The Artists - Οι θρύλοι της «βουβής» εποχής

Ο τίτλος της ταινίας που σάρωσε πριν από λίγες ημέρες τα Οσκαρ, «The Artist» («Ο καλλιτέχνης»), μοιάζει με τον τρόπο του να υποδηλώνει το προφανές: Δεν έχει σημασία αν αφηγείσαι σε 3D, αν τα ειδικά σου εφέ διογκώνουν θεαματικά τον αμφιβληστροειδή, αν είσαι έγχρωμος ή ασπρόμαυρος, αν είσαι στερεοφωνικός ή... μουγγός. Αν δεν είσαι καλλιτέχνης, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι μια τρύπα στο νερό. Και εκείνη την εποχή, την εποχή του βωβού δηλαδή, κάθε σπιθαμή του κορμιού σου έπρεπε να μιλάει - όπως μίλησε, για παράδειγμα, η γυμνή
πλάτη της Λουίζ Μπρουκς στο «Κουτί της Πανδώρας». Βέβαια - και κανένα άρθρο απ' όσα έχω τσεκάρει στον διεθνή Τύπο δεν το διευκρινίζει αυτό - οι ταινίες εκείνη την περίοδο δεν ήταν στ' αλήθεια βωβές: μαζί με τον μηχανικό προβολής (ένα από τα πιο ριψοκίνδυνα επαγγέλματα της εποχής λόγω της εύθραυστης φύσης του - παραγομένου από νιτροκυτταρίνη! - φιλμ), ένας υπεύθυνος στο πλάι της αίθουσας συνόδευε την ταινία με πλήθος ηχητικά εφέ, τα οποία, μαζί με τη μουσική υπόκρουση, συνέθεταν ένα πλήρες ακουστικό αποτέλεσμα. Σκεφθείτε ότι στη Νέα Υόρκη μπορούσες να πετύχεις και ηθοποιούς που εκπαιδεύονταν για να «ντουμπλάρουν» τους βωβούς πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης στις τοπικές αίθουσες! Λογικό: είχαν να ανταγωνιστούν το θέατρο. Γιατί, ναι, και το θέατρο εκείνη την εποχή αποτελούσε θέαμα άκρως εντυπωσιακό. Στο βιβλίο του ιστορικού και κριτικού Μαρκ Κέρμοντ «Ο καλός, ο κακός και το multiplex» αναφέρεται μια παράσταση του Μπεν Χουρ γεμάτη άρματα, άλογα και θεαματικές μάχες. Σκεφθείτε τους θεατές. Σκεφθείτε τον θόρυβο! Αν λοιπόν ο βωβός κινηματογράφος της εποχής έπρεπε να συναγωνιστεί το θέατρο, το μόνο που του έμενε ήταν η ένταση και η υπερβολή στο παίξιμο και στην αναπαράσταση αισθημάτων και καταστάσεων. Με λίγα λόγια, οι ηθοποιοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη... βουβαμάρα τους, αλλά και να δείχνουν διαρκώς larger than life (μεγαλύτεροι από τη ζωή - συγχωρήστε μου την αμερικανική έκφραση). Κάτι που τελικά δεν κληρονομήθηκε τόσο από το θεατρικό παίξιμο της εποχής αλλά αποτέλεσε αυτόνομη μορφή έκφρασης, που έμελλε να σβήσει με την έλευση του ήχου. Το σινεμά καθυστέρησε αρκετά να αποτίσει φόρο τιμής σε αυτούς και όταν το έκανε τελικά, το 1950, το έκανε με μια πικρή εικόνα: στο σπίτι της Γκλόρια Σουάνσον μια ομάδα ξεπεσμένων ηθοποιών μαζεύεται για ένα καρεδάκι στην ταινία «Sunset Boulevard». Ανάμεσά τους ο Μπάστερ Κίτον και η Αννα Κ. Νίλσον. Ρίξτε μια ματιά στα πρόσωπα που ακολουθούν. Είναι μόνο λίγοι από τους ήρωες μιας τέχνης που ήρθε και έφυγε ανεπιστρεπτί. Λουίζ ΜπρουκςΗ γεννημένη το 1906 στο Κάνσας των ΗΠΑ η Μπρουκς ήταν αρχικά χορεύτρια. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Μπρόντγουεϊ και δεν άργησε να μεταπηδήσει στο Χόλιγουντ, όπου έπαιξε σε διάφορες ανάλαφρες ταινίες. Την καριέρα της ωστόσο τη χρωστάει κυρίως στην Ευρώπη: στη Γερμανία με τις ταινίες του Παμπστ «Pandora's box» και «Diary of a lost girl» (ο ρόλος της στην πρώτη ταινία ως Λούλου είναι και αυτός που την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή) και στη Γαλλία με την ταινία του
Keywords
Τυχαία Θέματα