«Μισαλλοδοξία», από τις 20 Ιανουαρίου στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών

Δεν ξέρω αν θα είναι η παράσταση του χειμώνα. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι έχουμε να κάνουμε με το μεγαλύτερο θεατρικό στοίχημα της φετινής σεζόν και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρότζεκτ των τελευταίων ετών. Η Ιώ Βουλγαράκη, μία από τις νέες και πιο ξεχωριστές φωνές του θεατρικού μας σύμπαντος, μεταφέρει από τις 20 Ιανουαρίου στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών τη «Μισαλλοδοξία» του Ντ. Γ. Γκρίφιθ. Πρόκειται για τη μία εκ των δύο σπουδαιότερων

ταινιών ενός δημιουργού που όρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πατέρας του Χόλιγουντ. Ολοι οι υπόλοιποι μεγάλοι που ακολούθησαν του χρωστούν την ύπαρξή του. Με τη «Γέννηση ενός έθνους» το 1915 και τη «Μισαλλοδοξία» το 1916 μας σύστησε αυτό που ονομάζουμε κινηματογραφική υπερπαραγωγή, μυώντας μας στο μεγαλείο της έβδομης τέχνης. Τίποτα μετά τις δύο αυτές ταινίες δεν θα είναι ίδιο στο σινεμά…

Οταν την περασμένη άνοιξη διάβασα ότι η Ιώ προτίθεται να μεταφέρει στη σκηνή τη «Μισαλλοδοξία», σάστισα. Σκέφτηκα, πώς μπορείς να μεταφέρεις στη σκηνή μία βωβή κινηματογραφική υπερπαραγωγή που σε ταξιδεύει από την αρχαία Βαβυλώνα μέχρι τη Σταύρωση του Ιησού και τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου; Λίγο αργότερα έμαθα ότι δεν πρόκειται να παρουσιάσει θεατρικά το σύνολο της «Μισαλλοδοξίας», αλλά την τελευταία μόνο ιστορία της, που διαδραματίζεται στην πουριτανική Αμερική του 1915 με κεντρικό ήρωα έναν αθώο που καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ. Και πάλι όμως τα ερωτήματα που μου έμεναν αναπάντητα ήταν πολλά.

Οπως παραδέχεται η Ιώ, μέχρι να αποφασίσει να ασχοληθεί θεατρικά με τη «Μισαλλοδοξία» δεν είχε τύχει να δει την ταινία. Της την πρότεινε ο φίλος και συνεργάτης της, Αργύρης Ξάφης. Μέχρι τότε είχε στρέψει το ενδιαφέρον της περισσότερο στη «Γέννηση ενός έθνους» -μία ταινία που μιλάει για τον Αμερικάνικο Εμφύλιο- θέλοντας μέσα από αυτή να μιλήσει για τον δικό μας Εμφύλιο.

«Βλέποντας τη “Μισαλλοδοξία” κατάλαβα ότι δεν θέλω να μιλήσω για τον Εμφύλιο σαν ιστορικό γεγονός, αλλά για την υπαρξιακή του διάσταση. Γιατί είμαστε διαρκώς σε πόλεμο ο ένας με τον άλλον;» μου εξηγεί. Η «Μισαλλοδοξία» είναι η απάντηση του Γκρίφιθ στην έντονη κριτική που δέχτηκε ότι στην προηγούμενη ταινία του «Η γέννηση ενός έθνους» δικαιολόγησε εν μέρει τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν, η οποία τότε σκότωνε και έσπερνε τον τρόμο σε οποιονδήποτε θεωρούσε έξω από τα δικά της πρότυπα. Με τη «Μισαλλοδοξία» ο Γκρίφιθ κάνει, κατά κάποιο τρόπο, ένα δημόσιο statement κατά του μίσους απ” όπου κι αν αυτό προέρχεται. Η ταινία εξετάζει τις διαφορετικές μορφές μισαλλοδοξίας -εθνική, πολιτική, θρησκευτική και ταξική- μέσα από τέσσερις ιστορίες.

«Γιατί διάλεξες να διηγηθείς θεατρικά την τελευταία;» ρωτάω την Ιώ. «Είναι η λιγότερο προφανής. Η σφαγή τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου είναι μία πολύ αναγνωρίσιμη έκφραση μισαλλοδοξίας. Είναι ό,τι συνέβη στο Παρίσι πριν από λίγο καιρό. Το θέμα είναι πώς εκφράζεται η μισαλλοδοξία υπό συνθήκες φαινομενικής ομαλότητας. Πού φωλιάζει στην καθημερινότητά μας;» μου αναφέρει εξηγώντας ότι επίσης θεωρεί την τελευταία ιστορία ως την πιο θεατρική από την ταινία. «Σου αφήνει χώρο να τη διαχειριστείς θεατρικά και ποιητικά. Δεν έχει να κάνει μόνο με το εντυπωσιακό, που ενυπάρχει στις άλλες ιστορίες της ταινίας».

Ο ήρωας της τελευταίας ιστορίας παλεύει να αποδείξει την αθωότητά του με φόντο τον άγριο καπιταλισμό και τον ακραίο συντηρητισμό της Αμερικής του 1915. Εναν αιώνα μετά τα πράγματα λίγο έχουν αλλάξει στην ουσία τους. «Αυτό προσπαθούσε να φωτίσει και ο Γκρίφιθ με την ταινία του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται», παρατηρεί η Ιώ.

«Εμείς ή οι άλλοι, πάντα. Γιατί πάντα;» Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει στο επίκεντρό της η παράσταση. Ο Γκρίφιθ γράφει στο ημερολόγιό του που κρατάει από παιδί: «Τελικά η πλειοψηφία των ανθρώπων προτιμά οτιδήποτε άλλο εκτός από την ειρήνη».

«Φαίνεται ότι είναι μέσα μας η επιθυμία για μία γερή μάχη με τον άλλον», σχολιάζει η Ιώ. «Αναρωτιέμαι όμως, είναι πράγματι αυτή η φύση μας ή υπάρχει κάποιος τρόπος να δουλέψεις με τον εαυτό σου ώστε να κάνεις ένα βήμα προς τον άλλον και να μην καταλήγεις πάντα σε αυτό το “ή εκείνος ή εγώ'; Πολλές φορές στις πρόβες της παράστασης αναρωτιέμαι πότε γίνομαι εγώ μισαλλόδοξη. Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να θέσεις στον εαυτό σου. Ολοι σίγουρα έχουμε τέτοιες στιγμές».

Σύμφωνα με την Ιώ, «το πρόβλημα ξεκινάει όταν κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν δικαιοδοσία να σώσουν κάποιους άλλους, ότι αυτοί ξέρουν πώς πρέπει να ζουν οι άλλοι». Το σημαντικό όμως δεν είναι να περιγράψουμε ή να καταδείξουμε τη μισαλλοδοξία και το πώς αυτή εκφράζεται ατομικά ή κοινωνικά, αλλά να αναρωτηθούμε τα αίτια που την προκαλούν και τη διαμορφώνουν. «Η μισαλλοδοξία είναι το αποτέλεσμα μίας σειράς αθέατων πραγμάτων. Εχει να κάνει πολύ με τον φόβο νομίζω. Και με την απουσία αγάπης. Δεν έχει εισπράξει ο άλλος αγάπη. Υπάρχει ένα έλλειμμα εκεί», επισημαίνει η Ιώ προσθέτοντας με νόημα: «Νομίζω όμως ότι πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με μία μη ειλικρινή σχέση με τον εαυτό μου. Για να αντιμετωπίσω τον άλλον πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου. Αυτό δεν είναι απλό. Σπανίως το αντέχουμε».

Αφήνοντας λίγο στην άκρη τη θεωρητική συζήτηση περί μισαλλοδοξίας, τη ρωτάω περισσότερα πράγματα για το παραστασιακό αποτέλεσμα. Τι θα δούμε από τις 20 Ιανουαρίου στη Στέγη; Πώς μεταφέρεις ένα βωβό κινηματογραφικό έπος στη σκηνή; «Ειλικρινά νιώθω ότι δεν έχω κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον και κάτι πιο προσωπικό», μου εξομολογείται η Ιώ. «Το να βρεις πώς θα υπάρξεις με τον άλλον χωρίς να μιλήσεις, αλλά χωρίς αυτό να γίνει παντομίμα και χωρίς να γίνεις περιγραφικός είναι τρομερό στοίχημα».

Αυτό είναι που την απασχολεί κομβικά και στις πρόβες: πώς μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία παραμένοντας απλός και ποιητικός. «Μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνεις πολλά πράγματα. Χρειάστηκε να βρούμε ασκήσεις και να δημιουργήσουμε μία μέθοδο εργασίας ειδικά για αυτό το υλικό. Πολύ συχνά καταλαβαίνουμε στην πρόβα ότι με έναν τρόπο πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι αναφορές έχουμε. Γιατί όλοι έχουμε αναφορές και κλισέ. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τα καταφύγιά μας και να αρχίσει μετά μια διαδικασία ανακάλυψης του τρόπου ύπαρξης αυτού του σκηνικού», σημειώνει.

Σοφά παίρνει σκηνοθετικά τις αποστάσεις της από την ταινία αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκριση με αυτή, αλλά και με οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί κινηματογραφικό μέσο. «Αν και υπάρχει κάποιο κείμενο -εν είδει μεσότιτλων- το οποίο προβάλλεται στην παράσταση, ο στόχος είναι να μην είναι ένα κείμενο που στέκεται από μόνο του, ώστε να θεωρεί ο θεατής πως ό,τι και να γίνει θα καταλάβει από το κείμενο τα πάντα. Η χρήση του κειμένου είναι πολύ πιο ελλειπτική και σύγχρονη απ’ ό,τι συνέβαινε στον βωβό κινηματογράφο», μου εξηγεί η Ιώ.

Ο κόσμος που καλείται να δημιουργήσει στη σκηνή είναι ένας κόσμος χωρίς λέξεις, όχι όμως και άηχος. «Οταν πατάς, όταν αναστενάζεις, ακούγεσαι», μου τονίζει και πάνω σε αυτή την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ήχου βασίζει εν μέρει και την προσέγγισή της όσον αφορά στο γκρο πλαν, το κατεξοχήν εργαλείο του κινηματογράφου και δη του βωβού που στη θεατρική συνθήκη εξαφανίζεται. «Πώς μπορείς να κάνεις στο θέατρο ζουμ;». Η ανάγκη να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα ουσιαστικά διαμόρφωσε όλη τη σκηνοθεσία της παράστασης. «Εχουμε ανακαλύψει μία σειρά από τρόπους. Οταν ας πούμε έχεις δέκα ανθρώπους πάνω στη σκηνή που κινούνται σε κοινό χρόνο και ξαφνικά κάποιος από αυτούς κάνει κάτι τελείως διαφορετικό, αυτομάτως ο θεατής εστιάζει σε αυτόν. Ή αν έχεις μία μουσική που ντύνει όλη τη σκηνή και ξαφνικά ακούς μόνο τον ήχο από τα βήματα ενός από τους ηθοποιούς, πάλι τον ξεχωρίζεις. Λειτουργούμε με όλους τους τρόπους της θεατρικής διαχείρισης του κοντινού πλάνου. Σε αυτό βοηθάει αφενός το ότι είμαστε μεγάλη ομάδα και σχεδόν σε όλη την παράσταση όλοι είναι επί σκηνής κι αφετέρου η μεγάλη φόρμα, η μεγάλη σκηνή, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Μέσα από μία μεγάλη φόρμα μπορείς να αναδείξεις αυτό στο οποίο κάνεις focus. Αλλάζει πια ο όρος του κοντινού. Δεν έχει να κάνει με το πρόσωπο, αλλά με το τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο. Σε μια σκηνή συλλογικής μοίρας, τι συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο κορίτσι…».

Oλα αυτά ακούγονται πραγματικά εξαιρετικά απαιτητικά. Χρειάζονται από τη μία ένα σύνολο ηθοποιών που να λειτουργούν ουσιαστικά σαν ομάδα ή ακόμα καλύτερα σαν χορός, και από την άλλη έναν σκηνοθέτη που να έχει την απαραίτητη εκπαίδευση να το διαχειριστεί όλο αυτό. Η Ιώ, αν και μόλις 30 χρονών και με μόνο τέσσερις παραστάσεις στο βιογραφικό της, έχει την ικανότητα να το κάνει για τον πολύ απλό λόγο ότι έχει μαθητεύσει για πέντε χρόνια στην περίφημη Σχολή Σκηνοθεσίας του Ρωσικού Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS στη Μόσχα. Και αυτό δεν είναι λίγο.

«Ηταν η πιο σπουδαία εμπειρία της μέχρι τώρα ζωής μου», μου εξομολογείται. Τελειώνοντας εδώ τη Φιλοσοφική και τη Δραματική του Εθνικού, η Ιώ είχε μία έντονη επιθυμία να συνεχίσει να μαθαίνει και να εκπαιδεύεται πάνω στο αντικείμενό της. Δεν βιαζόταν να μπει στον χώρο απλά για να υπάρξει. «Είχα ανάγκη να σπουδάσω. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα περιβάλλον που οι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτό. Εκεί βρήκα αυτό που λέμε σχολή και συναντήθηκα με αυτό. Με τη ματιά πάνω στο θέατρο και στη ζωή, αλλά και με τα συγκεκριμένα εργαλεία που έχουν να σου δώσουν για τη δουλειά σου αυτοί οι άνθρωποι. Εχουν δασκάλους που είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι και παιδαγωγοί. Πιστεύουν -και συμφωνώ απόλυτα μαζί τους- ότι η εκπαίδευση δημιουργεί εκείνο τον μέσο όρο από τον οποίο μπορούν να ξεχωρίσουν οι απίθανες περιπτώσεις».

Η θεατρική εκπαίδευση στη Ρωσία αποκτά εντελώς διαφορετικές διαστάσεις από ό,τι γίνεται εδώ. «Σε μία τεράστια αγορά βγαίνουν ελάχιστοι άνθρωποι, γιατί ακριβώς σπουδάζουν όσοι χρειάζεται για να απορροφούνται στην αγορά εργασίας», μου λέει η Ιώ. Οι σπουδές δεν είναι χαμένος χρόνος. Είναι το άλφα και το ωμέγα. Ενα ολόκληρο σύστημα επενδύει στην κατάλληλη εκπαίδευση. «Πώς ήταν στην αρχή;» τη ρωτάω. «Οταν πήγα εκεί είχα κάνει δύο χρόνια ρώσικα εδώ, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Θεώρησα ότι υπερεκτίμησα τις δυνάμεις μου. Ομως επειδή κανείς δεν σου φέρεται διαφορετικά και κανείς δεν μιλάει αγγλικά, πολύ γρήγορα προσαρμόστηκα. Μετά δούλεψα εκεί, επέστρεψα να σκηνοθετήσω, έχω έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία. Εχω πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους εκεί. Ηταν η εμπειρία που με άλλαξε συνολικά. Σκεφτόμουν ότι μετά και να μην κάνω θέατρο και να πάω στο Πήλιο να μαζεύω ελιές θα το κάνω καλύτερα!» μου λέει.

Αναρωτιέμαι σε τι συνίσταται η ρωσική σχολή θεάτρου, αφού εδώ ελάχιστα ξέρουμε για αυτή. «Είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο το ρώσικο θέατρο. Καθόρισε το παγκόσμιο θέατρο στον 20ό αιώνα. Στην ουσία η ρώσικη σχολή έφερε στη σκηνή το θέατρο ensemble, το θέατρο ομάδας και όχι πρωταγωνιστών. Μίας ομάδας που ζει και ερευνά και δουλεύει μαζί. Επίσης, είναι μια σχολή που τοποθετεί ξεκάθαρα στο κέντρο του θεατρικού σύμπαντος τον ηθοποιό. Και ο ίδιος ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι και ηθοποιός. Τώρα, από εκεί και πέρα μέσα σε αυτή τη σχολή υπάρχουν πολλές διαφορετικοί διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας», μου εξηγεί η Ιώ.

«Τι είναι αυτό που κάνει τη ρωσική κοινωνία συντηρητική και μισαλλόδοξη σε μεγάλο μέρος της, την ίδια στιγμή που της παρέχεται η δυνατότητα για υψηλή παιδεία και εκπαίδευση;» τη ρωτάω. «Μάλλον οι Ρώσοι είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση. Επειδή έχουμε να κάνουμε με μία αχανή χώρα, πάντοτε είχαν μορφές εξουσίας πολύ συγκεντρωτικές και συντηρητικές για να υπάρξει αυτό το αχανές βασίλειο. Αυτό σήμαινε ανελευθερία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εχω την εντύπωση ότι όλο αυτό δημιουργούσε ένα πολύ γόνιμο εμπόδιο στον καλλιτέχνη. Για εκείνους η τέχνη ήταν και είναι στον πυρήνα της μία πράξη υπέρβασης και αντίστασης. Αυτός ο συντηρητισμός της εξουσίας γεννούσε καλλιτέχνες που είχαν “εχθρό”, είχαν σε κάποιον να απαντήσουν. Ακόμα και σήμερα η πολιτική εξουσία στη Ρωσία εμπεριέχει μία αντίφαση, από τη μία δίνονται χρήματα για τον πολιτισμό κι από την άλλη θέλει και να ελέγχει την τέχνη», μου απαντά.

Κλείνοντας, τη ρωτάω για τις δικές της σταθερές στη ζωή. Αν η μισαλλοδοξία είναι για κάποιους η σταθερά της ζωής τους, ποια είναι η δική της σταθερά; «Είμαι ένας άνθρωπος που εξαρτώμαι πολύ από τις σχέσεις μου», παραδέχεται. «Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μου που αποτελούν σταθερές και η αρμονία μου και η ευτυχία μου έχει να κάνει με την ύπαρξή τους. Προσπαθώ λοιπόν να προστατεύω αυτές τις σχέσεις, γιατί όλα τα άλλα έρχονται και παρέρχονται».

Πηγή: metropolispress.gr

Keywords
μισαλλοδοξία, σκηνη, θεατρο, δραση, ζουμ, focus, συγκεκριμένο, ρωσία, ensemble, βιογραφικο, σταση εργασιας, Καθεδρικός του Αγίου Βασιλείου, ομαδα διας, Καλή Χρονιά, κοινωνια, βγαινουν, φιλοσοφικη, ρωσία, ημερολόγιο, το θεμα, αλφα, βημα, δουλεια, εθνικη, εργαλεια, ηθοποιος, θεμα, μουσικη, πηλιο, ρωσικα, ταινιες, χορος, ωμεγα, αγαπη, αγορα, αγριο, αθωο, αθωότητα, αμερικη, ανοιξη, ανθρωπος, απλα, αρμονια, αρχαια, αρχιτεκτονικη, βαβυλωνα, γεγονος, γινει, γινεται, δυνατοτητα, δημοσιο, δικη, ευτυχια, υπαρχει, εκπαιδευση, εκφραση, ενδιαφεροντα, εν μερει, επιθυμια, ερευνα, ερχονται, ετων, τεχνη, ζωη, ζωης, ζωη μου, ιδια, ιδιο, η δικη, ιησου, ιστορικο, ηχο, κεφαλαιο, κειμενο, λογο, ματια, μισαλλοδοξία, μοσχα, μπορεις, νυχτα, νοημα, ομαδα, παντα, ορος, ουσιαστικα, ουσια, παιδι, παρισι, περιβαλλον, σεζον, σιγουρα, συγκεκριμένο, συγκεκριμενα, συζητηση, σειρα, σκηνοθεσια, υψηλη, φυση, φοντο, φορμα, χρονος, βηματα, ensemble, focus, ηρωας, χωρα, λεξεις, ρωσοι, θελω να, θεσεις, υλικο, βωβου
Τυχαία Θέματα