Και μακροπρόθεσμος «κόφτης» του χρέους, στην πρόταση του ΔΝΤ

Εμπροσθοβαρή και «άνευ όρων» ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από τους Ευρωπαίους ζητά το ΔΝΤ, προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, όπως προκύπτει από την έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους, που δημοσιοποίησε στο παρά 5' του κρίσιμου Eurogroup στις Βρυξέλλες.

Μάλιστα το ΔΝΤ προτείνει εντός τριών ετών, μέχρι τη λήξη του προγράμματος το 2018, να αναδιαρθρωθεί το

σύνολο των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα και να συνδεθεί η διαδικασία με την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Για παράδειγμα αναφέρουν πως κάθε χρόνο και αφού όλα βαίνουν καλώς στο μέτωπο της προσαρμογής οι Ευρωπαίοι να προχωρούν σε αναδιάρθρωση του 1/3 του χρέους. Παράλληλα, σε πιο βραχυπρόθεσμη βάση και προκειμένου να δοθεί ένα πρώτο “σήμα” προς τις αγορές, οι αναλυτές του Ταμείου μάλιστα θέλουν ακόμα και η επόμενη δόση του δανείου του ESM να εκταμιευθεί με βάση τους νέους όρους που προτείνουν.

Με αυτόν τον τρόπο «οι Ευρωπαίοι εταίροι θα δείξουν ότι δεσμεύονται να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση» στέλνοντας μήνυμα σταθερότητας προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ώστε να εμπιστευτούν εκ νέου την ελληνική οικονομία και παράλληλα θα είναι ένα καταλυτικό βήμα, όπως εκτιμά το ΔΝΤ, ώστε η ελληνική κυβέρνηση αλλά και το πολιτικό σύστημα να αναλάβει την «πατρότητα» των μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να προωθηθούν.

Το Ταμείο όμως δεν σταματά εκεί και ζητά μακροπρόθεσμα να υπάρχει ένα αυτόματος μηχανισμός διόρθωσης της ρύθμισης του χρέους καθώς το χρέος και η ελληνική οικονομία θα εξακολουθούν να είναι “ευάλωτα” σε σοκ. Έτσι σε περίπτωση αστάθμητων παραγόντων ή εκτροχιασμού του στόχου να υπάρχει και “κόφτης” του χρέους! Η έκθεση του Ταμείου προειδοποιεί ότι εάν δεν υπάρξει ελάφρυνση το χρέος της Ελλάδας μπορεί να φθάσει έως και το 250% του ΑΕΠ έως το 2060.

Ξεκαθαρίζει δε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018 και εκτιμά ότι οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας «περιορίζονται» στην επίτευξη, μακροπρόθεσμα, πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% του ΑΕΠ. Και αυτό καθώς εκτιμά ότι η δυναμική ανάκαμψης δεν θα είναι μεγάλη (μόλις στο 1,25% η μέση ανάπτυξη ετησίως μακροπρόθεσμα) αφού κρίνει ότι το τραπεζικό σύστημα θα παραμείνει αδύναμο τα επόμενα χρόνια λόγω των κόκκινων δανείων ώστε να να μπορεί να χρηματοδοτεί επαρκώς την οικονομία για τους στόχους που έχουν τεθεί, οι ιδιωτικοποιήσεις – λόγω του ιστορικού των ελληνικών κυβερνήσεων – δεν θα ξεπεράσουν τα 5 δισ ευρώ ως το 2030 ενώ και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα αποδειχθεί μία δύσκολη υπόθεση.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ανάλυση του ΔΝΤ «ακόμη και εάν η Ελλάδα καταβάλει ηρωικές προσπάθειες θα κατορθώσει, μόνο προσωρινά, να επιτύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Λίγες χώρες έχουν κατορθώσει να επιτύχουν και να διατηρήσουν σε αυτά τα επίπεδα τα πρωτογενή τους πλεονάσματα για ορίζοντα 10ετίας ή και παραπάνω.

Τη δεκαετία του '90, αναφέρει, η Ελλάδα κατάφερε να διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1¾ για οκτώ χρόνια, αλλά για μια πιο παρατεταμένη περίδο πριν την ρίση το πρωτογενές έλλειμμα έφτασε το 1% του ΑΕΠ και διευρύνθηκε στο 2% μετά την υιοθέτηση του ευρώ.

Σε δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, καταγράφηκαν μόνο 15 περιπτώσεις με ύφεση μεγαλύτερη από 5 χρόνια και καμία χώρα δεν είχε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά από μια τόσο μακρά περίοδο αρνητικής ανάπτυξης. Και υπενθυμίζει ότι η Ελλαδα έχει βιώσει μια επταετή ύφεση.

Όπως σημειώνει το Ταμείο είναι εξαιρετικά δύσκολο η Ελλάδα να επιτύχει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, με δεδομένη και την εκτίμηση ότι η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό για αρκετές δεκαετίες». Ταυτόχρονα δεν διστάζει να θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την αποτελεσματικότητα του περίφημου δημοσιονομικού «κόφτη», τονίζοντας ότι «ακόμη και ο προτεινόμενος μηχανισμός προληπτικών περικοπών δεν μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό υποκατάστατο των ορθών μεταρρυθμίσεων».

Προσθέτει ότι απαιτείται προσαρμογή για να διασφαλιστεί το 1,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς εκτιμά ότι θα καταγραφεί μείωση εσόδων ως αναλογία του ΑΕΠ αφού η ανάκαμψη αναμένεται να προέλθει από επενδύσεις και εξαγωγές που δεν φέρουν φορολογικά έσοδα. Επίσης, προειδοποιεί ότι μπορεί να παρατηρηθεί μείωση της κατανάλωσης.

Εκτιμά επίσης ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και σταθερό, καθώς η δαπάνη για συντάξεις (17,5% του ΑΕΠ) είναι η υψηλότερη στην ΕΕ. Το Ταμείο κάνει λόγο για ένα «γενναιόδωρο σύστημα», ενώ ασκεί κριτική στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις επισημαίνοντας ότι μεταθέτουν το πρόβλημα στους μελλοντικούς συνταξιούχους.

Στο στόχαστρο του ΔΝΤ μπαίνουν και οι εξαιρέσεις του φορολογικού συστήματος με έμφαση στο αφορολόγητο όριο που εξαιρεί πάνω από το ήμισυ των φορολογουμένων.

Τα σενάρια για το χρέος και οι προτάσεις

Όπως ισχύει σε κάθε Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ εξετάζουν τρία σενάρια (βασικό - αισιόδοξο και απαισιόδοξο) προκειμένου να καταλήξουν και ως προς το ύψος που μπορεί να φθάσει αλλά και ως προς τα μέτρα που προτείνουν ούτως ώστε εάν υπάρχει πρόβλημα αυτό να επιλυθεί.

Βάσει, πάντως, όλων των σεναρίων η Ελλάδα θα πρέπει να «απολαύσει» μία μετάθεση του χρόνου αποπληρωμής, διευρυμένη περίοδο χάριτος και σταθερά επιτόκια.
Το Ταμείο πιέζει στην έκθεση για πιο δραστικά μέτρα, όπως η αναδιάρθρωση του ενός τρίτου των επίσημων δανείων στο τέλος κάθε χρονιάς ως το 2018.

Χωρίς τα μέτρα αυτά, προειδοποιεί το ΔΝΤ, το χρέος της χώρας θα εκτοξευτεί από το 180% στο 250% του ΑΕΠ ως το 2060 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) θα εκτιναχτούν στο 60% του ΑΕΠ, τρεις φορές πάνω από το ανώτατο όριο που διασφαλίζει την βιωσιμότητα του χρέους.

Το Ταμείο υπενθυμίζει αυτό που είχε πει και στην έκθεση του περασμένου Ιουνίου ότι δηλαδή, οι στόχοι και το πλαίσιο που συμφωνήθηκαν για το χρέος το 2012 δεν ισχύουν πια σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους. Και συμπληρώνει ότι για να καταστεί αυτό δυνατό θα πρέπει να διατηρηθούν για παρατεταμένη περίοδο σε χαμηλά επίπεδα τα διμερή δάνεια, ώστε να μειωθεί σημαντικά το χρέος για να μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές.

Το ταμείο προτείνει έναν συνδυασμό τριών μέτρων για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με κύριο στόχο να μην δαπανάται πάνω απ' το 15% του ΑΕΠ για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας:

1. Επέκταση χρόνων ωρίμανσης: Μια παράταση των προθεσμιών λήξης για τα δάνεια του EFSF, του ESM και των διμερών δανείων (Greek Loan Facility - GLF) για περίοδο έως 14 χρόνια για τα δάνεια του EFSF, 10 χρόνια για τα δάνεια του ESM και 30 χρόνια για τα διμερή δάνεια θα μπορούσε να μειώσει τους δείκτες των ακαθάριστων δανειακών αναγκών και του χρέους κατά περίπου 7% και 25% του ΑΕΠ έως το 2060 αντίστοιχα. Ωστόσο, από μόνο του αυτό το μέτρο δεν θα είναι αρκετό για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα, αναφέρει το ΔΝΤ.

2. Αναβολές πληρωμών: τα δάνεια του EFSF έχουν ήδη παραταθεί και τα δάνεια του ESM έχουν δοθεί με μεγάλες περιόδους χάριτος και περιόδους ωρίμανσης. Ωστόσο θα πρέπει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή του Κεφαλαίου να επεκταθεί για τα δάνεια του ESM κατά 6 χρόνια, για τα δάνεια του EFSF κατά 17 έτη και για τα διμερή δάνεια κατά 24 έτη. Επίσης θα πρέπει να παραταθεί και η περίοδος χάριτος για την καταβολή τόκων επιπρόσθετα κατά 17 έτη για τα δάνεια του EFSF και έως 24 έτη για τα δάνεια του ESM και τα διμερή δάνεια.

Αυτή η παράταση των καταβολών στην εξυπηρέτηση του χρέους θα μπορούσε να βοηθήσει να μειωθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες περαιτέρω κατά 17% του ΑΕΠ έως το 2040 και 20% έως το 2060 και – επιτρέποντας στην Ελλάδα να ωφεληθεί από τα χαμηλά επιτόκια του ESM για περισσότερο – θα μπορούσε να μειωθεί το χρέος κατά 84% του ΑΕΠ έως το 2060. Και σε αυτή την περίπτωση όμως οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπερνούσαν ετησίως το 20% του ΑΕΠ μετά το 2050 και ως εκ τούτου το χρέος θα έπαιρνε και πάλι την ανιούσα. Γι' αυτό και το Ταμείο υπογραμμίζει την ανάγκη και του τρίτου μέτρου...

3. Σταθερό επιτόκιο: Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το χρέος θα καταστεί βιώσιμο τα επιτόκια δανεισμού θα πρέπει να «κλείσουν» σε χαμηλά επίπεδα, τα οποία δεν θα ξεπερνούν το 1,5% έως και το 2040. Στο πλαίσιο αυτό, ο ESM θα μπορούσε να επιχειρήσει να επωφεληθεί από το ακόμη ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων, προσπαθώντας να "κλειδώσει" τα επιτόκια για το συνολικό ύψος των δανείων από EFSF/ESM στα τρέχοντα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, παράλληλα με την εξάλειψη του spread που εφαρμόζεται σήμερα στα διμερή δάνεια. Eάν η αγορά για μακράς διάρκειας ομόλογα δεν μπορεί να απορροφήσει το συνολικά εκτιμώμενο απόθεμα ύψους 200 δισ. ευρώ που θα πρέπει να έχει τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος, τότε τα κράτη μέλη θα πρέπει να βρουν έναν άλλο τρόπο για να εξασφαλιστεί το κόστος της αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους σε ένα περιβάλλον όπου η μακροπρόθεσμη σταδιακή ομαλοποίηση των επιτοκίων δεν διατίθεται για την Ελλάδα. Έτσι, η σταθεροποίηση των επιτοκίων απαιτεί επί της ουσίας μία δέσμευση από τα κράτη μέλη να αποζημιώσουν τον ESM για τις απώλειες που σχετίζονται με τα σταθερά επιτόκια για τα ελληνικά δάνεια, ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια δέσμευση. Αυτό σαφώς θα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο μεταξύ των κρατών - μελών λαμβανομένων υπόψιν των περιορισμών - πολιτικών και νομικών - σε εν λόγω δεσμεύσεις εντός της νομισματικής ένωσης. Αυτό το μέτρο σε συνδυασμό με τα δύο προαναφερθέντα θα βοηθήσει να μειωθεί το χρέος κατά 53% του ΑΕΠ έως το 2040 και 151% έως το 2060, και τις Ακαθάριστες Δανειακές Ανάγκες κατά 22% το 2040 και 39% έως το 2060, που ικανοποιεί τους στόχους βιωσιμότητας που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Οι βασικές προβολές της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους βασίζεται όμως και σε πρόσθετες παραμέτρους όπως:

- Έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις: Παρά τη δέσμευση της Ελλάδας να ιδρύσει ένα ταμείο αποκρατικοποιήσεων αξίας 50 δισ. ευρώ ως μέρος του προγράμματος του ESM, το Ταμείο δεν έχει αναθεωρήσει τις προβολές του για τις ιδιωτικοποιήσεις από τον Ιούνιο, που ανέρχονται στα 5 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2015-2030 (τα 2 δισ. ευρώ έως το 2018). Αυτές οι προβολές θεωρούνται πιο ρεαλιστικές, με δεδομένο το πτωχό ιστορικό της Ελλάδας αναφορικά με την επίτευξη των στόχων για ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο των προηγούμενων προγραμμάτων. (Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών τα σωρρευτικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ανέρχονται μόλις στα 3 δισ. ευρώ, ή μόλις 6% των συνολικών εσόδων ύψους 50 δισ. ευρώ και 12% των εσόδων που αναμένονται έως το 2022). Οι προηγούμενοι στόχοι περιλάμβαναν σημαντικά αναμενόμενα έσοδα από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, ωστόσο παρά τις μεγάλες ενέσεις κεφαλαίων το 2010, το κράτος δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει τις επενδύσεις του στις τράπεζες - αντιθέτως, μετά την πιο πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση, το μερίδιο του κράτους στον τραπεζικό τομέα μειώθηκε περίπου στο 20% (από σχεδόν 60%). Ως αποτέλεσμα, το ΔΝΤ δεν αναμένεται ουσιαστικά έσοδα από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.

- Ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών: Σε ειδική αναφορά στον τραπεζικό κλάδο, ενώ καλωσορίζεται η ανακεφαλαιοποίηση του 2015, προστίθεται ότι αυτή δεν συμπληρώθηκε από την αναγκαία αλλαγή στις διοικήσεις των ομίλων, κάτι το οποίο για το ΔΝΤ αποτελεί λανθασμένο χειρισμό, καθώς αφήνει τις τράπεζες «ευάλωτες» σε πολιτικές παρεμβάσεις. Ζητά, επίσης, να υπάρξει ένα «μαξιλάρι» ύψους 10 δισ. ευρώ, το οποίο θα κρατηθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που υπάρξει, εκ νέου, ανάγκη στήριξης του τραπεζικού συστήματος.

Επιπρόσθετα τονίζεται ότι «με δεδομένο το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τραπεζικοί ισολογισμοί θα παραμείνουν αδύναμοι και για τα επόμενα χρόνια» και ως εκ τούτου «είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι οι τράπεζες θα κατορθώσουν να παράσχουν χρηματοδότηση στην οικονομία τέτοιου επιπέδου ώστε να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι ανάπτυξης που έχουν τεθεί».

Ο τραπεζικός τομέας ανακεφαλαιώθηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο, μετά την ολοκληρωμένη αξιολόγηση του SSM που προσδιόρισε τις κεφαλαιακές ανάγκες στα 15 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα του ESM περιλάμβανε 25 δισ. ευρώ που είχαν μπει στην άκρη για τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εξ αυτών, τα 5,4 δισ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο, με το υπόλοιπο μέρος των αναγκών να καλύπτεται από ιδιωτικά κεφάλαια.

Παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις - οποίες πρόσθεσαν συνολικά 43 δισ. ευρώ (πάνω από το 24% του ΑΕΠ) στο δημόσιο χρέος από το 2010 - τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να αυξάνονται στο 44% των συνολικών δανείων στο τέλος του Δεκεμβρίου (το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και τα κεφάλαια των τραπεζών εξαρτώνται σε υπερβολικό βαθμό από τον αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax assets - DTAs) που ανέρχονται κοντά στα 20 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των κεφαλαίων (το υψηλότερο στην ευρωζώνη).

Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ θεωρούν ότι ένα μαξιλάρι περίπου 10 δισ. ευρώ πρέπει να υπάρχει στην άκρη για την κάλυψη πιθανών πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών (αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό του ύψους των DTAs).

Στον αέρα οι προβλέψεις σε περίπτωση νέου «σοκ»

Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνεται στην έκθεση, ακόμα και σε περίπτωση που υλοποιηθούν τα προτεινόμενα σενάρια αναδιάρθρωσης του χρέους, η δυναμική του χρέους παραμένει σημαντικά ευάλωτη σε σοκ.

Στο αισιόδοξο σενάριο, που θα επιτευχθεί με την υιοθέτηση πιο δυναμικών πολιτικών από αυτό που αναμένεται, θα επιτευχθεί υψηλότερη ανάπτυξη (1,5%), χωρίς περαιτέρω κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται απλά η προώθηση δομικών και χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Στο απαισιόδοξο σενάριο, αν οι πολιτικές δεν είναι όσο αποφασιστικές χρειάζεται, η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη μακροπρόθεσμα (που θα σταθεροποιηθεί στο 1%) και σε χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα (1% του ΑΕΠ). Τότε η βιωσιμότητα του χρέους δεν θα είναι πλέον διασφαλισμένη.

Πατήστε ΕΔΩ για να δείτε την έκθεση

Keywords
Τυχαία Θέματα