ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΝΗΣΙ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Εχθές βράδυ πέρασα από τη Βουλή. Ήθελα να δω πως θα εξελιχθεί η ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό. Η υπερψήφισή του ήταν αναμενόμενη, αλλά πάντα αυτές οι συνεδριάσεις έχουν ενδιαφέρον. Μεταξύ των πολλών που είδα και συζήτησα ήταν και ένας, παλαιόθεν φίλος, πολιτικός. Δεν έχει σημασία αν ήταν βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, υπουργός ή κάτι άλλο.

«Νίκο, τι βλέπεις να γίνεται από δω και πέρα;» με ρώτησε. «Τα μέτρα πέρασαν, ο

προϋπολογισμός ψηφίστηκε, η δόση κάποια στιγμή θα μας δοθεί, ύστερα τι γίνεται;» Του είπα τη γνώμη μου, μου είπε κι αυτός τη δική του. Συμφωνήσαμε ότι τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Και για την κοινωνία και για την κυβέρνηση και για το πολιτικο-κομματικό σύστημα. Πριν χωρίσουμε μου είπε αν μπορώ τη συζήτησή μας να τη γράψω στο matrix24 υπό μορφήν ιστορίας: «Σαν αυτές που κατά καιρούς γράφεις και μου αρέσουν πολύ» μου είπε.

Το σημερινό λοιπόν άρθρο είναι ένα είδος άσκησης για μένα. Να δω αν μπορώ, και πόσο καλά, να αποδώσω μια πολιτική συζήτηση μέσα από μια ιστορία. Μια ιστορία που η ανάγνωσή της να φέρνει, συνειρμικά στο νου, εικόνες από το μέλλον της χώρας, της κυβέρνησης, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, του πολυτραυματία του κομματικού μας συστήματος. Τρία σε ένα δηλαδή. Εξυπακούεται ότι (το κείμενο) είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν. Τον φίλο. Τον πολιτικό. Όσο τέλος πάντων ένας δημοσιογράφος επιτρέπεται να έχει φίλο έναν πολιτικό. Τέλος πάντων. Καταφεύγω στον Θέρμπερ, και ξεκινάμε…

Ένα γλυκό πρωινό του Σωτηρίου έτους χίλια εννεακόσια τριάκοντα εννέα, ένας γεροντάκος ξύπνησε και άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς του, να μπει μέσα ο ζωηρός ήλιος. Μια μαύρη αράχνη, που λαγοκοιμότανε στο μπαλκόνι, ρίχτηκε κατά πάνω του, και, παρ’ όλο που αστόχησε, δεν αστόχησε και τόσο. Ο ηλικιωμένος κύριος κατέβηκε κάτω στην τραπεζαρία κι εκεί που ετοιμαζότανε να καθίσει και να επιτεθεί σ’ ένα υπέροχο πρωινό, ο εγγονός του, του τράβηξε απότομα την καρέκλα. Ο γέρος στραμπούλιξε το γοφό του, αλλά ευτυχώς δεν τον έσπασε.

Στο δρόμο καθώς τραβούσε κούτσα κούτσα για ένα παρκάκι με πολλά δέντρα, που γι’ αυτόν ήταν σαν πράσινο νησί στο γαλάζιο πέλαγο, ο γέρος σκουντούφλησε σ’ ένα πολύχρωμο τσέρκι που κυλούσε κατά πάνω του, ριγμένο με κάποια βαριεστημένη πρόθεση από ‘να αντιπαθητικό κοριτσάκι. Συνέχισε το τρέκλισμά του, και στο άλλο τετράγωνο ο γέρος αιφνιδιάστηκε, χωρίς όμως να τον εκπλήξει το γεγονός όσο θα ‘πρεπε, όταν ένας θρασύτατος πρωινός ληστής του ‘χωσε το όπλο στα παΐδια. «Ήσυχος, κύριος Τάδε, και κατέβαινε», είπ’ ο ληστής. Ο κύριος Τάδε ησύχασε και κατέβηκε το ρολόι και τα λεφτά του κι ένα χρυσό δαχτυλίδι που του ‘χε δώσει η μάνα του όταν ήταν νέος.

Όταν επιτέλους ο ηλικιωμένος κύριος έφτασε παραπατώντας στο παρκάκι, που είχε υπάρξει γι’ αυτόν πηγή και ησυχαστήριο, είδε ότι τα μισά δέντρα τα ‘χε φάει σκουλήκι και τ’ άλλα μισά φυλλοξήρα. Τα φύλλα τους λείπανε, δεν μπορούσαν πια να παρέξουν την παραμικρή προστασία από ψηλά, και τα εκατό αεροπλάνα που γέμισαν ξαφνικά τον ουρανό, είχαν θαυμάσια θέα του γεροντά

Keywords
Τυχαία Θέματα