Η Μελίνα Καραπαναγιωτίδου γράφει: Μια φορά και έναν καιρό…

Ένας ταξιδευτής ξέμεινε σε ένα μικρό χωριουδάκι στην Γκουαντιάνα, εκεί όπου ο ήλιος χάνεται νωρίς, πίσω από τα όρη Σιέρα ντε Γρέδος. Γνώρισε και φιλοξενήθηκε από έναν χωρικό που είχε την καλοσύνη να του στρώσει ένα κρεβάτι στην ατημέλητη καλύβα του, εκεί όμως κάπου ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του, ο ταξιδευτής ανακάλυψε έναν Εξάντα! Το αρχαίο όργανο, που χρησιμοποιούν οι ναυτικοί για να βρίσκουν τη θέση τους στους ωκεανούς με τη βοήθεια του ήλιου και των άστρων!

«Είσαι ναυτικός;» ρώτησε ο ταξιδευτής. «Όχι ποτέ μου δεν μπήκα σε καράβι, όμως γνωρίζω τα πάντα γι αυτά». Ο χωρικός του έδειξε

τον Εξάντα και του μίλησε για τα άστρα στον ουρανό και τις θέσεις τους! Συνεπαρμένος,

τον ρώτησε πως γίνεται να τα ξέρει όλα αυτά και απάντησε ότι στο διπλανό χωριό υπάρχει βιβλιοθήκη και δανείζεται κάθε μέρα βιβλία. Ετσι μιλήσανε για ναυπηγική και γρήγορα η συζήτηση ήρθε στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά!

Ολο το βράδυ μιλούσαν και το πρωί, ο χωρικός έφερε σε μία κούπα φρέσκο γάλα και σκληρό τυρί και έφαγαν δίπλα- δίπλα, συζητώντας πάλι, σαν να ήταν χρόνια φίλοι καλοί. Το απομεσήμερο τους βρήκε να αναλύουν πρακτικότερα θέματα, όπως οι ανταλλαγές γης και οι τιμές των μετάλλων και του χρυσού στα ανταλλακτήρια!

Ο χωρικός σέρβιρε πάλι φαγητό που ήταν γάλα, τυρί και λίγα λαχανικά. Ο ταξιδευτής, ύστερα από τόσες ώρες, ρώτησε τον χωρικό πώς βιοπορεί και προλαβαίνει και να διαβάζει! «Εχω μια… αγελάδα που την αρμέγω, παίρνω το γάλα και το κάνω τυρί. Ό,τι περισσεύει, το πουλάω. Έχω και ένα μικρό λαχανόκηπο δίπλα στην καλύβα μου κι έτσι δεν χρειάζεται να δουλέψω!», είπε.

Το πρωί πριν ξημερώσει, ο ταξιδευτής ενώ ετοιμάζοταν να φύγει έριξε μια τελευταία ματιά στον κοιμισμένο χωρικό κι αναλογίστηκε πόσο ανέλπιστα μορφωμένος και έξυπνος αποδείχθηκε ένας ανθρωπος στο πουθενά! Και επειδή ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος σκέφτηκε να του κάνει ένα… δώρο. Την ώρα που έφευγε λοιπόν έβγαλε τον σουγιά του και με μεγάλη επιδεξιότητα τον τοποθέτησε κάτω από τον λαιμό της αγελάδας και της έκοψε την καρωτίδα!

Πέρασαν τρία χρόνια και τα βήματα του ταξιδευτή τον ξανάφεραν έξω από την καλύβα του χωρικού. Όμως αυτός δεν ήταν μέσα. Ρώτησε λοιπόν τους υπόλοιπους κατοίκους αν γνώριζαν κάτι για τον χωρικό.

Και αυτοί του είπαν πώς τώρα ζει στην πόλη και είναι ζάμπλουτος!

Το ιστορικό επιμύθιο του παραμυθιού μάλλον είναι ευκολονόητο. Ο ταξιδευτής όντως έκανε… δώρο στον χωρικό. Σταμάτησε την ευκολία – του φαγητού και της επιβίωσης- και ενεργοποίησε τις ικανότητές του οι οποίες και απέδωσαν!

Κι αν με ρωτήσετε πώς μου΄ρθε τώρα αυτό, θα σας απαντήσω ότι και εμείς έχουμε μία αγελάδα που την αρμέγαμε και

την αρμέγουμε, το κράτος. Ο εύκολος βιοπορισμός και η πελατειακή κομματική σχέση. Αν μας λείψει αυτό μπορεί και να βάλουμε τις ικανότητες μας να δουλέψουν…

Πηγή: εφημερίδα Karfitsa

Keywords
Τυχαία Θέματα