Οικονομολόγοι του ΔΝΤ αμφισβητούν τις... νεοφιλελεύθερες πολιτικές

Ο νεοφιλελευθερισμός οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες και πλήττει την ανάπτυξη της οικονομίας, υποστηρίζουν τρεις οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιουνίου του περιοδικού «Finance & Development». Άποψη που, σίγουρα, δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά όταν προέρχεται από ανθρώπους του ΔΝΤ, ενός οργάνου που έχει κατηγορηθεί πολλάκις για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει

σε όσες χώρες έχει κληθεί να προσφέρει τη βοήθεια του.

Όπως μεταδίδει το AFP, πολλές φορές οι αριστεροί έχουν κατηγορήσει τον νεοφιλελευθερισμό – οικονομικοπολιτική πρακτική που εφαρμόζεται κατεξοχήν από το ΔΝΤ – ότι οδηγεί στη φτώχεια και τις ανισότητες.

Τώρα, αυτές ακριβώς οι απόψεις εκφράζονται εκ των έσω. Όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι του ταμείου, J. Ostry, P. Loungani και D. Furceri, με το άρθρο τους υπό τον τίτλο «Neoliberalism: Oversold?», η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη δημιουργία βιώσιμης ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει τις δικές της παρενέργειες.

Όπως εκτιμούν, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που σθεναρά υποστήριξε στην περίπτωση της Χιλής για παράδειγμα ο Μίλτον Φρίντμαν, «αντί να οδηγήσουν στην ανάκαμψη ορισμένες φορές διευρύνουν την κοινωνική ανισότητα θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αειφόρο ανάπτυξη».

Τα πλεονεκτήματα τέτοιων πολιτικών φαίνεται να έχουν υπερεκτιμηθεί σε κάποιες περιπτώσεις», αναφέρουν.
Η παραδοσιακή προσέγγιση στην παροχή βοήθειας σε χώρες που πρέπει να χτίσουν τις οικονομίες τους μέσω μείωσης της κρατικής δαπάνης, ιδιωτικοποιήσεων, πιο ελεύθερου εμπορίου και ανοιχτών κεφαλαιακών ροών μπορεί να έχει κόστος σε ό,τι αφορά την αύξηση των ανισοτήτων.

«Η αυξημένη ανισότητα πλήττει το επίπεδο της βιώσιμης ανάπτυξης», αναφέρουν.

«Ακόμα κι αν η ανάπτυξη είναι η μόνη ή η βασική προϋπόθεση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, οι υποστηρικτές της ατζέντας αυτής θα πρέπει να προσέξουν τις συνέπειες».
Αν και παραδέχονται ότι υπάρχουν πολλά θετικά στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, επισημαίνουν ότι κύρια προβλήματα αυτής της ατζέντας είναι η άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και η εφαρμογή δημοσιονομικής λιτότητας σε χώρες με μη βιώσιμα ελλείμματα και χρέη.

Τρία είναι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν εξετάζοντας αρκετές περιπτώσεις χωρών οι οποίες διαχρονικά, εφάρμοσαν τις πολιτικές αυτές, είτε υπό την έμπνευση του ΔΝΤ είτε μετά από ελεύθερη επιλογή των κυβερνήσεων:

Τα οφέλη σε όρους αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης είναι δύσκολο να τεκμηριωθούν όταν το δείγμα των χωρών που εξετάζεται είναι αρκετά μεγάλο.

Το κόστος που επιφέρουν οι πολιτικές αυτές στο κοινωνικό σώμα, αυξάνοντας τους δείκτες ανισότητας, είναι δυσβάστακτο. Μάλιστα τέτοια κόστη μπορούν να αντισταθμίσουν πλήρως τα οφέλη που μπορεί να επιφέρουν οι πολιτικές αυτές στο μέτωπο της ανάπτυξης.
Η όξυνση της κοινωνικής ανισότητας θέτει εν αμφιβόλω τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στο μέλλον. Έτσι παρόλο που η ανάπτυξη αποτελεί τη βασική επιδίωξη των νεοφιλελεύθερων επιλογών, οι υποστηρικτές τους θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα που έχουν οι πολιτικές αυτές στην διανομή του πλούτου μέσα στην κοινωνία.

Στον αντίποδα, βρίσκονται οι παρενέργειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών: ,το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα για την πλήρη άρση των εμποδίων στην κίνηση κεφαλαίων, μπορεί να διευκολύνει την ροή άμεσων ξένων επενδύσεων με όλες τις αυτονόητες ευεργετικές συνέπειες για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ελευθερία κίνησης αφορά τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα - κερδοσκοπικά κεφάλαια. Πρόκειται για τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου σε κρατικά ομόλογα και μετοχές, οι οποίες όμως σε περιόδους μαζικών ρευστοποιήσεων και κρίσεων μπορούν να οδηγήσουν στην πλήρη αποσταθεροποίηση της οικονομίας.

Όπως επισημαίνουν, σε 150 περιπτώσεις αναδυόμενων οικονομιών από το 1980 που βίωσαν μια μεγάλη αύξηση κεφαλαιακών ροών, το 20% κατέληξε να βιώνει οικονομική κρίση. Επιπλέον, η οικονομική ελευθερία οδηγεί σε αύξηση της ανισότητας στον πληθυσμό μιας χώρας.

Η μείωση του κράτους είτε μέσω των αποκρατικοποιήσεων ή με την περιστολή των κρατικών λειτουργιών (προκειμένου να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες και να συγκρατηθεί το Δημόσιο χρέος) συμπληρώνει το δίπτυχο της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η μείωση του Δημόσιου τομέα αρκετές φορές επιβάλλεται από τις συνθήκες της αγοράς στις περιπτώσεις που τα κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν ποσά ικανά για να συντηρήσουν υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ωστόσο, διαπιστώνουν ότι οι πολιτικές λιτότητας μετακυλύουν στην ουσία το κόστος από την εξοικονόμηση των δαπανών , μεγαλώνοντας τα κονδύλια για την κοινωνική πρόνοια. Ταυτοχρόνως πλήττουν την ζήτηση οδηγώντας σε αύξηση της ανεργίας. Με λίγα λόγια το δόγμα ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε επεκτατικά αποτελέσματα (αύξηση του ΑΕΠ κλπ) μέσω της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης και των επενδύσεων (θεωρία που υποστήριξαν μεταξύ άλλων ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Jean Claude Trichet και ο οικονομολόγος του Ηarvard, Alberto Alesina) δεν φαίνεται να λειτουργεί στην πράξη.
Κατά μέσο όρο μία δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 1% του ΑΕΠ, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας κατά 0,6% και αύξηση κατά 1,5% του δείκτη ανισότητας Gini μέσα σε μία πενταετία. Επομένως η θεωρία της επεκτατικής δημοσιονομικής προσαρμογής (η οποία εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα) δεν φαίνεται να ευσταθεί.

Εν ολίγοις, υπογραμμίζουν οι συγγραφείς ότι τα οφέλη ορισμένων πολιτικών που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα νεοφιλελεύθερης ατζέντας φαίνεται να έχουν υπερεκτιμηθεί.

Στην περίπτωση της κατάργησης των χρηματοοικονομικών συνόρων, τα κεφάλαια που εισρέουν σε μία οικονομία με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων, χαρακτηρίζονται καλοδεχούμενα για προφανείς λόγους. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση που τα κεφάλαια αυτά είναι βραχυπρόθεσμα ή κερδοσκοπικά. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση μάλιστα είναι ορατοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τη σταθερότητα του συστήματος μέσω των κρίσεων που συνήθως προκαλούν.
Για τις πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης, διαπιστώνεται ότι έχει υποτιμηθεί το βραχυχρόνιο κόστος που προκαλούν εξαιτίας της μείωσης του ΑΕΠ, η οποία επιφέρει αύξηση της ανεργίας και συρρίκνωση της ευημερίας.

Επιπλέον, δεδομένου ότι τόσο το άνοιγμα των αγορών και η λιτότητα συνδέονται με την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, η πολιτική αυτή προκαλεί συνθήκες αρνητικής ανάδρασης. Υπάρχουν πλέον ισχυρά στοιχεία ότι η ανισότητα μπορεί να μειώσει σημαντικά τόσο το επίπεδο και η διάρκεια της ανάπτυξης (Ostrý, Berg, και Τσαγγαρίδης, 2014) αναφέρουν οι τρεις οικονομολόγοι.

Συμπερασματικά, η οικονομική ζημιά που προκαλείται από την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην χάραξη τη οικονομικής πολιτικής προκειμένου η τελευταία να συμβάλλει περισσότερο στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των ασθενέστερων. Φυσικά, εκτός από την αναδιανομή, μπορούν να σχεδιαστούν πολιτικές που αμβλύνουν τις επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων όπως για παράδειγμα η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, η οποία επεκτείνει την ισότητα των ευκαιριών.

Τέλος, στις περιπτώσεις που η δημοσιονομική εξυγίανση κρίνεται απαραίτητη, θα μπορούσε να συνοδευτεί από μέτρα που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στις ομάδες χαμηλού εισοδήματος. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δυσάρεστες συνέπειες της κατανομής θα πρέπει να διορθωθούν, επισημαίνουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ.

Οι πολιτικές λιτότητας που συχνά στοχεύουν στη μείωση του υπερτροφικού κράτους, όχι μόνο δημιουργούν σημαντικές κοινωνικές δαπάνες, αλλά βλάπτουν και τη ζήτηση επιδεινώνοντας έτσι την απασχόληση και την ανεργία.

«To κόστος των φορολογικών αυξήσεων ή των μειώσεων των δαπανών που χρειάζεται για να απομειωθεί του χρέους μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το μειωμένο ρίσκο της κρίσης το οποίο προκαλείται από το χαμηλότερο χρέος»

«Στην πράξη, τα επεισόδια χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης ακολουθούνται συνήθως από πτώση της παραγωγής», επισημαίνουν οι οικονομολόγοι του ταμείου

Χ.Ρ.

Keywords
Τυχαία Θέματα