Πλεονάσματα-δηλητήριο

Το πρωτογενές πλεόνασμα το 2016, πέρα από κάθε πρόβλεψη, ξεπέρασε το 3,5% του ΑΕΠ όταν ο μνημονιακός στόχος ήταν 0,5%, διαψεύδοντας έτσι για άλλη μία φορά τις μαύρες προβλέψεις του ΔΝΤ και δίνοντας επιχειρήματα στην κυβέρνηση να ελαφρύνει τον λογαριασμό των μέτρων.

Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό επιτεύχθηκε σε βάρος της οικονομικής δραστηριότητας, με συνέπεια η οικονομία να «χάσει» ανάπτυξη της τάξης του 1%-2% του ΑΕΠ.

Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι το ποσό που μένει λογιστικά στον κρατικό προϋπολογισμό όταν πληρωθούν όλα τα έξοδα εκτός από τους τόκους του χρέους.

Η υπέρβαση του στόχου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας στρατηγικής, αφού η κυβέρνηση δεν το είχε σχεδιάσει, για την ακρίβεια ούτε το περίμενε. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο στο οικονομικό επιτελείο είχαν την εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωνόταν σε 1,5% του ΑΕΠ, εκτίμηση που διαψεύστηκε από το αποτέλεσμα.

Στην πραγματικότητα η υπέρβαση οφείλεται στο γεγονός ότι οι δανειστές είχαν υποεκτιμήσει την απόδοση των μέτρων και ζητούσαν όλο και περισσότερα, με αποτέλεσμα τελικά ο μνημονιακός στόχος να υπερκαλυφθεί περισσότερο από έξι φορές. Η υπέρβαση αυτή αποτελεί ένα αδιάσειστο πολιτικό επιχείρημα κατά του ΔΝΤ, το οποίο στήριξε την απαίτησή του για πρόσθετα μέτρα (αύξηση φορολογικών εσόδων και μείωση δαπανών) στην πρόβλεψη ότι ο στόχος για το πλεόνασμα δεν θα επιτευχθεί.

Ακόμα και σήμερα το ΔΝΤ επιμένει ότι ο στόχος για πλεόνασμα 4,5% το 2018 δεν είναι εφικτός. Από την άλλη πλευρά, όμως, ακόμα και παράγοντες εντός του οικονομικού επιτελείου παραδέχονται ότι ο στόχος του πλεονάσματος επιτεύχθηκε χάρη στην αύξηση των φορολογικών εσόδων και την περικοπή των δαπανών, μέτρων δηλαδή που σε κάθε περίπτωση αφαιρούν πόρους από την οικονομία και επιβαρύνουν την ανάπτυξη.

Η τελευταία, το 2016, τελικά ήταν μηδενική, καθώς η αξία του συνόλου των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει η ελληνική οικονομία (ΑΕΠ) παρέμεινε στάσιμη.

Ο ακριβής υπολογισμός της ανάπτυξης, η οποία χάθηκε εξαιτίας της υπέρβασης του πλεονάσματος, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει, αλλά η πλειονότητα των αναλυτών που ασχολούνται με το ζήτημα εκτιμά ότι για κάθε μονάδα παραπάνω αύξησης του πλεονάσματος η οικονομία χάνει σε ανάπτυξη ποσοστό που κυμαίνεται ανάμεσα σε 0,5% και 1% του ΑΕΠ.

Με τα δεδομένα αυτά, με σχετική ασφάλεια υπολογίζουν ότι, εάν δεν είχε γίνει αυτή η υπερπροσπάθεια για το πλεόνασμα, ίσως η ανάπτυξη να είχε φτάσει και στο 1,5%-2% του ΑΕΠ πέρσι.

Βέβαια, το πιθανότερο είναι ότι, εάν δεν υπήρχε η υπέρβαση του πλεονάσματος το 2016, το ΔΝΤ θα είχε επιμείνει στις -αβάσιμες, όπως αποδεικνύεται- απαιτήσεις του για πρόσθετα μέτρα ήδη από το 2018, ανανεώνοντας τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της αβεβαιότητας.

Το συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η επίτευξη πλεονασμάτων είναι πραγματικό δηλητήριο για μια οικονομία που συμπιέζεται τα τελευταία εννέα χρόνια και πασχίζει να γυρίσει στην ανάκαμψη.

*Αναδημοσίευση από το «Business Stories», 16/04/2017

Keywords
Τυχαία Θέματα