Αντώνης Ρηγόπουλος: Σημαίες, σταυροί και θερινοί αποπροσανατολισμοί

Κάπου μπερδευτήκαμε. Χαθήκαμε ανάμεσα σε επάρσεις σημαιών και ορθόδοξων Ταλιμπάν. Στις οθόνες μας ξεκίνησε ένας θλιβερός διαγωνισμός για το ποιος σηκώνει ψηλότερα τον σταυρό και το ποιος χύνει περισσότερα πατριωτικά δάκρυα όταν βλέπει τη σημαία να κυματίζει.

Τι τους έπιασε καλοκαιριάτικα; Κατά πάσα πιθανότητα τίποτα συγκεκριμένο. Απλώς ένα άγχος για το ότι όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο σαφές ότι οι πραγματικές αποστάσεις

μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων και των δορυφόρων τους, έχουν αρχίσει να εκμηδενίζονται.
«Αφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα» στα τέσσερα μνημόνια που κατευθύνουν τις αποφάσεις όλων των κυβερνήσεων από το 2010, η ανάγκη των κομμάτων να αποδεικνύουν ότι έχουν βαθιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους, εκ των πραγμάτων περιορίζεται σε μια σειρά δευτερευόντων ζητημάτων που, όμως, είναι ικανά τόσο να ερεθίσουν έντονα την ελληνική κοινωνία, όσο και να την αποπροσανατολίσουν από τα μεγάλα προβλήματα.

Κάπως έτσι λοιπόν, αυγουστιάτικα, φτάσαμε να παραπαίουμε ανάμεσα σε αποψάρες περί Ορθοδοξίας και σε ίνσταγκραμ στόρις από την Αμοργό, με τα δύο μεγάλα κόμματα, τους βουλευτές τους και τα γραφεία Τύπου τους να έχουν μάθει καλά τους ρόλους που πρέπει να παίξουν ώστε να προκαλέσουν εντάσεις και πάθη στα ακροατήριά τους.

Από τη μία η «Αριστερά της Προόδου» (να μην ξεχνάμε και τα πέτρινα χρόνια της ελάσσονος αντιπολίτευσης), στον ρόλο του ανατρεπτικού διαφωτιστή, ταγμένου στην υπεράσπιση των φιλελεύθερων αξιών της Γαλλικής Επανάστασης. Από την άλλη, η παλιά καλή δεξιά, που όσο και αν προσπάθησε να «πουλήσει» αστικό φιλελευθερισμό στο συντηρητικό της ακροατήριο που είναι εθισμένο στην κατανάλωση «Αδώνιδων» από την εποχή ακόμη των «Γιακουμάτων», τελικά δεν τα κατάφερε ποτέ. Και έτσι ο – κάποτε – Μέγας Φιλελεύθερος, Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε έρμαιο των κάθε λογής «Αννών – Μισελών Ασημακοπούλων» που με βασιλικό αέρα υποκλίνονται δημοσίως στα… τρίπτυχα των Συνταγματαρχών.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε «σεντόνια» για καθένα από τα ζητήματα που άνοιξαν τις τελευταίες εβδομάδες αφού είναι πράγματι σημαντικά. Όμως το ερώτημα είναι αν έχει καμία αξία να σερνόμαστε πίσω από τις καλοκαιρινές ορέξεις των γραφείων Τύπου των κομμάτων και σε συζητήσεις με κύριο χαρακτηριστικό το καφενειακό «κουβέντα να γίνεται».

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ιστορία με τους κληρωτούς σημαιοφόρους. Το κυβερνητικό πυροτέχνημα περιορίζεται σε μια σχεδόν ασήμαντη πτυχή της διοργάνωσης των μαθητικών παρελάσεων και την ανάγει (με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης) σε κορυφαίο ζήτημα αντιπαράθεσης, αποφεύγοντας με πολύ έντεχνο τρόπο να θέσει το θέμα της κατάργησης του αναχρονιστικού θεσμού των μαθητικών παρελάσεων συνολικά. Και κάπως έτσι έχουμε «και την πίτα γεμάτη και τον σκύλο χορτάτο», αφού και προοδευτική το έπαιξε η κυβέρνηση, και υπερπατριωτική το έπαιξε η αντιπολίτευση και το θέμα που «καίει» περισσότερο δεν το άγγιξε κανείς.

Παράδειγμα δεύτερο, η έπαρση της σημαίας. Ξέρετε, την έπαρση της σημαίας που έχει καταργηθεί στην πράξη τα τελευταία είκοσι – τριάντα χρόνια τουλάχιστον, στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων. Έτσι λοιπόν η κυβέρνηση ανώδυνα κατήργησε κάτι που ήδη δεν εφαρμοζόταν, και η αντιπολίτευση ανέβασε πατριωτικό πυρετό για το ίδιο πράγμα, παρά το γεγονός ότι όταν βρισκόταν η ίδια στην διακυβέρνηση της χώρας δεν έδειξε να προσπαθεί ιδιαίτερα να επαναφέρει τη συγκεκριμένη συνήθεια στα σχολεία.

Τέλος, η διαβόητη παρέμβαση Βούτση για την Ορθοδοξία. Αν ακούσει κανείς τη συγκεκριμένη δήλωση θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα ο πρόεδρος της Βουλής δεν εξέφρασε τίποτα περισσότερο από κοινούς τόπους. Ότι δηλαδή είμαστε λαός που χαρακτηρίζεται εθνικά και όχι θρησκευτικά, παρά το γεγονός ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία. Ότι δηλαδή υπάρχουν Έλληνες Καθολικοί, Έλληνες Μουσουλμάνοι, Έλληνες άθεοι κ.ο.κ.. Σαφέστατα ο κ. Βούτσης γνώριζε ότι οι δηλώσεις του θα συντηρούσαν τη συζήτηση που είχε ήδη ξεκινήσει. Ήξερε ότι οι Νεοδημοκράτες θα ξαναπάθουν τη γνωστή τους υστερία και ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θα παθιαστούν με την προοδευτικότητα που φέρνει η Αριστερά στην κυβέρνηση. Μόνο που πάλι ξεχάσαμε ότι η ανώδυνη (και κάπως άκαιρη) δήλωση Βούτση άφηνε στο απυρόβλητο το βασικότερο θέμα που απορρέει από τις… κοινωνιολογικές του παρατηρήσεις: την αλλαγή της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ελληνικού Συντάγματος που, αρκετά αδόκιμα και μάλλον ανούσια, αναφέρεται στην «επικρατούσα θρησκεία» της χώρας.

Στην πραγματικότητα καμία από αυτές τις συζητήσεις δεν βασίζονται σε πραγματικά πολιτικά διακυβεύματα. Περισσότερο πρόκειται για φιλοσοφικές και ιδεολογικές αναζητήσεις φιλελεύθερων (ΣΥΡΙΖΑ) και συντηρητικών (ΝΔ) που, έχοντας όλο και λιγότερους λόγους να διαφωνούν σε ό,τι αφορά τις… βαριές μεταβλητές της πολιτικής τους, αναλώνονται σε τσακωμούς επιπέδου ατάκας και τουίτ για να κρύψουν την, κατά τα άλλα προφανή, σύμπλευσή τους στην εφαρμογή των μνημονίων και όλου του νομοθετικού πλαισίου της τελευταίας δεκαετίας που βάζει συνεχώς στο στόχαστρο τα φτωχότερα στρώματα.

Keywords
Τυχαία Θέματα