ΕΘΝΙΚΗ: Οι εξαγωγές θα φέρουν την επιστροφή στην ανάπτυξη

12:13 1/8/2013 - Πηγή: BankWars

Η σημαντική μείωση της δαπάνης για εισαγωγές αποτέλεσε την κύρια αιτία συρρίκνωσης του εξωτερικού ελλείμματος τα προηγούμενα χρόνια — σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπου οι εξαγωγές σήκωσαν το βάρος της προσαρμογής — ωστόσο, οι μελλοντικές επιδόσεις του ελληνικού εξαγωγικού τομέα (οι οποίες ήδη επιδεικνύουν σημαντική βελτίωση), θα έχουν τον πλέον καταλυτικό ρόλο για τη μακροπρόθεσμη εξωτερική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει έκθεση της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας

.

Η έκθεση διαπιστώνει ότι το κατάλληλο ύψος επιχειρηματικών επενδύσεων που θα προσδιορίσουν την ταχύτητα και επάρκεια του εξωστρεφούς μετασχηματισμού της οικονομίας, ώστε να τροφοδοτήσει την ανάκαμψη και να θέσει την ανεργία σε σταθερά πτωτική τροχιά, είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό που προβλέπει το πρόγραμμα. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για προσέλκυση της αναγκαίας εξωτερικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την έγκαιρη ολοκλήρωση αυτού του μετασχηματισμού, αποτελεί μία από τις βασικότερες προκλήσεις για την οικονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια.

Η εντυπωσιακή μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών….

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, η σημαντική μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έρχεται να συμπληρώσει τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί αναφορικά με την αντιμετώπιση άλλων βασικών εστιών μακροοικονομικών ανισορροπιών μέσα σε ένα έντονα υφεσιακό περιβάλλον.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε, από 9,9% του ΑΕΠ το 2011 σε 3,4% το 2012, μετά από μία περίοδο σχετικά βραδείας προσαρμογής την τριετία 2009-11 (συρρίκνωση μόνο κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, παρά την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας την ίδια περίοδο κατά 14,4%), δημιουργώντας εύλογες αμφιβολίες για την καταλληλότητα του μείγματος οικονομικής πολιτικής. Η ευνοϊκή δυναμική του 2012 συνεχίζεται αμείωτη στο πεντάμηνο του 2013, με το έλλειμμα να μειώνεται στο μισό σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο και την επίτευξη ενός σχεδόν ισοσκελισμένου ελλείμματος να διαφαίνεται πλέον ως μια ρεαλιστική προοπτική για το 2013.

…βασίστηκε κατά κύριο λόγο στη συρρίκνωση & εξορθολογισμό της διάρθρωσης της εγχώριας ζήτησης, που μείωσε σημαντικά τη δαπάνη για εισαγωγές…

Η σημαντική μείωση των εισαγωγών — δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού επιπέδου τους κατά την έναρξη της κρίσης — μετά από μια δεκαετία έντονα αυξητικών τάσεων της εγχώριας ζήτησης, αλλά και η μετέπειτα, ραγδαία μείωση της τελευταίας, αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα της προσαρμογής. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συρρίκνωση των εισαγωγών (εκτός πετρελαίου) ερμηνεύει περίπου τα 2/3 της μείωσης του ελλείμματος την τετραετία 2009-12, με το υπόλοιπο να αντανακλά την αύξηση των εξαγωγών και τη μείωση των πληρωμών τόκων του δημοσίου χρέους προς το εξωτερικό. Σε αντιδιαστολή, το μείγμα της εξωτερικής προσαρμογής εμφανίζεται διαφορετικό σε άλλες χώρες της ευρωζώνης που εφαρμόζουν επίσης προγράμματα οικονομικής σταθεροποίησης, αλλά στις οποίες η αύξηση των εξαγωγών διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην μείωση των εξωτερικών τους ελλειμμάτων (βλ. περιπτώσεις Πορτογαλίας, Ισπανίας, Ιρλανδίας).

…ειδικά σε κατηγορίες προϊόντων η ζήτηση των οποίων αντιδρά εντονότερα στις διακυμάνσεις του διαθέσιμου εισοδήματος …

Το σχετικά υψηλό ποσοστό αγαθών με υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα στις ελληνικές εισαγωγές επιτάχυνε την προσαρμογή τους, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα μειωνόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και η δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας να εξομαλύνει τη δαπάνη του, βάσει των αποταμιεύσεων ή των αποδόσεων της περιουσίας του, σταδιακά εξανεμίστηκε. Η κλιμάκωση της αβεβαιότητας μέσω των σεναρίων εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη το 2012 και η δραματική συρρίκνωση των εμπορικών πιστώσεων και εγγυήσεων για εξωτερικό εμπόριο, σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση των αποθεμάτων που διακραττώνται από τις επιχειρήσεις, συνέτειναν στην περαιτέρω κάμψη της δαπάνης για εισαγωγές το 2012. Ως εκ τούτου, η συνολική δαπάνη για εισαγωγές διαρκών καταναλωτικών, ειδών πολυτελείας και επενδυτικών αγαθών — δηλ. οι κατηγορίες με τη μεγαλύτερη ευαισθησία της εγχώριας ζήτησης στις διακυμάνσεις του εισοδήματος — μειώθηκαν κατά 50% στο 5,1% του ΑΕΠ το 2012 από περίπου 10% το 2008, ενώ οι εισαγωγές πρώτων υλών εκτός πετρελαίου, καθώς και βασικών καταναλωτικών αγαθών σημείωσαν σημαντικά μικρότερες μειώσεις της τάξης του 1,5% και 0,4% του ΑΕΠ αντιστοίχως.

Η μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές είναι διατηρήσιμη, καθώς είναι κυρίως οι εισαγωγές επενδυτικού εξοπλισμού και παραγωγικών εισροών αυτές που αναμένονται να ανακάμψουν μαζί με την οικονομική δραστηριότητα, ενώ οι πρώτες ενδείξεις υποκατάστασης εισαγωγών είναι ορατές, κυρίως σε παραγωγικούς τομείς έντασης εργασίας

Αποτέλεσμα των ανωτέρω εξελίξεων είναι το μερίδιο στις ελληνικές εισαγωγές αγαθών με σχετικά μικρή ευαισθησία στις μεταβολές του εισοδήματος, να αυξηθεί σημαντικά (βασικά καταναλωτικά προϊόντα, πρώτες ύλες, και άλλες εισαγωγές που καλύπτουν βασικές ανάγκες των καταναλωτών ή της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας). Το γεγονός αυτό επιδρά και στις εκτιμήσεις της δυναμικής των εισαγωγών, όταν η εσωτερική ζήτηση σταθεροποιηθεί και εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης σε εντελώς διαφορετική βάση συγκριτικά με την προ-κρίσεως περίοδο. Συγκεκριμένα, η ανάλυση της ΕΤΕ καταδεικνύει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης των εισαγωγών θα είναι διατηρήσιμο και μακροπρόθεσμα καθώς:

• Η σημαντική μείωση και αναδιάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας θα συνεχίσει να αντανακλάται στις τάσεις εισαγωγών τα επόμενα χρόνια (με τη δαπάνη για διαρκή καταναλωτικά αγαθά και ήδη πολυτελείας να παραμένει χαμηλή).

• Τα τμήματα της ζήτησης για εισαγωγές που θα ανακάμψουν είναι αυτά που σχετίζονται με αγορές επενδυτικού εξοπλισμού, πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούνται για εγχώρια παραγωγική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων και εξαγώγιμων αγαθών.

• Διαφαίνονται, επίσης, οι πρώτες ενδείξεις προόδου όσον αφορά την υποκατάσταση των εισαγωγών, κυρίως σε
τομείς έντασης εργασίας και μικρότερων απαιτήσεων σε χρήση ενέργειας — όπως τομείς τροφίμων, ποτών και μεμονωμένων κατηγοριών ειδών οικιακής χρήσης και εξοπλισμού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΤΕ, η αξία των εισαγωγών που υποκαταστάθηκαν με εγχώρια παραγωγή ανήλθε στο 1,5% του ΑΕΠ το 2012.

Οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής μεταποίησης, καθώς και του πρωτογενούς τομέα είναι αξιοσημείωτες και επιτεύχθηκαν σε ένα περιβάλλον έντονων προκλήσεων

Είναι αξιοσημείωτο ότι η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε σωρευτικά, κατά 20% περίπου, την τετραετία 2009-12 (εκτός προϊόντων πετρελαίου), παρά τον αδύναμο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης (όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε -0,2 και -0,8 αντίστοιχα, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2009-12). Μεταποιητικοί τομείς έντασης εργασίας, οι οποίοι βασίζονται σε εγχώριες, κυρίως, πρώτες ύλες (λ.χ. κλάδοι τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών), καθώς και συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα και μεταποιημένα προϊόντα ορυκτών πρωταγωνίστησαν στην αύξηση της αξίας των μη πετρελαϊκών εξαγωγών, συνδυάζοντας την ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα τιμής με την επιτυχημένη διαφοροποίηση των γεωγραφικών προορισμών τους.

Πρέπει να τονισθεί ότι το ποσοστό των εξαγωγών στην ΕΕ περιορίστηκε περεταίρω (ειδικά το 2012), με αυξανόμενο ποσοστό να κατευθύνεται σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (39% εκτός των πετρελαιοειδών, έναντι 27% κατά μ.ο. την περίοδο 2000-08, ενώ συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες ξεπέρασαν το 2012 τις εξαγωγές στην ΕΕ, 56% έναντι 44% αντίστοιχα). Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ακόμη και οι γειτονικές χώρες στη ΝΑ Ευρώπη (λ.χ. Κύπρος, Βουλγαρία, Ρουμανία) που αποτέλεσαν δυναμικές αγορές την προηγούμενη δεκαετία, εμφάνισαν αδύναμους ρυθμούς ανάπτυξης. Αντιθέτως, Τουρκία, ΗΠΑ, Ρωσία, χώρες Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής, και σε μικρότερο βαθμό, Κίνα και Ιαπωνία, καθώς και μικρότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας φαίνεται να αύξησαν σημαντικά το ρόλο τους ως προορισμών για τα ελληνικά αγαθά. Η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων προς συγκεκριμένες χώρες (βλ. Τουρκία) ευνοήθηκε από τις ισχυρές οικονομικές τους επιδόσεις, την αυξανόμενη αγοραστική δύναμη και τη γεωγραφική τους εγγύτητα, με το θέμα της απόστασης να αποτελεί διαχρονικά ένα από τα βασικά εμπόδια στη δυναμική των εξαγωγών μας προς την ευρωζώνη (καθώς περιορίζει, μεταξύ άλλων, και το βαθμό παραγωγικής διασύνδεσης με τις οικονομίες του πυρήνα της ευρωζώνης λ.χ. ως προμηθευτής ή υπεργολάβος στην αλυσίδα παραγωγής τους).

Οι εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων σημείωσαν επίσης εντυπωσιακή αύξηση (+140% την τριετία 2010-12), αναδεικνύοντας τον κλάδο διύλισης ως το μεγαλύτερο εξαγωγικό κλάδο σε όρους αξίας. Παράλληλα, η σημαντική μείωση του εξωτερικού ελλείμματος στο ισοζύγιο πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό, στην αυξημένη αποτελεσματικότητα και εξαγωγικό αναπροσανατολισμό του συγκεκριμένου κλάδου που απορρέει, μεταξύ άλλων, από τα φιλόδοξα επενδυτικά προγράμματα των τελευταίων ετών.

Το εξαγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι σημαντικά μεγαλύτερο, ωστόσο, η αξιοποίησή του απαιτεί νέες επενδύσεις

Αν αφαιρεθεί η επίδραση από τις μεταβολές των τιμών των ελληνικών εξαγωγών (και ειδικά τις τιμές πετρελαίου και συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων και ορυκτών), οι επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών εμφανίζονται πιο ασθενείς και ευμετάβλητες, καταδεικνύοντας ότι το ελληνικό εξαγωγικό πρότυπο έχει ακόμη να διανύσει σημαντική απόσταση έως ότου να μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοτροφοδοτούμενο και μακροχρόνια βιώσιμο.

Το βασικό σενάριο της ΕΤΕ για ανάκαμψη των εξαγωγών, που συνδυάζεται με επιστροφή της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,5-3% τα επόμενα χρόνια, προβλέπει μία αύξηση των συνολικών εμπορευματικών εξαγωγών της τάξης του 2,9% του ΑΕΠ, στο 14,4% του ΑΕΠ, έως το 2016. Η αύξηση αυτή ελάχιστα θα έφερνε τη χώρα πλησιέστερα του μακροχρόνιου εξαγωγικού δυναμικού της, όπως εκτιμάται βάση εμπειρικών υποδειγμάτων (gravity models) και ανέρχεται σε 20% του ΑΕΠ. Οι επιδόσεις όμως αυτές υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης (36% του ΑΕΠ) ή και χωρών με συγκρίσιμα χαρακτηριστικά, όπως η Πορτογαλία. Πρέπει να τονισθεί ότι οι χώρες που γειτνιάζουν με μεγάλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης απολαμβάνουν πιο ανεπτυγμένες εμπορικές διασυνδέσεις (κυρίως μέσω διακλαδικού, ενδο-κλαδικού ή ακόμη ενδο-ομιλικού εμπορίου). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών (βλ. επόμενη παράγραφο) εμφανίζουν διαχρονικά πλεόνασμα της τάξης του 6-7% του ΑΕΠ την τελευταία οκταετία, σε αντίθεση με την ευρωζώνη, όπου οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών αντιστοιχούν σε μόνο 1,5% του ΑΕΠ. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές υπηρεσιών.

Η διεύρυνση του εξαγωγικού δυναμικού της χώρας προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων για εκσυγχρονισμό και αναδιάταξη της βάσης παραγωγικού κεφαλαίου της οικονομίας προς ανταγωνιστικούς/εξαγωγικούς τομείς, ώστε να μεγεθυνθούν οι συνέργειες από τη σημαντική μείωση του εργασιακού κόστους και να αρχίσει η απορρόφηση του υψηλότατου αριθμού ανέργων. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητες: η ολοκλήρωση ενός κύκλου κρίσιμων διαρθρωτικών μεταβολών και η εμπέδωση ενός μη αναστρέψιμου κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία, οι οποίες θα αποτελέσουν τα βασικά κριτήρια για τις επενδυτικές αποφάσεις, καθώς και τον καταλύτη για την προσέλκυση νέων κεφαλαίων από το εξωτερικό για τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα.

Η στήριξη από τον τομέα των εξαγωγών υπηρεσιών ήταν περιορισμένη, αλλά ανακτά σταδιακά τη δυναμική της

Οι συνθήκες ασθενούς ζήτησης διεθνώς, αλλά κυρίως η κλιμάκωση της αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είχαν έντονο αρνητικό αντίκτυπο στις επιδόσεις του ελληνικού τουριστικού κλάδου — ειδικά το 2012 — με αποτέλεσμα οι συνολικές εισπράξεις και η συνεισφορά του στην οικονομική δραστηριότητα να εμφανίζουν στασιμότητα και να υπολείπονται σημαντικά της εκτιμώμενης δυναμικής του κλάδου. Ταυτόχρονα, τα καθαρά έσοδα (εισπράξεις μείον πληρωμές στο εξωτερικό) από τον κλάδο της ποντοπόρου ναυτιλίας μειώθηκαν κατά 0,7% του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2012, παρά τις υψηλές επενδύσεις και την ισχυρή ανταγωνιστική θέση του ελληνόκτητου στόλου, αντανακλώντας κυρίως τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές των μεταφορικών ναύλων — ο μέσος σύνθετος ναύλος διαμορφώθηκε 45% χαμηλότερα του 25ετή μέσου όρου του — εξαιτίας της συνεχιζόμενης πίεσης που ασκείται από την παρατεταμένη περίοδο διατήρησης συνθηκών υπερβάλλουσας προσφοράς στον κλάδο διεθνώς.

Ο τομέας του τουρισμού επανέρχεται σε δυναμική ανοδική πορεία το 2013, γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στη σημαντική βελτίωση της τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας (η μείωση των τιμών ενός σταθμισμένου δείκτη υπηρεσιών και αγαθών που σχετίζονται με τον τουρισμό προσεγγίζει το 20% την τελευταία τετραετία). Ως εκ τούτου, είναι εφικτή σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που προκύπτουν από εμπειρικό υπόδειγμα της ΕΤΕ, η αύξηση του μεριδίου των καθαρών τουριστικών εισπράξεων στο ΑΕΠ κατά 30% (στο 5,6% του ΑΕΠ) έως το 2016, με το τελικό «πολλαπλασιαστικό» αποτέλεσμα στην οικονομική δραστηριότητα να είναι υπερδιπλάσιο. Παράλληλα, τα καθαρά έσοδα από τη ναυτιλία αναμένεται να αυξηθούν κατά σχεδόν 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, στο 4,8% του ΑΕΠ, αντανακλώντας την σταδιακή ανάκαμψη των τιμών των ναύλων, οι οποίες σύμφωνα με αναλύσεις εξειδικευμένων οίκων αναμένεται να προσεγγίσουν τον 20ετή τους μέσο όρο την περίοδο 2015-16, αποτυπώνοντας την αποκατάσταση της ισορροπίας στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά.

Η επιτυχής αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους οδήγησε σε σημαντική μείωση των πληρωμών για τόκους στο εξωτερικό το 2012, διευκολύνοντας την αποκλιμάκωση του εξωτερικού ελλείμματος

Η επιτυχής ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους συνέτεινε στη μείωση των ετήσιων πληρωμών τόκων κατά 2,0% του ΑΕΠ το 2012 (συγκριτικά με το 2011), οδηγώντας σε αντίστοιχη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η ευνοϊκή αυτή επίδραση θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με τις πληρωμές τόκων στο εξωτερικό να παραμένουν σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες σε σχέση με το επίπεδο του 2011 και περίπου 1,2% του ΑΕΠ μικρότερες από το μ.ο. της προηγούμενης δεκαετίας, παρά το σημαντικά υψηλότερο δημόσιο χρέος.

Η ουσιαστική εξάλειψη της αρνητικής διαφοράς μεταξύ επιπέδου εθνικών αποταμιεύσεων και δαπάνης για επενδύσεις σε εθνικολογιστική βάση — που αντανακλάται ουσιαστικά στη συρρίκνωση του εξωτερικού ελλείμματος – επιτεύχθηκε κυρίως μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και με σημαντική μείωση των καθαρών παγίων επενδύσεων στην οικονομία.

Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 9,3% του ΑΕΠ και η καθαρή μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 7,6% του ΑΕΠ (επιχειρηματικών επενδύσεων συμπεριλαμβανομένων των μη-οικιστικών κατασκευών, καθώς και των κατασκευών κατοικιών), εξηγούν τη συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ επιπέδου εθνικών αποταμιεύσεων και δαπάνης για επενδύσεις την τελευταία πενταετία, καθώς και την αντίστοιχη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό μάλιστα, συνέβη σε μία παρατεταμένη περίοδο βαθιάς ύφεσης που επιταχύνει τον πραγματικό ρυθμό απαξίωσης του κεφαλαίου. Συγκριμένα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις — που είναι και οι πλέον σημαντικές στον προσδιορισμό του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας — μειώθηκαν σωρευτικά κατά 3,5% σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την τελευταία πενταετία (το επίπεδό τους σε σταθερές τιμές μειώθηκε -38% σωρευτικά ή κατά περισσότερο από 60% αν ληφθεί υπόψη και η απόσβεση του εγκατεστημένου κεφαλαίου). Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ο λόγος επιχειρηματικού κεφαλαίου ανά άτομο να συρρικνωθεί κατά 17% σε ένα εκτιμώμενο χαμηλό 20ετίας το 2013, με προφανείς συνέπειες στο παραγωγικό δυναμικό και τη δυνατότητα απασχόλησης στην οικονομία.

Αναμφισβήτητα, η επιλεκτική από-επένδυση από μη ανταγωνιστικούς κλάδους αποτελεί κομμάτι της επιβεβλημένης αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Εντούτοις, η επάνοδος των επιχειρηματικών επενδύσεων σε ισχυρή ανοδική τροχιά αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη, την αύξηση της εξωστρέφειας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Συγκεκριμένα, η Δ/ση οικονομικής ανάλυσης βάσει ενός οικονομετρικού υποδείγματος, εκτιμά ότι μια αύξηση κατά 10% των επιχειρηματικών επενδύσεων (σε σταθερές τιμές) οδηγεί σε σωρευτική αύξηση του όγκου των εξαγωγών εκτός πετρελαίου, κατά 14% εντός τριετίας και προσθέτει περίπου 0,7 της ποσοστιαίας μονάδας στον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.

Υπό αυτό το πρίσμα παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις ενός πιο φιλόδοξου σεναρίου αναφορικά με την ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρηματικές επενδύσεις αυξάνουν στο 14% του ΑΕΠ περίπου το 2016, συγκριτικά με 11,5% του ΑΕΠ που κατ’ εκτίμηση προβλέπει το πρόγραμμα, και έναντι 10,1% toy ΑΕΠ το 2012. Με βάση αυτό το σενάριο, οι συνολικές ελληνικές εξαγωγές (αγαθών και υπηρεσιών) θα υπερβούν το 36% το 2016 συγκριτικά με 31% υπό το βασικό σενάριο για την ίδια περίοδο και 25,5% το 2012 προσεγγίζοντας περισσότερο το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Η δυναμική αυτή των επιχειρηματικών επενδύσεων θα υποστηρίξει στο σκέλος της προσφοράς ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ της τάξης του 3,3% το 2016 συγκριτικά με 1,8% στο βασικό σενάριο, γεγονός που μεταφράζεται σε δυνητική δημιουργία 150.000 επιπρόσθετων θέσεων εργασίας την επόμενη τριετία και σε μείωση του ποσοστού ανεργίας πλησίον του 19% στα τέλη του 2016, συγκριτικά με 22,5% στο βασικό σενάριο.

Η ευνοϊκή αυτή εξέλιξη αναμένεται να συνοδευτεί από βραχυπρόθεσμη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (στο 4% του ΑΕΠ περίπου το 2015), εξαιτίας αυξημένων δαπανών για εισαγωγές εξοπλισμού και άλλων αγαθών και υπηρεσιών που σχετίζονται με την επενδυτική δραστηριότητα και την παραγωγή, σε σύγκριση με πρόβλεψη μικρού πλεονάσματος, της τάξης του 0,2% του ΑΕΠ, που περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα (βάσει των στοιχείων του ισοζυγίου τρεχουσών πληρωμών). Η εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε επιπρόσθετες καθαρές ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της τάξης των €20 δις (περίπου 10% του ΑΕΠ) την περίοδο 2013-16, οι οποίες θα πρέπει να προσελκυθούν από το εξωτερικό με εχέγγυο την παγίωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της χώρας και την ολοκλήρωση όλων των αλλαγών που δημιουργούν ένα σταθερό και ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, το οποίο διευκολύνει τον μακροχρόνιο επενδυτικό και επιχειρηματικό προγραμματισμό.

Keywords
Τυχαία Θέματα