Η έξοδος στις αγορές και το κρυφό παζάρι των hedge funds για το ύψος του επιτοκίου

Η τρίτη αξιολόγηση έκλεισε, η επόμενη δόση αναμένεται να εκταμιευτεί κατά τα μέσα Φεβρουαρίου και θεωρητικά η χώρα από σήμερα είναι έτοιμη να κάνει ένα ακόμα βήμα βγαίνοντας στις αγορές ομολόγων, εξέλιξη που σίγουρα θα δημιουργήσει ακόμα πιο αισιόδοξο κλίμα και γύρω από το Χρηματιστήριο.

Άλλωστε η παράμετρος της έκδοσης ομολογιακού δάνειου έχει ενταθεί εξ’ αρχής ως ορόσημο στο θετικό σενάριο για την πορεία των Ελληνικών μετοχών, υπό την έννοια πως θα αποτελέσει μια ακόμα ισχυρή δικλίδα εμπιστοσύνης και θα φέρει νέους επενδυτές έστω και κερδοσκοπικού χαρακτήρα,

στον καθημερινό κύκλο συναλλαγών της Λεωφόρου Αθηνών. Ωστόσο όσο και αν στο Μέγαρο Μάξιμου είναι έτυμοι να πανηγυρίσουν το ντεμπούτο στην αγορά ομολόγων, στο Υπουργείο Οικονομικών γνωρίζουν πως πρόκειται για μια ιδιόμορφη διαδικασία δεδομένου πως και ολόκληρη η οικονομία βρίσκεται σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς, με αποτέλεσμα να ενδέχεται να υπάρξουν επιπλοκές. Όχι τόσο ουσιαστικές αλλά κυρίως τεχνικής φύσεως. Για τον λόγο αυτό ίσος κάποιοι έχουν ρίξει στο τραπέζι την ιδέα η έκδοση του ομολογιακού δάνειου να πραγματοποιηθεί μετά και την εκταμίευση της δόσης, προς το τέλος του Φεβρουαρίου, όταν θα έχει και τυπικά ολοκληρωθεί η αξιολόγηση με την εκταμίευση των 5,7 δισ. ευρώ.

Οι ανισορροπίες και το παρασκήνιο

Συγκεκριμένα αυτό που συμβαίνει αυτή την στιγμή στο διεθνές επενδυτικό παρασκήνιο, είναι ένα αόρατο παζάρι που αφορά το ύψος του επιτοκίου που θα πρέπει να «πάρουν» οι διαχειριστές κεφαλαίων για να μπουν στην έκδοση. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες που επικρατούν στην δευτερογενή αγορά ελληνικών ομολόγων και την «δεκαετία» να διαμορφώνεται σταθερά χαμηλότερα του 4%, ένα νέο επταετές ομόλογο (όπως αυτό που προωθεί η Κυβέρνηση ως πρώτο βήμα ) θα πρέπει να δίνει επιτόκιο της τάξεως του 3,3%. Τέτοιο επίπεδο επιτοκίων όμως απολαμβάνουν οι χώρες που διαθέτουν δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας τουλάχιστον «ΒΒΒ», όταν η Ελλάδα μόλις την προηγούμενη εβδομάδα αναβαθμίστηκε κατά μια βαθμίδα από την Standard α Poor’s σε «Β» από «Β-», απέχοντας από το «ΒΒΒ» κατά έξι σκαλιά ακόμη. Αναλυτικότερα αυτό που συμβαίνει είναι πως απέχουμε πολύ ακόμη από την λεγόμενη «investment grade» (επενδυτική βαθμίδα) κάτι που απαγορεύει στα βαριά και μακροπρόθεσμου ορίζοντα χαρτοφυλάκια να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα.

Η σπόντα της Standard α Poor’s

Στο σημείο αυτό δε έχει σημασία να επισημανθεί μια παράγραφος από το σχόλιο της Standard α Poor’s με το οποίο συνόδεψε την ανακοίνωση της αναβάθμισης. Οι αναλυτές του Οίκου λένε πως η αξιολόγηση της χώρας «στηρίζεται στο ασυνήθιστα χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της και από τη συνεχιζόμενη στήριξη του Δημόσιου υπό τη μορφή δανείων με μεγάλη ωρίμανση και της ελάφρυνσης χρέους». Ακόμα και η εν λόγο αναβάθμιση δηλαδή δεν βασίζεται τόσο στα βελτιωμένα μεν οικονομικά δεδομένα του κράτους, αλλά σε μια ιδιαιτερότητα που σίγουρα λαμβάνεται υπόψη από τους επενδυτές. Οπος ιδιαιτερότητα θεωρείται και το γεγονός ότι τα κεφάλαια που θα αντληθούν και τώρα αλλά και στις επόμενες εκδόσεις που θα ακολουθούσουν μέχρι τον Αύγουστο. θα αξιοποιηθούν ως «μαξιλάρι» προκειμένου να έχουν εξευρεθεί από τώρα τα ποσά των τοκοχρεολυσίων που θα πρέπει να καταβάλουμε μέσα στα επόμενα δυο χρόνια.

Που θα κάτσει η μπίλια

Συνεπώς οι μόνοι εν δυνάμει αγοραστές ομολόγων από την ώρα που οι «μεγάλοι παίκτες» και να θέλουν δεν μπορούν να τοποθετηθούν λόγο χαμηλής βαθμολογίας, είναι και πάλι τα περίφημα hedge funds ή αλλιώς οι «καρχαρίες των αγορών».

Από εδώ πηγάζει και ο χαρακτηρισμός «παζάρι» που αναφέρθηκε στην αρχή. Διότι υπό αυτή την βαθμολογία οι συγκεκριμένοι διαχειριστές απαιτούν αποδόσεις (επιτόκιο) άνω του 5%, έως και 6% έχοντας ως επιχείρημα το ρίσκο. Όμως το οικονομικό επιτελείο προσδοκά και πρέπει να πετύχει απόδοση σίγουρα κάτω του 3,5%. Ετσι τουλάχιστον εκτιμά η αγορά, προκειμένου το επίπεδο να συνάδει με εκείνα των ομολόγων που βρίσκονται σε διαπραγμάτευση και να υπάρχει μια ισορροπία μέσα στην όλη ανισορροπία του συστήματος. Προφανώς λύση θα βρεθεί μια και ρολό θα έχουν σίγουρα και οι επενδυτικοί οίκοι που θα λειτουργήσουν ως ανάδοχοι στην έκδοση, ωστόσο οι πιέσεις από την πλευρά των fund managers φαίνεται πως θα συνεχιστούν ως την τελευταία στιγμή. Υπενθυμίζεται δε πως όταν η προηγούμενη Κυβέρνηση είχε προβεί σε ανάλογο εγχείρημα, έγινε «μάχη» για να οριστεί το επιτόκιο χαμηλότερα του 5% και μάλιστα είχαν εντοπιστεί και ορισμένα «τεχνικά τερτίπια» που έλαβαν χώρα από τους αναδόχους για να κλείσει τελικά μερικά «pips» πιο κάτω.

Του Αντώνη Τάντουλου – [email protected]

Keywords
Τυχαία Θέματα