Λ. Κοέν: Η μελαγχολική φωνή που σίγησε για πάντα...


Της Χριστίνας Διαμαντοπούλου

“Έφυγε” στις 7 Νοεμβρίου στα 82 του χρόνια, ωστόσο ο θάνατός του έγινε γνωστός μόλις σήμερα τα ξημερώματα. Η οικογένειά του πραγματοποίησε την επιθυμία του να ταφεί σε μια ήσυχη τελετή στο Μόντριαλ του Καναδά, παρουσία μόνο ελάχιστων κοντινών συγγενών και φίλων.

Ο Λέοναρντ Κοέν ήταν αγγλόφωνος Καναδός λογοτέχνης, συνθέτης και τραγουδιστής.

Θεωρείτο μουσικός της ποπ, αν και τα τραγούδια του — κυρίως μπαλάντες — είχαν πολλά στοιχεία από την αμερικανική μουσική

κάντρυ και την μουσική των ευρωπαϊκών καμπαρέ. Τα κύρια θέματα της δημιουργίας του ήταν η θρησκεία, ο έρωτας και η μοναξιά, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι τοποθετήσεις σε κοινωνικοπολιτικά θέματα όπως ο πόλεμος, οι εκτρώσεις, κ.λπ.

Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος εβραίος έμπορος υφασμάτων. Σε ηλικία έξι ετών, ο Κοέν έχασε τον πατέρα του και αυτό τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρι. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, όπου συνέχισε να γράφει. Με το μυθιστόρημα Beautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι, 1966), γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική.

Σε συναυλίες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τραγουδίστρια Τζούντυ Κόλλινς (Judy Collins) έκανε γνωστό το τραγούδι του Κοέν «Suzanne». Έτσι την ίδια χρονιά, ο Κόεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Songs of Leonard Cohen. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δίσκοι, μεταξύ των οποίων και ο δίσκος Songs of Love and Hate που περιέχει το τραγούδι - ύμνο στην αγάπη και τη μοναξιά Famous Blue Raincoat (1971) με την φωνή της Τζένιφερ Γουαρνς (Jennifer Warnes).
Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια μετά αποφάσισε να γίνει βουδιστής, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Αλλά το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους.

Το 2005, το όνομα του Κόεν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, επειδή ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε κλέβοντας το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του καλλιτέχνη.

Η δικαστική περιπέτεια με την μάνατζερ!
H Sylvie Simmons εξηγεί στην βιογραφία του Κοέν το 2012 ότι η Kelley Lynch, επί χρόνια μάνατζερ του Κοέν "φρόντιζε τις οικονομικές υποθέσεις του Λέοναρντ... [και ήταν] όχι απλώς η μάνατζέρ του, αλλά στενή φίλη, σχεδόν μέρος της οικογένειας». Η Simmons σημειώνει ότι στα τέλη του 2004, η κόρη του Κοέν Λόρκα άρχισε να υποπτεύεται τη Lynch περί οικονομικών ατασθαλιών και όταν ο Κοέν έκανε έλεγχο των τραπεζικών του λογαριασμών, παρατήρησε ότι είχε εν αγνοία τους καταβληθεί ένα ποσό ύψους 75.000 δολαρίων στην πιστωτική της Lynch και επίσης διαπίστωσε ότι τα περισσότερα από τα χρήματα στους λογαριασμούς του είχαν εξαφανιστεί (συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων από τους λογαριασμούς της συνταξιοδότησής του και από τα φιλανθρωπικά ταμεία). Ο Κοέν ανακάλυψε ότι αυτό είχε ξεκινήσει από το 1996, όταν η Lynch άρχισε να πωλεί τα δικαιώματα των μουσικών εκδόσεων του Κοέν, παρά το γεγονός ότι Κοέν δεν είχε κανένα οικονομικό κίνητρο να το κάνει εκείνη την εποχή.

Στις 8 Οκτωβρίου 2005, ο Κοέν μήνυσε την Kelley Lynch, ισχυριζόμενος ότι είχαν υπεξαιρεθεί πάνω από 5 εκατ. δολάρια από το συνταξιοδοτικό του ταμείο μόνο 150.000 δολάρια! Ο Κοέν με την σειρά του μηνύθηκε από πρώην συνεργάτες του, γεγονότα που τον έφεραν στο προσκήνιο, συμπεριλαμβανομένων ενός χαρακτηριστικού πρωτοσέλιδου με τον τίτλο «Συντετριμμένος!" στο περιοδικό Maclean του Καναδά. Τον Μάρτιο του 2006, ο Κοέν κέρδισε την αγωγή και πήρε 9 εκατ. δολάρια από το Ανώτατο Δικαστήριο του Λος Άντζελες. Η Lynch, όμως, αγνόησε την αγωγή. Ως αποτέλεσμα, θεωρούνταν σχεδόν απίθανο για τον Κοέν να καταφέρει ποτέ να εισπράξει το συγκεκριμένο ποσό.

Το 2007, ο επαρχιακός Δικαστής των ΗΠΑ Lewis T. Babcock απέρριψε αίτημα του Κοέν ύψους 4,5 εκατ. δολαρίων προς την επενδυτική εταιρία του Κολοράντο Agile Group και το 2008 ο ίδιος απέρριψε την αγωγή δυσφήμησης που είχε καταθέσει η Agileεναντίον του Κοέν. Ο Κοέν από το 2005 ως ήταν λογικό είχε άλλο μάνατζερ.

Την 1η Μαρτίου 2012, η Sylvie Simmons σημειώνει ότι η Kelley Lynch συνελήφθη στο Λος Άντζελες για "παραβίαση της μόνιμης εντολής προστασίας που της απαγόρευε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον Κοέν, εντολή που είχε επανειλημμένα αγνοήσει. Στις 13 Απριλίου, η κριτική επιτροπή την έκρινε ένοχη για όλες τις κατηγορίες. Στις 18 Απριλίου καταδικάστηκε σε δεκαοκτώ μήνες φυλάκιση και πέντε χρόνια δοκιμασία». Ο Κοέν είπε στο δικαστήριο ότι «δεν μου δίνει καμία ευχαρίστηση να βλέπω κάποια που ήταν κάποτε φίλη μου να είναι με χειροπέδες στην καρέκλα ενός δικαστηρίου. Είναι η προσευχή μου ότι η κα Lynch θα βρει καταφύγιο στην σοφία της θρησκείας της, ότι ένα πνεύμα κατανόησης θα μετατρέψει στην καρδιά της το μίσος σε τύψεις, τον θυμό σε καλοσύνη, και την θανάσιμη επιθυμία της εκδίκησης σε εσωτερική αλλαγή".

Το 2010 τιμήθηκε με Τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του.



Ο Λέοναρντ Κοέν διατηρούσε κι ένα εξοχικό στην Ύδρα. Όταν έφτασε στο νησί στις 27 Σεπτεμβρίου του 1960 ενθουσιάστηκε τόσο που αποφάσισε να αγοράσει ένα εξοχικό δίνοντας τότε το ποσό των 1.500 δολαρίων, ένα ποσό που είχε πάρει από την κληρονομιά που του είχε αφήσει η γιαγιά του.

Ωστόσο, για να το αγοράσει χρειάστηκε και τη βοήθεια του φίλου του, Δημήτρη Γασούμη, ο οποίος στάθηκε δίπλα στον καλλιτέχνη ως μεταφραστής, σύμβουλος και μάρτυρας της πράξης.

Όπως θα δηλώσει αργότερα ο Κοέν, ήταν η πιο έξυπνη απόφαση που πήρε ποτέ στη ζωή του. Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε εκεί δεν άλλαξε τίποτα στο όμορφο οίκημα του 19ου αιώνα. Αντιθέτως, διατήρησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σπιτιού, του κήπου, της βεράντας και της διακόσμησης του χώρου.

Ο Κοέν δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά ήταν πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με την Σούζαν Έλροντ. Μάλιστα είχε αποκτήσει και δυο εγγόνια.

Κατά καιρούς, οι γυναίκες έχουν παίξει τον ρόλο της μούσας. Το «So Long Marianne» απευθυνόταν στη Μαριάν Γιένσεν, μια Νορβηγίδα καλλονή, με την οποία ο Κοέν έζησε την πιο ειδυλλιακή περίοδο της ζωής του στην Ύδρα, όπου έγραψε πολλά από τα τραγούδια που τον έκαναν διάσημο. Η «Σουζάν» ήταν εμπνευσμένη από τη γυναίκα ενός γλύπτη φίλου του, τη Σουζάν Βερντάλ, ενώ το «Sisters of Mercy» γράφτηκε έπειτα από την περιπέτειά του με δύο αδελφές, στις οποίες πρόσφερε καταφύγιο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο. Το «Chelsea Hotel» αναφέρεται σε μια σύντομη, ελάχιστα ρομαντική συνεύρεσή του με την Τζάνις Τζόπλιν.

Keywords
Τυχαία Θέματα