Bruno Doucey: «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις»

Ο Μπρούνο Ντουσέ, Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και εκδότης, γεννήθηκε το 1961 και το 2010 ίδρυσε τον δικό του εκδοτικό οίκο, για να υπηρετήσει τις αξίες της ελευθερίας και της αντίστασης εναντίον του κάθε δυνάστη. Με την Ελλάδα τον συνδέει ο Γιάννης Ρίτσος, του οποίου έχει εκδώσει εφτά ποιητικές συλλογές σε δίγλωσση έκδοση. Στην Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου βρήκε μια δεύτερη πατρίδα και σ’ αυτή τη δεύτερη πατρίδα αφιερώνει το βιβλίο του με τον αισιόδοξο τίτλο-στίχο
του Ρίτσου, Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις. Στα χρόνια της νιότης μας, που ελπίζαμε ακόμη στα όνειρα και τον είχαμε κάνει σύνθημα, τον απαγγέλλαμε και τραγουδούσαμε ολόκληρο το απόσπασμα, για να φτάσουμε στο αισιόδοξο μήνυμα:

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις – εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,

Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Ο Μπρούνο Ντουσέ υφαίνει τον μύθο του, συμπλέκοντας υφάδια από ποικίλες ιστορικές στιγμές. Συνθέτει βιβλίο με τα πάθη της ρωμιοσύνης, εκείνα που ο Ρίτσος έκανε στίχους και ο βάρδος της μουσικής Μίκης Θεοδωράκης τραγούδια, που ξεσήκωσαν την ελληνικό λαό κι ολόκληρο τον κόσμο.

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, έχει καταθέσει ο άλλος μεγάλος μας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, στο ποιητικό μας θησαυροφυλάκιο. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω, συμπληρώνει και ο άλλος μεγάλος της αγίας ποιητικής μας τριάδας, ο Οδυσσέας Ελύτης.

Στο βιβλίο του ο Ντουσέ, αντί για μότο, παραθέτει τον παρακάτω διάλογο:

– Το όνομά σου!
– Γιάννης Ρίτσος.
– Ο συγγραφέας;
– Ναι, εγώ είμαι.
– Πόσων χρονών είσαι;
– Πενήντα οχτώ… σε δύο μέρες.
Ο αξιωματικός σωπαίνει για μια στιγμή
Πρωτομαγιά είσαι γεννημένος; Α! Παλιοκομμουνιστή.

Ο «παλιοκομμουνιστής», ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας κυνηγάει και πάλι…

Το πρώτο εκτός κυρίου θέματος κεφάλαιο του βιβλίου κάνει κάδρο, ας πούμε, στο κυρίως θέμα. Μια ομάδα παιδιών, προσφυγάκια, παίζουν κρυφτό στο «Χοτσπότ»· είναι η καινούρια λέξη που μαθαίνουν τα παιδάκια στα χαλάσματα και με τους γονείς μέσα στο συρματόπλεγμα.

{jb_quote} Στην Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου βρήκε μια δεύτερη πατρίδα και σ’ αυτή τη δεύτερη πατρίδα αφιερώνει το βιβλίο του. {/jb_quote}

Και ο φακός κάνει φλας μπακ για να παρακολουθήσει μια άλλη ομάδα ανθρώπων, νέων και ωρίμων, που τους οδηγούν σε ένα πλοίο για να τους επιβιβάσουν για κάποιο νησί εξορίας. Ένας από αυτούς μέσα στο σκοτάδι της προκυμαίας αναγνώρισε το σχήμα της γυναίκας του και της φωνάζει: «Σ’ αγαπώ, Μαρία! Σ’ αγαπώ!». Τίποτε άλλο, γιατί ο στρατιώτης τον πυροβόλησε κι η θάλασσα τον κατάπιε…

Ο φακός πάλι μετακινείται. Τώρα μπαίνει στο γραφείο του. Εκείνος μαζεύει αποκόμματα από εφημερίδες. Θα συναντηθεί στο Maison de la Mutualité με Έλληνες συγγραφείς εξόριστους και θα μιλήσουν για το πραξικόπημα, την καταστολή και τα βασανιστήρια, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό. «Εκείνη την ημέρα… Αχ! Δεν την ξέχασα ποτέ», γράφει ο Ντουσέ, ο οποίος φυσικά βρίσκεται πίσω από το αφηγηματικό εγώ και το υλικό των εκδηλώσεων συμπαράστασης, τα αποκόμματα των εφημερίδων, τα ποιήματα και ό,τι άλλο που θα καταλήξει σε ένα βιβλίο μνήμης και τιμής στον Γιάννη Ρίτσο. Παράλληλα με την ιστορία και την απαραίτητη για την περίσταση μυθοπλασία, ζυμωμένη με αλήθεια, ρεπορτάζ και βιώματα, θα μας ξεναγήσει στην ιστορία όπως ο ίδιος την έζησε και όπως η Φωτεινή, μια σύγχρονη φεγγαροντυμένη φοιτήτρια από το Ηράκλειο της Κρήτης, που ερωτεύτηκε, του αναδιηγήθηκε. Το βιβλίο θα έχει τίτλο: Η Μαύρη Βίβλος της Δικτατορίας στην Ελλάδα.

Ο αφηγηματικός φακός στρέφεται πάλι στο πλοίο με τους εξόριστους, σαν φαντάσματα της μνήμης αναδύονται κάποιοι άλλοι του 1948. Τους πηγαίνουν στη Μακρόνησο, «το ηθικό αναμορφωτήριο, στο οποίο η κομμουνιστική ιδεολογία πρέπει να εξοντωθεί».

«Μακρόνησος… Μια ραχοκοκαλιά χωρίς νερό, χωρίς σκιά. Βράχος σφυρηλατημένος από τον ήλιο. Πέτρες σπασμένες, θρυμματισμένες, μετατοπισμένες. Πέτρες κάτω από τα πόδια και μέσα στην καρδιά. Η Μακρόνησος και η τυφλή βία στα μυαλά και στα σώματα. Οι σύντροφοι που βασανίζονται. Οι σοροί τους μέσα στη σκόνη».

Εκεί, ο Άρης Φακίνος, ο Κλεμάν Λεπίδης, ο Κλοντ Ντιράν. Ο πρώτος μιλούσε με πάθος για λογοτεχνία, μουσική, ιστορία και πολιτική. Είχε διδάξει στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Καλαμάτα και στην Κρήτη. Αλλά και οι άλλοι, ο καθένας με τη δική του παρόμοια περιπέτεια, από άλλη γη και εποχή. Ο συγγραφέας λέει πως ο Φακίνος τού άνοιξε τα μάτια, ο Ντιράν τού μίλησε για τον Ρίτσο και η Φωτεινή τού απάγγελλε ποιήματά του… Είχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο· ποιος ξέρει σε ποιο στρατόπεδο είναι τώρα. Ο Ντιράν είχε φυλάξει την εφημερίδα της 28ης Φεβρουαρίου 1957, όπου ο Αραγκόν έλεγε πως ο Ρίτσος ήταν «τεράστια αξία» και ότι «Πρέπει να υποκλιθούμε μπροστά στον Ρίτσο, και να το βροντοφωνάξουμε, είναι ένας από τους πιο σπουδαίους και πιο ξεχωριστούς ποιητές του καιρού μας».

Το νησί όπου φτάνουν οι «ταξιδιώτες» του πλοίου είναι η Γυάρος, τόπος εξορίας από τα ρωμαϊκά χρόνια και «κέντρο ιδεολογικού αποχρωματισμού» στα δικά μας. Ο Ρίτσος ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος των κρατουμένων. Ζωγραφίζει βότσαλα, γράφει στίχους, διευθετεί το τρύπιο αντίσκηνο και τον χώρο όπου θα μείνει στο εξής. Μια άλλη Πρωτομαγιά, αυτή του 1936 αναδύεται στη μνήμη, ένας άλλος Επιτάφιος, μια άλλη μέρα Μαγιού…

Τι έκανε η Φωτεινή την 21η Απριλίου; Γιατί ήταν ντυμένη αγόρι; Πώς έληξε η διαδήλωση στο Ηράκλειο; Αγνοείται… Οι φήμες τρέχουν, πολιτικοί άνδρες συλλαμβάνονται. Στην Αθήνα πάντως στις 6 το πρωί συνέλαβαν τον Ρίτσο, καθηγητές χάνουν την έδρα τους, φοιτητές αποβάλλονται από τις Σχολές τους… Ο Μάης του ’68 τον βρίσκει στη Λέρο, νησί καταφύγιο, νησί των τρελών. Ο Θεοδωράκης τού μηνύει να γράψει κάτι ανάλογο με τον Επιτάφιο.

Έτσι, παλινδρομώντας, ο Ντουσέ δραματοποιεί τα επεισόδια της Ιστορίας, διαπλέκει παλιές και νέες πληγές, κάνει τα πράγματα να αναπηδούν μέσ’ απ’ τη θάλασσα της μνήμης, όπως και τα προσφυγάκια του Χοτσπότ.

Ο Μπρούνο Ντουσέ έγραψε το συναξάρι της Ελλάδας και του ποιητή της, Γιάννη Ρίτσου, με την εικόνα του στο εξώφυλλο σε μια ξερολιθιά να ατενίζει το πέλαγος, από όπου χωρίς να το ξέρει θα ξεπηδήσουν οι βάρκες με τις νέες πληγές πάνω από τις παλιές.

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
Bruno Doucey
μετάφραση: Κατερίνα Γούλα
Κέδρος
σ. 216
ISBN: 978-960-04-5390-4
Τιμή: 15,50€

Keywords
Τυχαία Θέματα
Bruno Doucey,