Ο Σαμ Μπενρουμπή γλίτωσε από το Ολοκαύτωμα;

Ο «τυχερός - άτυχος» επιχειρηματίας του οικιακού εξοπλισμού

Του Δημήτρη Μαρκόπουλου

«Το να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα» είχε πει ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Τεοντόρ Αντόρνο. Το να κάνεις όμως business – ερχόμαστε να προσθέσουμε εμείς - φαίνεται πως ήταν μια ανάγκη επιβίωσης. Μια λύση που η ίδια η αγωνία της ζωής επέβαλλε. Όσο κι αν το πνευματικό – φιλοσοφικό κίνημα των Υπαρξιστών του Ζαν Βαλ, του Αλμπέρ Καμί, του Χαιντέγκερ ή του Ζαν Πολ Σατρ θέλησε να θέσει μια προβληματική για το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης μετά τη λαίλαπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η καταλληλότερη απάντηση ήλθε από λιγότερο θεωρητικά μα πολύ πιο πρακτικά μυαλά. Από τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος που από τα Κρεματόρια του Μπέργκεν ή του Νταχάου έπρεπε να ξανασταθούν στα πόδια τους και να ανακτήσουν την αξιοπρέπεια που κάποιοι τους στέρησαν.

Ο Σαμ Μπενρουμπή, πρόεδρος του ομώνυμου επιχειρηματικού ομίλου με τα πολύ γνωστά είδη οικιακού εξοπλισμού κι ο άνθρωπος που έφερε τα Πυρέξ στη ζωή των Ελλήνων, υπήρξε έως και το θάνατο του το 2014 ένας τυχερός - άτυχος. Άτυχος γιατί όντας εβραϊκής καταγωγής Έλληνας γεννήθηκε στο λάθος παράθυρο του χρόνου. Στην Κατοχή. Τυχερός επειδή γλίτωσε – αν και με πολλούς κόπους – από το μεγάλο σφαγείο των Ναζί. Άτυχος γιατί έχασε μια ολόκληρη περιουσία. Τυχερός γιατί χάρη στη δουλειά και την ευφυία του τελικά την ξαναβρήκε. Αυτό το περίεργο ισοζύγιο είναι που καθόρισε τη δική του ύπαρξη. Πρόκειται για την αδιόρατη ζυγαριά (κάτι σαν τη Θεία Δίκη) που τη μια έγερνε προς το καλό και την επιτυχία και την άλλη προς το κακό και την καταστροφή. Σε αυτή τη μάχη όμως ο Σαμ Μπενρουμπή αποδείχθηκε δυνατός.

Ο επιχειρηματίας είδε το φως της ζωής στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Μια πόλη που τότε κρατούσε τα ηνία της εμπορικής ζωής της χώρας και στην οποία το εβραϊκό στοιχείο ήκμαζε. Γόνος εύπορης οικογένειας, απολάμβανε τους καρπούς της προσπάθειας του πατέρα του Χαϊμ, ο οποίος ασχολούνταν με τις εισαγωγές ειδών εξοπλισμού για τα σπίτια. Βέβαια η οικογενειακή επιχείρηση είχε ιδρυθεί πιο παλιά, στα 1880, όμως ο Χαϊμ Μπενρουμπή ήταν αυτός που της έδωσε ώθηση. Λίγο πριν το ξέσπασμα του Πολέμου, η οικογένεια αποφασίζει για λόγους ανάπτυξης της εταιρείας να μετακομίσει στην Αθήνα και σύντομα ο μικρός Σαμ και οι γονείς του μεταστεγάζονται σε οίκημα της οδού Αμαλίας. Πρόκειται για μια κίνηση που στο μέλλον θα αποδεικνυόταν σωτήρια.

Η περιπέτεια της Κατοχής

Οι σειρήνες που ήχησαν στην πρωτεύουσα την 28η Οκτωβρίου του 1940 από την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό βρήκαν τον μικρό Σαμ να είναι ακόμα μαθητής. Ούτε ο ίδιος, ούτε οι γονείς του φαντάζονταν πως αυτό που υποδέχθηκαν όπως όλοι οι συμπατριώτες τους με ενθουσιασμό, θα εξελισσόταν σε έναν εφιάλτη. Η χαρά δηλαδή της εθνικής νίκης απέναντι στους Ιταλούς φασίστες, μετά τη συνθηκολόγηση Τσολάκογλου τον Απρίλιο του '41 μετατράπηκε σε αγωνία για το αύριο.

Το τίμημα για την οικογένεια Μπενρουμπή ήταν μεγάλο. Όσοι από τους συγγενείς έμεναν στη Θεσσαλονίκη θα έπεφταν θύματα της γερμανικής ...κρεατομηχανής. Περίπου 20 ήταν οι συγγενείς τους που οδηγήθηκαν στα ευρωπαϊκά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μεταξύ αυτών οι παππούδες, οι γιαγιάδες και πολλοί Θείοι και ξαδέλφια.

Ο Χαϊμ Μπενρουμπή προσπάθησε με κάθε τρόπο να ξεφύγει της κοινής εβραϊκής μοίρας. Μαζί με την οικογένεια του, σχεδόν για δύο χρόνια κρυβόντουσαν στην Αθήνα και κατόπιν στην Πάτρα. Όπως ο ίδιος ο κ. Σαμ Μπενρουμπής μάλιστα έχει εξομολογηθεί παλαιότερα, ο θάνατος ήλθε πολλές φορές να τους κτυπήσει την πόρτα. Η Πάτρα μάλιστα λίγο έλειψε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα για τον ίδιο και τους γονείς του. Εκεί ζούσαν, φυγαδευμένοι από έναν φίλο τους γιατρό ονόματι Αναγνωστόπουλο. Ο τελευταίος όταν οι Γερμανοί έφθασαν στη κλινική του και απαίτησαν να δουν εάν κρύβει τον πατέρα του, τους απέτρεψε στο παρά πέντε λέγοντας τους πως εάν άνοιγαν την πόρτα δεν θα έβρισκαν τίποτε άλλο από έναν βαριά νοσούντα ασθενή και μάλιστα από ...μεταδοτική ασθένεια.

Ο μεταφραστής του Αϊζενχάουερ και του Μοντγκόμερι

Τελικά η οικογένεια επιβιώνει του πολέμου όμως τα οικονομικά της βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Η ειρωνεία είναι ότι ο Χάιμ Μπενρουμπή πίστευε πως τα χρήματα της οικογένειας έπρεπε να είναι τοποθετημένα στη δουλειά τους και έτσι μετά τον πόλεμο δεν έχουν ούτε ένα ακίνητο στην κατοχή τους, ούτε κοσμήματα, ούτε άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Η τεράστια περιουσία τους χάθηκε όταν οι Γερμανοί άδειασαν το κατάστημα. Ο Χαϊμ Μπενρουμπής ρίχνεται ξανά στο εμπόριο και με τους ελάχιστους πόρους του στέλνει τον γιο του Σαμ για σπουδές στο εξωτερικό. Έτσι ο τελευταίος σπουδάζει χημικός στη Γαλλία και κατόπιν στην Αγγλία, όπου κι εντάσσεται στην ομάδα που κατήγαγε μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στο χώρο της φαρμακοβιομηχανίας. Την αντικατάσταση των γυάλινων αμπουλών στα φάρμακα από ουδέτερο υλικό. Με τον τρόπο αυτό κερδίζει πολλά χρήματα και ονειρεύεται καριέρα χημικού. Παρόλα αυτά, θέλοντας να μην ξεκόψει από την πατρίδα του γυρίζει πίσω και κατατάσσεται στον στρατό. Πρόκειται σαφώς για μια ανορθολογική απόφαση η οποία όμως ανοίγει το δρόμο της μελλοντικής του απασχόλησης στις business.

Στη διάρκεια της θητείας του – όπως έχει εξομολογηθεί στο παρελθόν – είχε την τύχη να ζήσει από πρώτο χέρι της ζυμώσεις για τη δημιουργία του νέο-ελληνικού κράτους όπως αυτές εξελίχθηκαν στο πλαίσιο μετά τον Εμφύλιο και την ένταξη στους θεσμούς του ΝΑΤΟ. Ο ίδιος, ως μεταφραστής, είδε από κοντά μορφές όπως ο στρατηγός Μοντγκόμερι ή ο περίφημος ΑΪΚ (Ντουάιτ Αϊζενχάουερ), ενώ υπήρξε στενός συνεργάτης του τότε Υπουργού και μετέπειτα αρχηγού της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μόλις ο Σαμ Μπενρουμπή απολύθηκε έσπευσε να επιστρέψει στην επιστήμη του και τη Γαλλία. Παρόλα αυτά ο γέρος πλέον πατέρας του τον κάλεσε πίσω για να τον βοηθήσει να «κλείσει τις δουλειές του». Τότε ήταν που στον ίδιο μπήκε το επιχειρηματικό δαιμόνιο και τελικά αξιοποιώντας την πολύ καλή οικογενειακή του φήμη παρέμεινε και οδήγησε την επιχείρηση σε νέες περιπέτειες.

Τα ΠΥΡΕΞ της νοικοκυράς

Πρώτη του επιτυχία ήταν ότι έφερε από τη Γαλλία τα γνωστά σε όλους πλέον ΠΥΡΕΞ. Κατόπιν επεκτείνεται και σε άλλα είδη οικιακού εξοπλισμού όπως οι συσκευές Moulinex τις οποίες φέρνει στην Ελλάδα μαζί με τον Φρέντι Αμπραβανέλ, ο οποίος το 1956 είχε παντρευτεί την αδελφή τού Σαμ Μπενρουμπή. Οι δυο άνδρες ενώνουν τις επιχειρηματικές τους προσπάθειες σε μια πολυετή κοινή διαδρομή, η οποία διακόπηκε στη δεκαετία του '90 με φιλικό τρόπο. Τελείως διαφορετικές προσωπικότητες οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Φρέντι σηκώνει το βάρος των διοικητικών και των οικονομικών της εταιρείας, ενώ ο Σαμ τις σχέσεις με τους πελάτες.

Η εταιρεία τους πρώτη από όλες μαθαίνει στις Ελληνίδες τι εστί ηλεκτρική σκούπα ή χύτρες ταχύτητας αφού στη δεκαετία του '60 εισάγει τις επιτυχημένες SEB. Στη συνέχεια έρχονται κι άλλες επιτυχημένες φίρμες όπως η Tefal η Villeroy & Bosch. Η εταιρεία γίνεται σύντομα ο καλύτερος συνεργάτης των μαρκών αυτών σε Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως, με πωλήσεις εκατομμυρίων σκευών. Μάλιστα έχει πουλήσει περισσότερες από 3.000.000 χύτρες και απογειώνεται σε τέτοιο βαθμό που οι δυο συνέταιροι θα σταθούν μπροστά στον πρόεδρο Μιτεράν που τους παρασημοφορεί για την προσφορά τους στα γαλλικά προϊόντα.

Keywords
Τυχαία Θέματα