Επιστρέφει από Γενάρη ο φόρος υπεραξίας στα ακίνητα

Νέες επιβαρύνσεις θα αντιμετωπίσουν από το 2018 όσοι θέλουν να πουλήσουν σπίτια, οικόπεδα ή αγροτεμάχια, καθώς από τον Ιανουάριο επανέρχεται η υποχρέωση πληρωμής φόρου υπεραξίας (της διαφοράς δηλαδή, μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής κτήσης). Ο εν λόγω φόρος είχε ανασταλεί για το 2015, το 2016 και το 2017 αλλά θα επανέλθει με το νέο έτος βάσει του προσφάτως συμφωνηθέντος ανάμεσα σε κυβέρνηση και δανειστές επικαιροποιημένου Μνημονίου

3.

Ο φόρος, σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική, υπολογίζεται με βάση τον άρθρο 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και προβλέπει τα εξής:

1. Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου

2. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμής της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ

3. Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν το 1995 θα απαλλάσσονται από το φόρο υπεραξίας.

Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25).

Ωστόσο, σύμφωνα με την εφημερίδα, ο τρόπος υπολογισμού του φόρου υπεραξίας, όπως προκύπτει από την πιο πρόσφατη διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε στα τέλη του 2014, κρύβει πολλές παγίδες.

- Αν ιδιοκτήτης προχωρήσει σε διάστημα δύο ετών σε τουλάχιστον τρεις πωλήσεις ακινήτων, η υπεραξία που προκύπτει θα θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και θα φορολογείται με συντελεστή 22-45% και όχι 15%, καθώς και με επιπλέον προκαταβολή φόρου 100%.

- Αν κτίσμα ή αγροτεμάχιο εντάχθηκε στα όρια οικισμού μετά την ημερομηνία απόκτησής του από τον πωλητή, ως χρόνος κτήση θεωρείται ο χρόνος ένταξης του ακινήτου στον οικισμό και όχι η πραγματική ημερομηνία κτήσης. Ετσι, μειώνεται ο χρόνος που φαίνεται ότι έχει μεσολαβήσει μεταξύ κτήσης και πώλησης και η φορολογητέα υπεραξία αυξάνεται πλασματικά. Άρα αυξάνεται και η φορολόγηση του πωλητή.

Keywords
Τυχαία Θέματα