ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΒΑΣΙΛΑΚΗ, ΤΟ «ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ» ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΑ…

Εχθές το απόγευμα, και ενώ σκεφτόμουνα τι άρθρο να γράψω για σήμερα, αν θα είναι για την Ουκρανία, τις ΜΚΟ ή για το λαθρεμπόριο καυσίμων, χτύπησε το τηλέφωνο -που να μην χτύπαγε ποτέ. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Θανάσης Λ., συνάδελφος και φίλος. «Τα “μαθες τα νέα;» μου είπε. «Ποιά νέα; Τι έγινε». «Ο Βασιλάκης». «Ποιός;» «Ο Βασιλάκης, ο Κανελλόπουλος». «Τι έπαθε ο Βασίλης;». «Έφυγε». «Τι έφυγε; Που πήγε;», είπα αιφνιδιασμένος και με το μυαλό μου να με σφίγγει. Θαρρείς αυτόματα και ασυναίσθητα συντονίστηκε με το κακό μαντάτο, που δεν ήθελε

ν” ακούσει. Δυστυχώς ήταν αυτό. «Πέθανε». «Πέθανε; Πότε; Πως;» «Εχθές».

Τα άλλα που είπα με τον Θανάση δεν έχουν σημασία. Αυτό που μένει είναι ότι ο Βασίλης, ο Βασιλάκης όπως τον λέγαμε μεταξύ μας 4-5 φίλοι κι ας ήταν μεγαλύτερός μας, έφυγε. Και σήμερα γίνεται η κηδεία του. Στο χωριό του, στο Βλόγγο Αρκαδίας, αφού αυτή ήταν η επιθυμία του.

Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε χαθεί με τον Βασίλη. Και κάθε φορά που τον έβλεπα στο δρόμο, συνήθως στα καφέ της Βαλαωρίτου, κλείναμε πάντα τη συζήτηση λέγοντας «άντε ρε, να ξαναμαζευτούμε ένα βράδυ, να πάμε να φάμε, να τα πούμε, χαθήκαμε». Και ποτέ δεν βρισκόμασταν, αλλά κάθε φορά, που τυχαία συναντιόμασταν, επαναλαμβάναμε το ίδιο: «Να ξαναβρεθούμε». Και κάθε φορά αναλάμβανε ο άλλος την πρωτοβουλία να ξαναμαζέψει το «Εκτελεστικό», όπως λέγαμε την παρέα μας.

Όμως, η παλιά παρέα του πολιτικού ρεπορτάζ, των αρχών της δεκαετίας του ’90, είχε σκορπίσει. Ο καθένας είχε τραβήξει διαφορετικό δρόμο, όρισε, στη ζωή του και στο επάγγελμα, προτεραιότητες που δεν συναντιόντουσαν. Ανά δύο ή ανά τρεις μπορεί να κάναμε παρέα, όμως όλοι μαζί ποτέ. Δεκαπέντε και πλέον χρόνια μας ένωνε η ανάμνηση. Κατά ένα περίεργο όμως τρόπο τα παιδιά του «Εκτελεστικού» πάντα τα είχα, και τα έχω, στο μυαλό μου. Και στην καρδιά μου.

Και είναι λάθος μου που δεν προσπάθησα, έστω για μερικές φορές, να βρεθούμε, να βγούμε έξω, να φάμε, να πιούμε, να γελάσουμε, να πούμε ιστορίες από τα παλιά ή για το μέλλον «που δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα φτιάξει». Ίσως πρέπει να το κάνω τώρα. Να πιούμε ένα κρασί, για τον Βασίλη. Κάτι σαν τρισάγιο στη μνήμη του.

Ήταν καλό παιδί ο Βασίλης. Γελαστός πάντα και έξω καρδιά, αυθόρμητος και ευγενής. Και καλός ρεπόρτερ. Μαμούνι, έψαχνε πάντα την είδηση. Όταν τον γνώρισα εγώ ήταν πολιτικός συντάκτης στην «Απογευματινή». Με έπαιρνε και τον έπαιρνα τηλέφωνο να ανταλλάξουμε πληροφορίες, να διασταυρώσουμε ειδήσεις, να εμπλουτίσουμε το ρεπορτάζ. Στο μπρίφινγκ καθημερινά έκανε ερωτήσεις, πολλές φορές ενοχλητικές -όπως οι περισσότεροι απ” το «Εκτελεστικό». Στα ταξίδια, ιδίως στο εξωτερικό, ήταν ψυχή της παρέας με τα αστεία του, τα κουτσομπολιά, τα ανέκδοτα, τις παρατηρήσεις. Η δουλειά όμως δουλειά, το ρεπορτάζ πάνω απ” όλα. Ήταν βλέπετε και στον «9,84» και έπρεπε να έχει συνεχή ενημέρωση.

Ο Βασίλης μπορεί να μην έγινε σταρ, να μην ήταν φίρμα, αλλά ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο: ήταν ρεπόρτερ. Της παλιάς σχολής που πρωτίστως τον ενδιέφερε η είδηση -να μην την χάσει, να την έχει πρώτος, και ακόμη καλύτερα αποκλειστική- και λιγότερο το «πλασάρισμα». Επίμονος και καταφερτζής, που γνώριζε το παρασκήνιο, αλλά προστάτευε πάντα τις πηγές του. Μπορεί να μην τον έμαθε ολόκληρη η Ελλάδα, αλλά είχε την αναγνώριση από το σινάφι μας. Ήταν από τους αφανείς χαμάληδες της δουλειάς, με ήθος, που δεν έκανε λεφτά, αλλά δεν πέρασε και άσχημα. Εκτός ίσως από τα τελευταία χρόνια, όταν έκλεισε η «Απογευματινή» και βγήκε στη σύνταξη, ενώ, όπως συνήθως γίνεται, άρχισαν και τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα. Δεν το έβαλε όμως ποτέ κάτω. Γλεντζές, ακόμα κι όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Με το χαμόγελο πάντοτε, τα καλαμπούρια του και το δυνατό γέλιο.

Στο καλό Βασιλάκη. Ο Θανάσης, ο Αντρέας, ο Γιάννης, ο Νίκος, η Χριστίνα, εγώ και τ” άλλα παιδιά σε χαιρετάμε. Κοίτα να περνάς καλά, φιλαράκο, εκεί που πας. Μπορεί, οι άλλοι του Εκτελεστικού, να καθυστερήσουμε, ελπίζω πολύ, να σε ξαναδούμε, αλλά εσύ ξέρεις, φτιάξε εν τω μεταξύ «κατάσταση» και παρέες για όταν θα ξανανταμώσουμε…

Keywords
Τυχαία Θέματα