Χωρίς ατζέντα Κεντροαριστερά και Δεξιά

Σήμερα κάποιοι -ελπίζουμε πολλοί- δημοκρατικοί πολίτες που δεν έχουν ακόμη απογοητευτεί εντελώς από τους πολιτικούς θα ψηφίσουν για την ανάδειξη ηγέτη της Κεντροαριστεράς.

Οι υποψήφιοι πολλοί, με την κυρία Φώφη Γεννηματά να εκπροσωπεί τον κομματικό μηχανισμό και το παλιό ΠΑΣΟΚ, τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη τη μετεξέλιξη της κυρίας Γεννηματά, τον δήμαρχο Γιώργο Καμίνη όσους είναι ταυτόχρονα και φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, όπως έχει αυτοχαρακτηριστεί ίδιος, τον κ. Σταύρο Θεοδωράκη να προσπαθεί να διευρύνει το παλιό ΠΑΣΟΚ

με τις απόψεις του Ποταμιού, τον κ. Γιάννη Ραγκούση να θέλει να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις τόσο στην οργάνωση του κόμματος όσο και στις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν στη χώρα, τον τεχνοκράτη Γιάννη Μανιάτη να προτείνει νέο παραγωγικό μοντέλο, τον ανεξάρτητο Απόστολο Πόντα να εκπροσωπεί τους «κανονικούς» ανθρώπους, τον πρύτανη Κωνσταντίνο Γάτσιο να μιλάει για Κέντρο και όχι Κεντροαριστερά και τον επικοινωνιολόγο Δημήτρη Τζιώτη να κάνει λόγο για «επανάσταση».

Δύο από αυτούς θα περάσουν στον δεύτερο γύρο, κάποιος θα εκλεγεί, αν ψηφίσουν λίγοι πολίτες θα επικρατήσουν οι υποψήφιοι του κομματικού μηχανισμού, αν ψηφίσουν πολλοί μπορεί να υπάρξει και έκπληξη. Το σύστημα ψηφοφορίας όμως μάλλον δεν ευνοεί μαζική ψηφοφορία, ακόμη και για τεχνικούς λόγους.

Το ζήτημα όμως είναι αν η Κεντροαριστερά έχει σήμερα ατζέντα. Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τη Δεξιά.

Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κλέψει τις ατζέντες και των δύο πολιτικών χώρων. Ξεκινώντας από τη Ριζοσπαστική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ μετεξελίσσεται σε κόμμα που εφαρμόζει κατά περίπτωση τις ατζέντες όλων των υπόλοιπων κομμάτων πλην της δικής του. Η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει πια καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συνεργαζόμενος με τους ΑΝ.ΕΛ. και εφαρμόζοντας τα μνημόνια κλέβει την πολιτική ατζέντα της Δεξιάς, ενώ προβάλλοντας ένα έντονο κοινωνικό πρόσωπο και κάποιες καινοτομίες κλέβει την ατζέντα της Κεντροαριστεράς.

Χωρίς να είναι, λοιπόν, ούτε κεντροαριστερό κόμμα, ούτε δεξιό, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στερήσει από τους δύο βασικούς του αντιπάλους και την ιδεολογία τους και την πολιτική που σκοπεύουν να εφαρμόσουν αν εκλεγούν. «Τους βούτηξε το πορτοφόλι (τον δημόσιο κορβανά δηλαδή) μαζί με τις ταυτότητες και τα διαβατήρια», λέει χαρακτηριστικά μεγάλος επιχειρηματίας για την κυβέρνηση. Και είναι πράγματι πετυχημένη αυτή η δήλωση διότι τα δύο κόμματα δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να προβάλουν κάποια άλλη ιδεολογία ή πολιτική που θα έβγαζε την χώρα από την κρίση με διαφορετικό τρόπο από αυτό που εφαρμόζεται σήμερα. Σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτό φταίει το γεγονός ότι εφαρμόζουμε ούτως ή άλλως μια πολιτική που σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε από το εξωτερικό με τα μνημόνια. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου είχαν σημαντικά περιθώρια επιλογής πολιτικών και διάλεξαν να εφαρμόσουν αυτή τη σκληρή λιτότητα στον ιδιωτικό τομέα και όχι να εφαρμόσουν άλλες εναλλακτικές.

Η τρόικα και οι ξένοι πιστωτές ζήτησαν μετατροπή ελλειμμάτων σε πλεονάσματα. Συνέστησαν περικοπές στο Δημόσιο με ιδιωτικοποιήσεις, συγχωνεύσεις οργανισμών, κλείσιμο άχρηστων οργανισμών και υπηρεσιών, πάγωμα προσλήψεων και περιορισμό των μη παραγωγικών δαπανών. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, με αποκορύφωμα αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξαν διάλυση του ιδιωτικού τομέα με υπερφορολόγηση, διατήρηση του δημόσιου τομέα σε πλήρη έκταση, προστασία των κομματικών μηχανισμών κ.λπ. Επέλεξαν επίσης να αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια, που θα περιόριζαν τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, που θα αύξαναν την παραγωγικότητα και θα δημιουργούσαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Υπάρχουν, λοιπόν, πάρα πολλά σημεία που θα μπορούσαν τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης να επιλέξουν για να διαφοροποιηθούν, εφόσον οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις ακόμη δεν έχουν προχωρήσει. Με λίγα λόγια, θα μπορούσαν να προτείνουν εφαρμογή μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τόσο σε πολιτικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο. Δεν το κάνουν όμως ούτε τώρα, και έτσι παραμένουν και οι δύο πολιτικοί χώροι δέσμιοι κάποιων παλαιού τύπου και εντελώς αναποτελεσματικών επιλογών.

Μένουν χωρίς πολιτική ατζέντα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς να λένε στον πολίτη τι θα κάνουν διαφορετικό από αυτό που κάνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να διαμορφώσουν πλειοψηφικό ρεύμα για την εξουσία ή να ποντάρουν απλώς και μόνο στη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και να απογοητεύουν ακόμη περισσότερο τους πολίτες.

Η ανάκαμψη της χώρας όμως απαιτεί την αλλαγή αυτής της πολιτικής και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ώστε να απαγκιστρωθούμε από το κομματικό κράτος και τη διαφθορά του. Και εφόσον κανείς δεν τολμά να το περιγράψει αυτό -προφανώς κανείς δεν θέλει ούτε να το εφαρμόσει-, οι πολίτες θα αδιαφορούν και θα απελπίζονται, η πολιτική σκηνή θα παραμένει παλαιολιθική και η χώρα θα σέρνεται χωρίς προοπτικές.

Αν, λοιπόν, ο κόσμος της Κεντροαριστεράς δεν κάνει την έκπληξη ανατρέποντας τις προβλέψεις, αλλά συνεχίσει να στηρίζεται στις επιλογές του κομματικού μηχανισμού και ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθήσει να επενδύει στη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε νέες ιδέες και πολιτικές, το ποιος θα εκλεγεί στις επόμενες εκλογές θα έχει μικρή σημασία. Μια απ’ τα ίδια θα είναι όλοι αν δεν αλλάξουν ριζικά και δεν διαμορφώσουν ένα νέο μοντέλο διοίκησης, θέτοντας ταυτόχρονα και νέους στόχους.

Keywords
Τυχαία Θέματα