ΣΑΒΒΑΣ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Η Φάτα Μοργκάνα…

Από μικρό παιδί ήμουν ονειροπόλος. Μου άρεσαν τα ταξίδια. Η περιπέτεια με συγκινούσε. Πάντα κρυφάκουγα τις ιστορίες που διηγιόντουσαν ο πατέρας μου και οι θείοι μου όταν γύρναγαν από τα μπάρκα. Μπαρκαρούτσοι όλοι. Οι μισοί καπετάνιοι και οι άλλοι μισοί μηχανικοί. Φουρτούνες, τρικυμίες, ναυάγια, αλλά και εκπληκτικές περιγραφές για εξωτικά νησιά, λιμάνια φορτίων και αγάπης, γυναίκες και γαργαλιστικές ιστορίες. Τη θάλασσα και τη ναυτοσύνη την είχα μέσα μου.

Έμοιασα φαίνεται του παππού μου, τον καπετάν Σάββα, τον Καστελοριζιό και από τον προ -προπάππου μου από τη μάνα

μου τον καπετάν Φαρμάκη, που πήρε αυτό το όνομα γιατί ήταν τόσο άγριος που έδερνε τη θάλασσα με τη λαγουδέρα. Μιλάμε για την εποχή της πειρατείας, του εθνικού αγώνα του ’21 και των καραβοκυραίων. Ήταν ίδιος, λένε, με εκείνον τον Κασιώτη αγωνιστή ( στην πασίγνωση γκραβούρα), που περισσότερο έμοιαζε με Αλγερινό με τα άσπρα σαλβάρια που ερχόταν από την Αρζαντιέρα παρά με απόγονο του Παλαιολόγου και της Άννας της Κομνηνής.

Από αυτές τις παιδικές ιστορίες θυμάμαι έγινα ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, πάντα έπαιρνα το μέρος αυτού που ήταν κοινωνικά αδύνατος και που πάντα είχε δίκαιο. Δεν πήγαινα ποτέ με τον ισχυρό. Σχεδόν πάντα ήμουν απέναντι στο κουβέρνο. Οι ναυτικές ιστορίες που άκουγα είχαν μέσα πολύ Μασσαλία. Γυναίκες με μικρές μυτούλες και σφικτές μεσούλες. Φυσικό ήταν να επηρεαστώ από την Μασσαλιώτισσα. Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία. Το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης. Λίγο αργότερα διάβασα για τον Γιάννη Αγιάννη και τον διώκτη του Ιαβέρη. Βρέθηκα στα χαρακώματα μαζί με τον Βίκτωρα Ουγκώ. Από τότε πήρα τον κακό τον δρόμο, όπως έλεγαν στην Πομπηία.

Έκτοτε ονειρευόμουν. Έψαχνα τη Φάτα Μοργκάνα.
«Πούθ’ έρχεσαι;
Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε;
Φάτα Μοργκάνα».
Ο θαλασσινός ασυρματιστής Νίκος Καββαδίας στο «Τραβέρσο» την περιέγραψε με λεπτομέρειες και μας μάγεψε. Από τότε ψάχνω να τη βρω. Η Φάτα Μοργκάνα είναι το απόλυτο όραμα.

«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ’ αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι

Keywords
Τυχαία Θέματα