Συνταγματική η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος

Σύμφωνη με το Σύνταγμα αλλά και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκριναν οι σύμβουλοι Επικρατείας με πέντε αποφάσεις τους (2527-2531/2013) την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, απορρίπτοντας ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Βόλου και Χαλκίδας, του Σωματείου Έλληνες Φορολογούμενοι και ιδιωτών

επιτηδευματιών, οι οποίοι στρέφονταν κατά του τέλους επιτηδεύματος, που έχει επιβλήθηκε από το 2011 στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Διευκρινίζεται ότι επιτηδευματίες θεωρούνται όσοι εξασκούν και το λειτούργημα του δικηγόρου.

Οι Σύλλογοι από την πλευρά τους υποστήριξαν ότι η επιβολή του επίμαχου τέλους είναι αντισυνταγματική και παράνομη, γιατί αποτελεί φόρο και όχι τέλος, ενώ δεν αντανακλά πραγματική φοροδοτική ικανότητα των δικηγόρων, αλλά παρουσιάζει μια επίπλαστη «αντικειμενική» οικονομική δυνατότητα, που «ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις παρούσες συνθήκες ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος».
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, κατ΄ αρχάς, επισημαίνει ότι η επίμαχη οικονομική επιβάρυνση «επιβλήθηκε για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και επομένως προς εξυπηρέτηση κρατικών εν γένει σκοπών (αντιμετώπιση των γενικών δημοσιονομικών αναγκών της χώρας) και δεν καταβάλλεται έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνόμενους με αυτό, παρά τον χαρακτηρισμό της ως τέλος αποτελεί φόρο και την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος».
Σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος, τονίζουν οι δικαστές, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφόσον «πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη η οποία, κατ΄ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».

Keywords
Τυχαία Θέματα