Η ιδιομορφία των στρατηγικών των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων

Κάθε μεγάλη δύναμη της ΕΕ συμμετέχει στις κοινές διαδικασίες πρωταρχικά ως φορέας των συμφερόντων της εθνικής της κυριαρχίας και για αυτό άλλωστε οι όποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί αποτελούν προϊόν συμβιβασμού και διαφύλαξης των συμφερόντων τους . Κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη έχει συγκεκριμένο σχέδιο για την πορεία της ΕΕ ενταγμένο στη δική της πλανητική ή περιφερειακή στρατηγική.

Το Εθνικό Συμφέρον δεν εκλείπει αλλά επιδιώκεται ολοένα και περισσότερο να εξυπηρετείται όχι προδήλως και ευθέως αλλά

μέσω της επιρροής την οποία τα κράτη ασκούν στους κοινούς θεσμούς και στις κοινές πολιτικές των πολυμερών ή διεθνών δομών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ. Οι διακυβερνητικοί θεσμοί «αποτελούν σκληρές αρένες εργαλειακών διακρατικών διαπραγματεύσεων» στερούμενοι της ικανότητας να παράγουν συλλογικές νόρμες.

Η Μ. Βρετανία έχει επιλέξει να δρα, από τότε που υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία ,πάντοτε υπό και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αντιθέτως η Γαλλία αποφεύγει να δρα με τρόπο που να δηλώνει πλήρη υποταγή ή συμφωνία με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία μετά την ειρηνική ενοποίηση του γεωγραφικού της χώρου επιχειρεί σιγά αλλά σταθερά την αποκατάσταση της προπολεμικής ζώνης επιρροής της στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Το διάβασμα της ιστορίας δεν γίνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο από τις μεγάλες ( αλλά και μικρές) ευρωπαϊκές δυνάμεις και δεν συνάγονται από όλες τα ίδια συμπεράσματα.

Κάθε μεγάλη δύναμη της ΕΕ συμμετέχει στις κοινές διαδικασίες πρωταρχικά ως φορέας των συμφερόντων της εθνικής της κυριαρχίας και για αυτό άλλωστε οι όποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί αποτελούν προϊόν συμβιβασμού και διαφύλαξης των συμφερόντων τους . Κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη έχει συγκεκριμένο σχέδιο για την πορεία της ΕΕ ενταγμένο στη δική της πλανητική ή περιφερειακή στρατηγική.

Το Εθνικό Συμφέρον δεν εκλείπει αλλά επιδιώκεται ολοένα και περισσότερο να εξυπηρετείται όχι προδήλως και ευθέως αλλά μέσω της επιρροής την οποία τα κράτη ασκούν στους κοινούς θεσμούς και στις κοινές πολιτικές των πολυμερών ή διεθνών δομών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ. Οι διακυβερνητικοί θεσμοί «αποτελούν σκληρές αρένες εργαλειακών διακρατικών διαπραγματεύσεων» στερούμενοι της ικανότητας να παράγουν συλλογικές νόρμες.

Η εθνική σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή προσέγγιση ως προς τη μεταφορά μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε κεντρικό «ομοσπονδιακό» επίπεδο είναι βαθιά ριζωμένη σε σειρά χωρών. Αλλά και μεταξύ των χωρών που φαίνεται να επιθυμούν την πολιτική ολοκλήρωση υπάρχουν κράτη που είναι υπέρ της συνομοσπονδίας και όχι της ομοσπονδίας5.Δέχονται τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας χωρίς την αύξηση της υπερεθνικής. Η Γερμανία είναι και υπήρξε πάντοτε ένα «ομοσπονδιακό» κράτος.

Ως εκ τούτου η κυριαρχούσα αντίληψη στις Γερμανικές πολιτικές ελίτ και στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης εστίαζε στην εμφάνιση ενός Ομοσπονδιακού Κράτους λίγο πολύ δομημένου κατά το Γερμανικό Ομοσπονδιακό πρότυπο. Η προσήλωση της Γερμανικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και μάλιστα με τη μορφή της Ομοσπονδίας οφείλεται στην θεωρητικώς και εμπειρικώς βάσιμη υπόθεση ότι εντός μιας ενοποιημένης Ευρώπης η πολιτική ηγεσία και ηγεμονία της Γερμανίας θα προέκυπτε αφ’ εαυτής. Επομένως οι δράσεις προετοιμασίας εντός του κοινοτικού πλαισίου πρέπει να είναι τέτοιες που να εξυπηρετούν αυτό τον σκοπό.

Αντιθέτως η Γαλλία εκκινούσα πάντοτε από τη σταθερά βάση του Εθνικού κράτους δύσκολα θα δεχόταν τη μεταφορά βασικών εθνικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων σε κάποιο υπερεθνικό επίπεδο. Πιο εύκολα θα ήταν υπέρ ενός είδους Συνομοσπονδίας ανεξαρτήτων κρατών , ενισχυμένη ίσως αλλά πάντως όχι ένα Ομόσπονδο κράτος. Η Αγγλία από την άλλη μεριά είναι αρνητική σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις σύγκλισης και στην καλύτερη των περιπτώσεων τις θεωρεί αναγκαίο κακό.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν εκφρασμένες απόψεις μου εδώ και πολλά χρόνια και συνεχίζω να τις υποστηρίζω και σήμερα. Μάλιστα τα τελευταία γεγονότα σχετικά με την εκλογή του προέδρου της ευρωπαϊκής επιτροπής έρχονται προς επίρρωση όλων όσων έχω υποστηρίξει. Η διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και ΜΒ η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο του Jean-Claude Juncker, όπως είναι άμεσα κατανοητό εντάσσεται στην οπτική την οποία αναφέραμε προηγουμένως. Πρόκειται για την διαφορετική οπτική για την ευρωπαϊκή ένωση. Είναι εντυπωσιακό ότι στον έντυπο γερμανικό και αγγλικό τύπο υπάρχουν σαφείς τοποθετήσεις που περιγράφουν ευκρινώς το διακύβευμα .

Συγκεκριμένα : η γερμανική Der Spiegel στο Editorial (03.06.2014) δημοσιεύει άρθρο με τον αποκαλυπτικό τίτλο: Decision Time: Britain Must Choose Now If It Will Stay in Europe στο οποίο δηλώνεται με απροκάλυπτο τρόπο ότι η ΜΒ θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσει τι θέλει να κάνει με την ευρωπαϊκή ένωση. Δεν μπορεί να συνεχίσει να εκβιάζει με βάση τα εσωτερικά της προβλήματα.

Σε απάντηση η αγγλική Financial Times δημοσιεύει άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου Gideon Rachman με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Block Junker to save real democracy in Europe(02.06.2014). Στο συγκεκριμένο άρθρο η κριτική επικεντρώνεται τόσο στο πρόσωπο του Jean-Claude Juncker, το οποίον θεωρεί ικανό γραφειοκράτη και διεκπεραιωτή των εντολών του Βερολίνου αλλά και στην αδυναμία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να αποτελέσει δημοκρατικό δεδομένο από τη στιγμή που δεν υφίσταται «ευρωπαϊκός δήμος».

Φυσικά πέρα από τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται υπάρχει σαφέστατα κρυμμένη αλλά εμφανής η διαφορετική οπτική των δύο χωρών ως προς την αντίληψη τους για την ευρωπαϊκή ένωση. Ο τρίτος της παρέας η Γαλλία προς στιγμή σιωπά αναμένοντας μήπως καταφέρει , εκμεταλλευόμενη τη συγκεκριμένη σύγκρουση προωθήσει κάποιο δικό της υποψήφιο πχ τον πρώην υπουργό οικονομικών Pierre Moshovisi.

Οι υπόλοιπες χώρες αναμένουν στο ακουστικό τους τις αποφάσεις , θυμίζοντας έντονα τα μέλη ενός ΔΣ επιχείρησης που αναμένουν τις ανακοινώσεις – αποφάσεις του Διευθύνοντα Συμβούλου .

Blogger Κώστας Μελάς
Keywords
Τυχαία Θέματα
Η ιδιομορφία των στρατηγικών των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων,