’ τα κανόνια των πνευμόνων του. Τότε τον έπιασε τον λαθραίο ο πανικός. Γύρισε να φύγει αλαφιασμένος, σκόνταψε σ’ ένα πεσμένο τούβλο και πώς το ’παθε, του κόπηκε η μάσκα. Κατάφερε κακήν κακώς να φτάσει στο παγκάκι, μάζεψε τα πράγματα και πήρε φουριόζος να ροβολάει την πλατεία πέρα, για το δικό του τ’ άγνωστο. Ξαρμάτωτος εκείνος. Παντελώς.

Ο Αλέξανδρος Βαλκανάς γράφει θέατρο, διηγήματα και πεζοποιήματα. Απόφοιτος Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και ζει στην Αθήνα.

Keywords
Τυχαία Θέματα