Πόθεν έσχες: Οι παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας για το νομοσχέδιο



Κοινοποιήθηκε η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής σχετικά με το νομοσχέδιο για το «πόθεν έσχες», το οποίο συζητείται σήμερα στην Ολομέλεια.

Η Υπηρεσία θέτει τους προβληματισμούς της σχετικά με την υποχρέωση της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αφορά και την περιουσιακή κατάσταση των προσώπων με τα οποία οι υπόχρεοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., την υποχρέωση δήλωσης ακόμα και αν οι δύο σύζυγοι τελούν σε διάσταση, την περίοδο

διατήρησης των δεδομένων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων κ.ά.

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

«Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις»

Ι. Γενικές παρατηρήσεις

Α. Το φερόμενο προς συζήτηση και ψήφιση νομοσχέδιο, όπως διαμορφώθηκε από τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, αποτελείται από δεκαεπτά (17) άρθρα και περιλαμβάνει δύο Παραρτήματα (Παράρτημα Ι «Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης/Οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης/Κατάλογος Πινάκων Παραμετρικών Τιμών/Πίνακες Παραμετρικών Τιμών», και Παράρτημα ΙΙ «Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων»).

Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση, ιδίως, του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων».

Οι κυριότερες αλλαγές που προτείνονται επί του νομοθετικού πλαισίου περί δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, είναι οι εξής:
- η υποχρέωση της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αφορά την περιουσιακή κατάσταση και του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης (άρθρο 1 παρ. 1 του νομοσχεδίου άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003).
- διευρύνονται οι κατηγορίες των υποχρέων σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά τους προέδρους και τους διαχειριστές των σχολικών επιτροπών (άρθρο 1 παρ. 2 του νομοσχεδίου), τους γενικούς διευθυντές των υπουργείων (άρθρο 1 παρ. 3 του νομοσχεδίου), τους εκδότες ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας (άρθρο 1 παρ. 6 του νομοσχεδίου), τους αναπληρωτές των προϊσταμένων των Δασαρχείων και των Δασονομείων (άρθρο 1 παρ. 8 του νομοσχεδίου), τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη και τους εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων, των Συμβουλίων, Περιφερειακών Συμβουλίων και του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, των Συμβουλίων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και των Κεντρικών Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων (άρθρο 1 παρ. 10 του νομοσχεδίου), και άλλες κατηγορίες προσώπων,
- οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υποχρεούνται σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης επί τρεις (αντί μίας, κατά την ισχύουσα ρύθμιση) περαιτέρω χρήσεις, μετά το έτος της απώλειας της ιδιότητας ή της λήξης της θητείας (άρθρο 1 παρ. 14 του νομοσχεδίου άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3213/2003),
- εισάγεται μεταβατική ρύθμιση για την αναδρομική υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (άρθρα 1 παρ. 14 και 10 του νομοσχεδίου),
- ως προς τα αναπληρωματικά μέλη των συλλογικών οργάνων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, η υποχρέωσή τους προς δήλωση περιουσιακής κατάστασης ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν τυπικώς παραστεί σε συνεδριάσεις του οργάνου (άρθρο 1 παρ. 18 του νομοσχεδίου άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 3213/2003),
- η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας (και όχι κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης, όπως ορίζει η ισχύουσα ρύθμιση) (άρθρο 2 παρ. 1 του νομοσχεδίου άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. α' εδάφ. β' του ν. 3213/2003),
- η υποχρέωση δήλωσης μετρητών (πλην των μετρητών που είναι κατατεθειμένα σε λογαριασμούς πιστωτικών ή τραπεζικών ιδρυμάτων) και κινητών πραγμάτων ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι τα δεύτερα υπερβαίνουν τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ και σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ κατ' αξίαν, αντιστοίχως (άρθρο 2 παρ. 3 του νομοσχεδίου),
- η δηλούμενη αξία των κινητών συνοδεύεται (είτε, όπως ορίζει η ισχύουσα ρύθμιση, από τα παραστατικά της αγοράς τους, είτε από τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά, είτε) από εκτίμηση της εμπορικής αξίας τους από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών (άρθρο 2 παρ. 3 του νομοσχεδίου άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. α' στοιχ. v. και vi. του ν. 3213/2003),
- επεκτείνεται και στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς η υποχρέωση δήλωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων προς πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα και κάθε οφειλής άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., τέλη προς Ν.Π.Δ.Δ. και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 2 παρ. 4.α. του νομοσχεδίου άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. α' στοιχ. ix. του ν. 3213/2003),
- ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης οφείλει να δηλώσει τα περιουσιακά στοιχεία και του εν διαστάσει συζύγου, ο δε εν διαστάσει σύζυγος οφείλει να εγκρίνει τη δήλωση του υποχρέου, εφαρμοζομένης, σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του, ειδικής διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του οργάνου ελέγχου (άρθρο 2 παρ. 5 του νομοσχεδίου άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. γ' του ν. 3213/2003),
- εξαιρούνται από τη δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο (για όσες κατηγορίες προσώπων αφορά η ρύθμιση περί δημοσιοποίησης) τα τμήματα των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που αφορούν μετρητά άνω των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ (πλην των κατατεθειμένων σε λογαριασμούς πιστωτικών ή τραπεζικών ιδρυμάτων), και κινητά αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, λόγω του κινδύνου βλάβης στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του, τον οποίο τεκμαίρεται ότι συνεπάγεται η δημοσιοποίησή τους (άρθρο 2 παρ. 8 του νομοσχεδίου άρθρο 2 παρ. 2, όπως αναριθμείται, του ν. 3213/2003),
- καθορίζονται οι λεπτομέρειες εν πολλοίς, τεχνικής φύσεως της διαδικασίας υποβολής των δηλώσεων, χωρίς να παρέχεται εξουσιοδότηση σε Υπουργό προς έκδοση σχετικής απόφασης προς ρύθμιση των εν λόγω ζητημάτων (άρθρο 3 του νομοσχεδίου προσθήκη άρθρου 2Α και Παραρτήματος Ι στον ν. 3213/2003).
- καθορίζεται χρονικό όριο για τη διενέργεια ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 4 παρ. 5 του νομοσχεδίου άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3213/2003),
- το όργανο ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης, μεταξύ άλλων, και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών καθίσταται (από εννεαμελές) ενδεκαμελές (άρθρο 5 παρ. 1 του νομοσχεδίου άρθρο 3Α παρ. 1-2 του ν. 3213/2003),
- προβλέπεται δυνατότητα ανάσυρσης αρχειοθετηθείσης υπόθεσης, όταν προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος της παρ. 3 του άρθρου 6 ή της παρ. 2 του άρθρου 6Α του ν. 3213/2003 (άρθρο 6 παρ. 2 του νομοσχεδίου άρθρο 3Β παρ. 4 του ν. 3213/2003).
- σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει 200 ευρώ (αν η δήλωση υποβληθεί εντός τριάντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας) ή 800 ευρώ (αν υποβληθεί μετά την πάροδο 30 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας) (άρθρο 7 παρ. 1 του νομοσχεδίου άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003),
επέρχονται τροποποιήσεις στις ποινικές ρυθμίσεις του ν. 3213/2003 (άρθρα 6 έως 9 του νομοσχεδίου άρθρα 3Β, 6, 6Α, 7, 12 του ν. 3213/2003).

Με τις διατάξεις του άρθρου 10 ορίζονται μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή των υπό ψήφιση διατάξεων. Συγκεκριμένως, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι αρμόδιοι φορείς (συμφώνως προς το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003) οφείλουν να καταχωρίσουν ηλεκτρονικώς τους υποχρέους έως την 22.11.2018 (άρθρο 10 παρ. 1), ότι οι υπόχρεοι σε αρχική δήλωση οφείλουν να την υποβάλουν εντός ενενήντα (90) ημερών (πλέον του χρόνου κατά τον οποίο η σχετική διαδικτυακή εφαρμογή θα τεθεί εκτός λειτουργίας για τεχνικούς/οργανωτικούς λόγους) από τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νομοθετήματος (άρθρο 10 παρ. 2), ότι οι υπόχρεοι που έχουν υποβάλει ηλεκτρονικώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 δύνανται να τις επιβεβαιώσουν υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό τους δεν χρήζει μεταβολής βάσει των προτεινόμενων διατάξεων, οι δε υπόχρεοι που απέκτησαν τη σχετική ιδιότητα κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 και υπέβαλαν αρχική δήλωση δεν υποχρεούνται να μεταβάλουν το περιεχόμενό της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή περιέχει τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά τους στοιχεία (άρθρο 10 παρ. 4).

Με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 εισάγονται ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και, ιδίως, τροποποιούνται τα άρθρα 43 και 44 του ν. 4489/2017 (άρθρο 13) και του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 14), και συνιστώνται οργανικές θέσεις σε Καταστήματα Κράτησης (άρθρο 15). Με τις διατάξεις του άρθρου 16 ορίζεται ότι οι αιτήσεις που έχουν υποβληθεί ή που θα υποβληθούν (έως και έναν μήνα μετά τη δημοσίευση του υπό ψήφιση νομοθετήματος) περί, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, μετάταξης σε υπηρεσίες Δημοτικής Αστυνομίας υπαλλήλων που είχαν κατά το παρελθόν μεταταχθεί σε Καταστήματα Κράτησης από καταργηθείσες θέσεις κλάδου Δημοτικής Αστυνομίας, θα εξετασθούν αρμοδίως από της 29.3.2019.

Τέλος, με το άρθρο 17 ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος του παρόντος.

Β. α. Το νομοθετικό πλαίσιο περί υποχρέωσης δημόσιων οργάνων και λειτουργών σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης εκκινεί ιστορικώς με τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας». Η υποχρέωση καταλάμβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, γενικούς γραμματείς υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθμού (άρθρο 1), καθώς και αναδρομικώς, για τις πρώτες πέντε κατηγορίες υπόχρεων προσώπων, και όσους είχαν αναλάβει τέτοια καθήκοντα από 1.4.1946 και εφ' εξής (άρθρο 2). Η υποχρέωση αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους. Εισήχθη, επίσης, το αξιόποινο της παράλειψης υποβολής της σχετικής δήλωσης και της υποβολής ανακριβούς δήλωσης (άρθρα 3 και 5).

Η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης θεσπίσθηκε εκ νέου διά του ν. 1738/1987 «Σύσταση Συμβουλίου Πρόληψης της Εγκληματικότητας, τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κωδίκων Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας και άλλες Διατάξεις», ο οποίος κατήργησε τον ν. 4351/1964 (άρθρο 12) και επεξέτεινε την εν λόγω υποχρέωση, μεταξύ άλλων, σε ειδικούς γραμματείς υπουργείων, μετακλητούς υπαλλήλους, δημάρχους, μονομελή όργανα διοίκησης και μέλη διοικητικού συμβουλίου νπδδ και νπιδ του δημόσιου τομέα (άρθρο 6). Με τις διατάξεις του νόμου αυτού θεσπίζεται εκ νέου το αξιόποινο της παράλειψης υποβολής της σχετικής δήλωσης όπως και της υποβολής ανακριβούς δήλωσης (άρθρο 9).

Ο κύκλος των υπόχρεων προσώπων διευρύνθηκε περαιτέρω με τις διατάξεις του ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις», θεσπίζοντας υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, μεταξύ άλλων, για ευρωβουλευτές, πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, μέλη διοίκησης πιστωτικών ιδρυμάτων, δημοσιογράφους (άρθρο 24). Ο εν λόγω νόμος κατήργησε τον ν. 1738/1987 (άρθρο 32) και θέσπισε εκ νέου το αξιόποινο της παράλειψης υποβολής της σχετικής δήλωσης όπως και της υποβολής ανακριβούς δήλωσης (άρθρο 27).

Ομοίως, ο ν. 2429/1996 καταργήθηκε από τον ισχύοντα σήμερα ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων», ο οποίος διεύρυνε έτι περαιτέρω τις κατηγορίες των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων.

β. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερης μνείας χρήζει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 31ης Οκτωβρίου 2003 κατά της διαφθοράς (κυρωθείσης διά του άρθρου πρώτου του ν. 3666/2008 «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και αντικατάσταση συναφών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα»), από την οποία απορρέουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις των κρατών μελών για την ενίσχυση των αξιών της δημοκρατίας και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Συμφώνως προς τις διατάξεις της, «έχοντας (...) υπόψη τις αρχές της ορθής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας, της διαφάνειας, της ευθύνης και της ισότητας ενώπιον του νόμου και την ανάγκη διαφύλαξης της ακεραιότητας και της προώθησης πολιτισμού απόρριψης της διαφθοράς» (Προοίμιο), κάθε κράτος μέλος του Ο.Η.Ε. οφείλει να «αναπτύσσει, εφαρμόζει ή διατηρεί αποτελεσματικές συντονισμένες πολιτικές κατά της διαφθοράς που προάγουν τη συμμετοχή της κοινωνίας και αντανακλούν τις αρχές της επικράτησης του δικαίου, της ορθής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας της ακεραιότητας της διαφάνειας και της υπευθυνότητας» καθώς και να «θεσπίσει και να προωθήσει αποτελεσματικές πρακτικές που αποσκοπούν στην πρόληψη της διαφθοράς» (άρθρο 5 παρ. 1 και 2).

Ειδικότερα, η Σύμβαση ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος «προσπαθεί, όπου αρμόζει και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, να θεσπίζει μέτρα και συστήματα που απαιτούν από τους δημόσιους λειτουργούς να υποβάλλουν δηλώσεις στις αρμόδιες αρχές σχετικά, μεταξύ άλλων, με τις εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες, την απασχόληση, τις επενδύσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα σημαντικά δώρα ή οφέλη από τα οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις λειτουργίες τους ως δημόσιων λειτουργών» (άρθρο 8 παρ. 5), εξετάζοντας, παραλλήλως, «το ενδεχόμενο να λάβει, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής νομοθεσίας του, πειθαρχικά ή άλλα μέτρα κατά των δημόσιων λειτουργών του που παραβιάζουν τους κώδικες ή τα πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο» (άρθρο 8 παρ. 6).

Ως προς τον αξιόποινο χαρακτήρα ενεργειών δημόσιου λειτουργού που στοχεύουν στον παράνομο πλουτισμό του, η Σύμβαση ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος «υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ορίσει ως ποινικό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση, τον παράνομο πλουτισμό, δηλαδή τη σημαντική αύξηση των περιουσιακών στοιχείων δημόσιου λειτουργού, την οποία δεν μπορεί να εξηγήσει εύλογα σε σχέση με το νόμιμο εισόδημα του» (άρθρο 20), όπως και «τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να θεσπίσει ως ποινικό αδίκημα, όταν τελείται με πρόθεση μετά την τέλεση οποιουδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, χωρίς συμμετοχή στα αδικήματα αυτά, την απόκρυψη ή τη συνεχιζόμενη παρακράτηση περιουσίας όταν το εμπλεκόμενο πρόσωπο γνωρίζει ότι η περιουσία αυτή είναι προϊόν οποιουδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση» (άρθρο 24).

Τον Νοέμβριο 2009 συνεστήθη η Διακυβερνητική Ομάδα Εργασίας για τη δημιουργία μηχανισμού αξιολόγησης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της διαφθοράς διά της υπ' αριθμ. 3/1 απόφασης (Νοέμβριος 2009) της Σύσκεψης των κρατών μελών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς. Το εν λόγω διεθνές όργανο αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των διεθνών δεσμεύσεων που αναλαμβάνει κάθε κράτος μέλος στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (βλ. στοιχ. 44 του Παραρτήματος της 3/1 απόφασης).

Αντιστοίχως, στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει συσταθεί η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (Groupe d' Etats contre la Corruption Group of States against Corruption GRECO), η οποία συνιστά ανώτερο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης με αρμοδιότητες αξιολόγησης και υποβολής συστάσεων προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης επί ζητημάτων διαφθοράς.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς το 1999. Έκτοτε, υποβλήθηκε σε αξιολόγηση στο πλαίσιο του Πρώτου Κύκλου Αξιολόγησης (Μάιος 2002), ο οποίος αφορούσε την διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος ως μέσου κατά της διαφθοράς, του Δεύτερου Κύκλου Αξιολόγησης (Δεκέμβριος 2005), επί του οικονομικού προϊόντος της διαφθοράς και επί της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα, του Τρίτου Κύκλου Αξιολόγησης (Ιούνιος 2010), σχετικώς με την ποινικοποίηση της διαφθοράς και τη διαφάνεια της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, και του Τέταρτου Κύκλου Αξιολόγησης (Ιούνιος 2015) επί της πρόληψης της διαφθοράς Βουλευτών, Δικαστών και Εισαγγελέων (οι σχετικές Εκθέσεις Αξιολόγησης, καθώς και οι επακόλουθες Εκθέσεις Συμμόρφωσης, είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο https://www.coe.int/ en/web/greco).

ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων

1. Επί του άρθρου 1 παρ. 1 (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003)

Με την εν λόγω ρύθμιση ορίζεται ότι η υποχρέωση της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αφορά και την περιουσιακή κατάσταση των προσώπων με τα οποία οι υπόχρεοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Ελλείψει διάκρισης, συνάγεται ότι η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει τόσο τα σύμφωνα συμβίωσης που διέπονται από τον ν. 3719/2008 όσο και εκείνα που έχουν συναφθεί υπό τον ν. 4356/2015.

Εν προκειμένω, επισημαίνονται τα εξής:

Ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης, ο οποίος τοποθετείται μεταξύ του θεσμού του γάμου και της απλής ελεύθερης συμβίωσης, εισήχθη στον ελληνικό δίκαιο το πρώτον διά του ν. 3719/2008, και μάλιστα ως θεσμός πρωτίστως ενδοτικού δικαίου, ιδίως αναφορικώς προς την ελευθερία διαμόρφωσης από τα μέρη των προσωπικών και των περιουσιακών τους σχέσεων (βλ. και την από 4.11.2008 έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας επί του νομοσχεδίου «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» ν. 3719/2008).

Νέο πλαίσιο κανόνων ως προς τη σύναψη, τη διαμόρφωση των όρων και τη λύση του συμφώνου συμβίωσης καθώς και ως προς τις έννομες συνέπειές τους θεσπίσθηκε διά του ν. 4356/2015. Από της έναρξης ισχύος του εν λόγω νόμου (24.12.2015), όσα σύμφωνα συμβίωσης καταρτίζονται, διέπονται αποκλειστικώς από τις διατάξεις του.

Δεδομένου ότι το θεσμικό πλαίσιο του ν. 4356/2015 ισχύει παραλλήλως προς την ισχύ συμφώνων συμβίωσης που συνήφθησαν μέχρι την 24.12.2015, δηλαδή βάσει του ν. 3719/2008, και τα οποία εξακολουθούν να διέπονται από το προϊσχύσαν καθεστώς (εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη επιλέξουν να υπαχθούν συνολικώς στις διατάξεις του ν. 4356/2015 με συμβολαιογραφική πράξη) (βλ. άρθρα 56 παρ. 3 και 62 παρ. 1 του ν. 4356/2015), υφίστανται σήμερα εν ισχύ σύμφωνα συμβίωσης που έχουν συναφθεί υπό το καθεστώς τόσο του ως άνω νεότερου όσο και του ως άνω παλαιότερου νόμου, τα οποία, όμως, φέρουν διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά.

Ειδικότερα, το σύμφωνο συμβίωσης του ν. 3719/2008 παρέχει στα μέρη μεγαλύτερο περιθώριο αυτορρύθμισης, λόγω του ότι περιλαμβάνει μεγαλύτερο αριθμό διατάξεων ενδοτικού δικαίου και, κατά τούτο, δύναται να απέχει μακράν των ρυθμίσεων περί γάμου.

Αντιθέτως, το σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015 πέραν της θεμελιώδους διαφοράς του έναντι του γάμου, δηλαδή κατά το ότι συνάπτεται και μεταξύ ομόφυλων προσώπων προσλαμβάνει ορισμένες ρυθμίσεις του θεσμού του γάμου και ανάγεται, εν πολλοίς, σε θεσμό ισότιμο προς εκείνον του γάμου. Συγκεκριμένως, προβλέπεται ενιαία εφαρμογή των αντίστοιχων κανόνων δικαίου που αφορούν τους συζύγους επί των προσωπικών και κατ' αρχήν και επί των περιουσιακών σχέσεων των μερών του συμφώνου, επί των ζητημάτων διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου, και επί των κληρονομικών δικαιωμάτων τους (πλην της νόμιμης μοίρας).

Ορίζεται, εξ άλλου, ρητώς ότι, κατ' αρχήν, «[ά]λλες διατάξεις νόμων που αφορούν (...) αξιώσεις, παροχές και προνόμια έναντι τρίτων ή έναντι του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέρη του συμφώνου» (άρθρο 12 του ν. 4356/2015).

Υπό το φως των ανωτέρω, καθίσταται φανερό ότι οι δύο τύποι συμφώνου συμβίωσης που έχουν συναφθεί μέχρι σήμερα φέρουν διαφορετικό μεταξύ τους θεσμικό χαρακτήρα. Μολονότι, συνεπώς, ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση που επιβάλλει την υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης (και όχι μόνον εκείνου που τυχόν έχει συνάψει γάμο με τον υπόχρεο), έχει κριθεί κατ' αρχήν ως «επιβεβλημένη» λόγω του ότι, «και στην περίπτωση της συμβίωσης βάσει συμφώνου, υφίσταται, όπως και στον γάμο, κοινότητα ζωής του υποχρέου με τον/την σύντροφό του και τα ανήλικα τέκνα τους» και, επομένως, «δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης από την υποχρέωση» (ΣτΕ Ολομ 3312/2017 σκέψ. 17), θα έπρεπε, ενδεχομένως, να ληφθεί υπ' όψιν το διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο το οποίο διέπει τους δύο τύπους συμφώνου συμβίωσης που, κατά τα ως άνω, τελούν εν ισχύι σήμερα.

2. Επί του άρθρου 1 παρ. 2 (άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. θ' του ν. 3213/2003)

Με την εν λόγω ρύθμιση ορίζεται ότι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης είναι και «τα τακτικά και αναπληρωματική μέλη των επιτροπών των Δήμων».

Μολονότι η εν λόγω ρύθμιση επαναλαμβάνει κατά περιεχόμενο την ισχύουσα ρύθμιση, επισημαίνεται ότι, διά του άρθρου 75 του ν. 4555/2018, το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί επιτροπές για την επεξεργασία και την εισήγηση ενώπιόν του θεμάτων της αρμοδιότητάς του, στις οποίες μετέχουν δημοτικοί σύμβουλοι, υπάλληλοι του δήμου και ιδιώτες εμπειρογνώμονες στα θέματα της επιτροπής και εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων της περιοχής (βλ. άρθρο 70 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε διά του άρθρου 75 του ν. 4555/2018, με έναρξη ισχύος, από τη δημοτική περίοδο που αρχίζει μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4555/2018, συμφώνως προς το άρθρο 92 αυτού).

Δεδομένου ότι, συμφώνως προς την από 11.11.2003 Αιτιολογική Έκθεση που συνόδευε το νομοσχέδιο «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (που ψηφίσθηκε ως ν. 3213/2003), «ο κατάλογος των υποχρέων εξαντλεί όλο το φάσμα όσων ασκούν αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες» (βλ. σελ. 1), θα έχρηζε, ενδεχομένως, διευκρίνισης αν στο πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης εντάσσονται και τα μέλη των επιτροπών των Δήμων που διαθέτουν γνωμοδοτική, αποκλειστικώς, αρμοδιότητα.

3. Επί του άρθρου 1 παρ. 7 (άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. κε' του ν. 3213/2003)

Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι: «Η περίπτωση κε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «κε. Το αστυνομικό προσωπικό, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με την περίπτωση ζ' της παρ. 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 14 του π.δ. 24/1997 (Α' 29) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.δ. 330/1947 (Α' 84), οι συνοριακοί φύλακες, οι ειδικοί φρουροί και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί στην Ελληνική Αστυνομία, το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, εξαιρουμένων των στελεχών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 27/2014 (Α' 46), καθώς και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α' 243)».

Με την εν λόγω ρύθμιση επιδιώκεται, συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το υπό ψήφιση νομοσχέδιο (σελ. 2), η εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας «που βρίσκεται σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας».

Η προτεινόμενη διάταξη ρυθμίζει ρητώς την εν λόγω περίπτωση για όλες τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στη ρύθμιση, πλην του προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος, ως προς το οποίο η ρύθμιση δεν είναι σαφής («το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α' 243)»).

Για λόγους σαφήνειας και προς αποφυγή παρερμηνειών κατά την εφαρμογή της διάταξης, το περιεχόμενο της οποίας έχει και ποινικές συνέπειες (λ.χ., κατ' άρθρο 6 του ν. 3213/2013), θα ήταν σκόπιμο να αναδιατυπωθεί η εν λόγω διάταξη, καθ' ο μέρος αφορά το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, ως εξής: «καθώς και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α' 243)».

4. Επί του άρθρου 1 παρ. 11 (άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. μδ' του ν. 3213/2003)

Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης είναι και «[ο]ι επικεφαλής των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ. Ε.) και των Δημοσιονομικών Υπηρεσιών Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους».

Επισημαίνεται ότι, συμφώνως προς τις διατάξεις του Π.Δ.142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» και, ιδίως, του άρθρου 55, οι Δημοσιονομικές Υπηρεσίες Εποπτείας και Ελέγχου λειτουργούν σε επίπεδο Διεύθυνσης και διαρθρώνονται σε Τμήματα.

Συνεπώς, για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας και προς άρση τυχόν ερμηνευτικών δυσχερειών, θα ήταν σκόπιμο η λέξη «επικεφαλής» στην προτεινόμενη ρύθμιση να αντικατασταθεί από τη φράση «προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων».

5. Επί του άρθρου 1 παρ. 18 (άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 3213/2003)

Με την εν λόγω ρύθμιση ορίζονται τα εξής: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με το οποίο ρυθμίζονται περιπτώσεις υποχρέωσης υποβολής Δ. Π. Κ. μελών συλλογικών οργάνων, υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης είναι τα αναπληρωματικά μέλη των οργάνων αυτών, εφόσον έχουν συμμετάσχει σε συνεδριάσεις τους, όπως αυτό προκύπτει αποκλειστικά από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του οργάνου».

Θα έχρηζε, εν προκειμένω, διευκρίνισης αν η εν λόγω ρύθμιση ισχύει αναλογικώς και για τα τακτικά μέλη των ως άνω συλλογικών οργάνων που δεν έχουν συμμετάσχει σε καμία συνεδρίαση του οργάνου κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

6. Επί του άρθρου 2 παρ. 3 (άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. α' του ν. 3213/2003)

Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζονται τα εξής:
«Οι υποπεριπτώσεις v και vi της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται ως εξής:
"v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσό αφορά αθροιστικά τον υπόχρεο, τον σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα και το πρόσωπο, με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
vi. Κάθε κινητό που η αξία του υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αποκτηθέντα, όμως, πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Η δηλούμενη αξία συνοδεύεται από τα παραστατικά αγοράς ή τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών. Σε περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση"».

Η Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το υπό ψήφιση νομοσχέδιο περιλαμβάνει εκτενή αναφορά στις εν λόγω ρυθμίσεις (σελ. 3-4).

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, συμφώνως προς την απόφαση ΣτΕ 2649/2017, «25. Επειδή, τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία που οφείλουν οι υπόχρεοι, (...), να συμπεριλάβουν στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (...), εμπίπτουν στην σφαίρα του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου των υποχρέων (πρβλ. Ε.Δ.Δ. Α. Μ. Ν. και λοιποί κατά Σαν Μαρίνο απόφαση της 7.7.2015 σκ. 51 επ.), συνιστούν δε και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2 στ. α' της οδηγίας 95/46, και του άρθρου 2 περ. α' του ν. 2472/1997, αφού πρόκειται για πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (πρβλ. Δ.Ε.Ε. C-465/00 Rechnungshof σκ. 64 και σκ. 73 περί υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 Ε.Σ.Δ.Α., C-73/07 Tietosuojavaltuutettu απόφαση της 16.12.2008 σκ. 35, Conseil Constitutionnel 2013-676 DC σκ. 13 για δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας σελ. 9, 10, Γνωμοδότηση 7/2011 Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σκ. 5, Π. Ε. 96/1999 σκ. 8).
26. Επειδή, με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ. Π. Κ. και Δ.Ο.Σ. επιδιώκεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση της διαφάνειας, καθώς και η πρόληψη και καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται κυρίως με τον έλεγχο της μεταβολής (αύξησης) της περιουσίας των υποχρέων επί όσο χρόνο διατηρούν την ιδιότητα λόγω της οποίας υπέχουν την υποχρέωση υποβολής των άνω δηλώσεων. Επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων που μνημονεύθηκαν η δημιουργία περιουσιολογίου, δηλαδή η καταγραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών, για πληθώρα κατηγοριών και μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί και ο έλεγχος της ακρίβειας αυτού με την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (άρθρα 6 και 9 ν. 3213/2003), χωρίς μάλιστα να προκύπτει ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος επιδιώκεται με την κατάρτιση ενός τέτοιου περιουσιολογίου. Εξ άλλου, η υποχρέωση να συμπεριληφθούν στη Δ.Π.Κ. ποσά σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, αποτελεί περιορισμό όχι μόνο του δικαιώματος των υποχρέων για προστασία των προσωπικών δεδομένων τους, αλλά και του δικαιώματός τους για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και για προστασία του ιδιωτικού τους βίου, διότι οι υπόχρεοι καλούνται να αποκαλύψουν στοιχεία που ανάγονται στην προσωπικότητά τους και στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή. Δεδομένου ότι ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τυπικό νόμο, θεσπίζεται δε κατ' επίκληση νόμιμου σκοπού πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω το ζήτημα, αν πληροί τους όρους της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος).
27. Επειδή, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, τα περιουσιακά στοιχεία του υποχρέου κατά την 31 η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης έτους, ο δε έλεγχός της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υποχρέων μετρητών χρημάτων, θα ήταν η κατ' οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι δήλωση περί της περιουσιακής κατάστασης υποχρέου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο ίδιος τρόπος ελέγχου, εξ ίσου αντίθετος προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, θα ήταν ο μόνος δυνατός και για τη διαπίστωση της ακρίβειας Δ.Π.Κ., ως προς τυχόν δηλούμενα ως κινητά μεγάλης αξίας ευρισκόμενα στην οικία υποχρέου. Εξ άλλου, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπός των διατάξεων, προς εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κ.υ.α., δεν αποτελεί η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών ορισμένων κατηγοριών Ελλήνων πολιτών, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και του ότι οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α' του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, νέες ρυθμίσεις (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη που αφορά την υποχρέωση δήλωσης της κατοχής κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ) δεν μπορεί να ανατρέξουν στο παρελθόν και να στηρίξουν ευθύνη των δηλούντων με βάση τις διατάξεις περί Δ.Π.Κ. για κινητά, που είναι ήδη στην κατοχή τους λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 9 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και των αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τον προσδιορισμό της αξίας κινητών πραγμάτων [βλ. την περίπτωση των ασφαλισμένων κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και άλλων κινδύνων κινητών, των οποίων «η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση», άρθρο 2 παρ. 1 περ. vi εδ. τελευταίο του ν. 3213/2003, όπως ισχύει] η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ. Π. Κ. και ο οποίος είναι ο έλεγχος της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υποχρέων. Πρόσφορο στοιχείο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προκειμένου περί κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, είναι η υποχρέωση δήλωσης της αγοράς αυτών κατά το έτος κατά το οποίο κτώνται, κατά τον έλεγχο δε της αφορώσας το έτος αυτό δήλωσης μπορεί να εξακριβωθεί αν η δαπάνη για την απόκτηση των κινητών αυτών καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υποχρέου. Τέτοια υποχρέωση υπάρχει, εφόσον ο ήδη ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167) στο άρθρο 32 παρ. 1 περ. α' του οποίου ορίζεται ότι ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, ως τέτοιων νοουμένων εκείνων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ επιβάλλει στους φορολογούμενους να δηλώσουν τη δαπάνη για την απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησαν εντός του οικείου έτους, με την αφορώσα το έτος αυτό δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ. Π. Κ., και, κατ' αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ. Π. Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν και από τον προηγούμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151) στο άρθρο 17 παρ. 1 περ. α', όπως αυτό ίσχυε με τις εκάστοτε τροποποιήσεις του (ως μεγάλης αξίας θεωρουμένων κινητών αξίας αρχικώς 1.000.000 δραχμών και, στη συνέχεια, 3.000 και 5.000 ευρώ). Άλλωστε, η πραγματοποίηση δαπάνης για την αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας ευχερώς πλέον διαγιγνώσκεται, εφόσον τα φορολογικά στοιχεία αξίας πεντακοσίων ευρώ και άνω, που εκδίδονται, μεταξύ άλλων, για την πώληση αγαθών, εξοφλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 (Α' 58), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4446/2016 (Α' 240), αποκλειστικώς με τη χρήση κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, οι πραγματοποιούμενες δε με τα μέσα αυτά συναλλαγές γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές (βλ. και κατωτέρω σκ. 33), από τις οποίες μπορεί, κατά το νόμο, όπως ήδη έχει εκτεθεί, να αντλήσει στοιχεία το αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. όργανο. Το ότι η υποχρέωση δήλωσης με τη Δ.Π.Κ. των κατεχομένων από τον υπόχρεο κινητών μεγάλης αξίας αποβλέπει στην καταγραφή αυτών και της αξίας τους και όχι στον έλεγχο της νομιμότητας της τυχόν αύξησης της περιουσίας των υποχρέων συνάγεται από το γεγονός ότι είναι υποχρεωτική η δήλωση και κινητών, ως προς την κτήση των οποίων δεν μπορεί να γεννηθεί καμία αμφιβολία ότι προέρχεται από νόμιμη αιτία, όπως είναι τα κτηθέντα από γονική παροχή και λόγω προίκας, καθώς και των κινητών που έχουν αποκτηθεί από την τελευταία αυτή αιτία σε χρόνο πολύ προγενέστερο εκείνου, κατά τον οποίο το πρώτον θεσπίστηκε η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. για τις περισσότερες κατηγορίες υποχρέων στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί εφόσον η προίκα καταργήθηκε με τον ν. 1329/1983. (...). Με τα δεδομένα όμως αυτά, εφόσον δηλαδή πρόκειται κατ' αρχήν για κινητά, ως προς τα οποία υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση και την αξία τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση να δηλωθούν με τη Δ. Π. Κ. δρα προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή εκ μέρους των υπόχρεων δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών), αφού, όπως δέχεται και η Διοίκηση, υποχρέωση δήλωσης υφίσταται μόνον για τα κινητά, για την αξία
Keywords
ποθεν εσχες, εν λόγω, υπουργειο δικαιοσυνης, το φως, βουλη, εκθεση, αυθαιρετα, νπδδ, νπιδ, συμμετοχή, group, ελλαδα, https, λύση, ισχύ, φως, υφίσταται, σελ, τραπεζες, τελη κυκλοφοριας, δημοτικοι συμβουλοι, δημοτικοι συμβουλοι δημου αθηναιων, αποτελεσματα περιφερειακων εκλογων, σταση εργασιας, μετρο, φορολογικη δηλωση 2011, πανελληνιες 2011, θεματα πανελληνιων, αποτελεσματα πανελληνιων 2011, αξια, ποθεν εσχες βουλευτων, θεμα εκθεσης 2012, αποτελεσματα πανελληνιων 2012, τελη κυκλοφοριας 2013, τελος του κοσμου, φορολογια 2013, τελη κυκλοφοριας 2014, τελη κυκλοφοριας 2015, τελη κυκλοφοριας 2016, αξιολογηση, αστυνομικο τμημα, θηκη κινητου, κοινωνια, βουλευτες, αναπληρωτες, ειδικοι φρουροι, αστυνομια, γνωση, δωρα, εξουσιοδοτηση, κινητα, νπδδ, νπιδ, πλαισιο, σφαιρα, υπουργειο οικονομικων, φως, αγορα, αυξηση, αρθρα, αρθρο, αιτησεις, βρισκεται, γεγονος, γινει, γονικη παροχη, δευτερα, δυνατοτητα, δημοσιο, δηλωση, δηλωσεις, διοικηση, διαδικτυο, ευρω, υπαρχει, εκθεση, εκθεσεις, εκτιμηση, ελευθερια, ελληνικη αστυνομια, εν λόγω, ενενηντα, εννοια, εξυπηρετηση, επενδυσεις, επρεπε, ερευνα, ετη, ετος, ευθυνη, ζωη, ζωης, υπηρεσια, υπηρεσιες, ισχυει, υφίσταται, κινητο, κυκλος, κτωνται, λεπτομερειες, λύση, ληξη, ομαδα, οικια, οικογενεια, παιδι, πεδιο, ρυθμισεις, ρυθμιση, σαφης, σελ, συζητηση, συζυγο, συνεχεια, συμμετοχή, ταυτοτητα, το φως, ισχύ, φυσικο, χρονος, group, εφαρμογη, φυλακες, https, υπουργειο, κωδικες, οργανα, πληροφοριες, πωληση, τριαντα, θεματα, θεσεις
Τυχαία Θέματα