Κρατική versus κοινωνική ασφάλιση υγείας

Εν άλλοις λόγοις, η κρίση έχει ταξικό χαρακτήρα. Η έρευνα έχει δείξει ότι πλήττονται πρωτίστως οι χρονίως πάσχοντες (οι οποίοι είναι συνήθως φτωχοί και ηλικιωμένοι), οι άνεργοι, οι ηλικιωμένοι, οι φτωχοί και οι γυναίκες. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες –πλην της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας –εμφανίζονται να έχουν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά εμπόδια στην πρόσβαση, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια και φαρμακευτική περίθαλψη.

Υπό το πρίσμα αυτό, το βασικό ζήτημα το οποίο τίθεται στην εθνική πολιτική υγείας, στην παρούσα φάση, συνίσταται στην ανάγκη καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης του πληθυσμού

και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων που συνδέονται με το επίπεδο και τη χρήση υπηρεσιών υγείας.

Το εγχείρημα αυτό απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες μείζονος κλίμακας και δεν μπορεί να επιλυθεί με ενδιαφέρουσες και υψηλής ηθικής αξίας πρωτοβουλίες όπως είναι οι κοινωνικές και εθελοντικές δομές παροχής υπηρεσιών υγείας ή ακόμη με τα προγράμματα ευκαιριακής και αποσπασματικής κάλυψης τα οποία υποστηρίζονται από κοινοτικούς πόρους και είναι αφενός ατελέσφορα και αφετέρου αποκρύπτουν την κοινωνική και πολιτική βάση του προβλήματος.

Η χώρα θεωρητικά έχει εθνικό σύστημα υγείας, το ΕΣΥ (;) και επίσης εθνικό ασφαλιστικό φορέα, τον ΕΟΠΥΥ (;) αλλά το 30% του πληθυσμού βρίσκεται χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και το 59% αναφέρεται σε οικονομικά εμπόδια κατά την πρόσβαση. Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί ότι για (σχεδόν) μισό αιώνα οι ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές προσεγγίζουν το 40% της συνολικής δαπάνης για την υγεία, και αποτελούν προϋπόθεση για την ευχερή πρόσβαση. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση contradictio in terminis.

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται στην πρόσφατη περίοδο αυξημένη κινητικότητα παρέμβασης με βάση τη μηχανιστική μεταφορά τεχνικών και μεθόδων διαφόρων χωρών της αλλοδαπής, η οποία συνδυάζεται με “παιδαγωγικές” συστάσεις πολιτικού και τεχνικού χαρακτήρα-της διεθνούς επιτήρησης.

Όμως, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία δεν υπάρχουν “παραδείγματα” υγειονομικής πολιτικής, τα οποία έχουν καθολική αποδοχή ή τεκμηριωμένη αποδοτικότητα. Η αναζήτηση και η εμμονή σε ένα ξένο “παράδειγμα” παραπέμπει σε κουλτούρα εξάρτησης και επαρχιωτισμού. Κατά συνέπεια, η επιθυμητή και εφικτή διέξοδος μπορεί να είναι η αναζήτηση ενός “Ελληνικού δρόμου” για την ανασυγκρότηση του υγειονομικού τομέα.

Προφανώς, η λύση δεν είναι ένα μικρό, αντιτεχνολογικό και προνοιακό σύστημα με τη μορφή της εθνικής (δηλαδή κρατικής) ασφάλισης υγείας, αλλά ένα λιτό, σύγχρονο και πλήρες σύστημα που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού και χρηματοδοτείται από την κοινωνική ασφάλιση, τον κρατικό προϋπολογισμό, τους ειδικούς “φόρους αμαρτίας” και τις ιδιωτικές πληρωμές σε ένα ενιαίο χρηματοδοτικό σχήμα.

Η επιχειρηματολογία για τη μετάβαση σε ένα αμιγώς κρατικό σύστημα ασφάλισης βασίζεται στην αιτίαση της υψηλής ανεργίας η οποία αποστερεί πόρους από την κοινωνική ασφάλιση αλλά και το αντεπιχείρημα του υψηλού δημόσιου χρέους και της αδυναμίας υποστήριξης από τη γενική φορολογία έχει ανάλογη και ενδεχομένως μεγαλύτερη ισχύ.

Αντ’ αυτού, η αναζήτηση ενός πλουραλιστικού σχήματος (δημόσιος, κοινωνικός και ιδιωτικός τομέας από κοινού με τη μορφή ολοκληρωμένων δικτύων) στην προσφορά υπηρεσιών υγείας και ενός πολυστηρικτικού υποδείγματος με βάση τις παρούσες δυνατότητες, δηλαδή από τη γενική φορολογία (20%), τις ασφαλιστικές εισφορές (45%), τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές (35%) και την ενίσχυση του σχήματος αυτού από την ειδική φορολογία “αμαρτίας” στη χρηματοδότηση μπορεί να αποτελέσει (δια της ανακατανομής μέσω του “παιγνίου μηδενικού αθροίσματος”) μια συγκροτημένη λύση για την κάλυψη “επί ίσοις όροις” του συνόλου του πληθυσμού.

Αυτή είναι μια επιλογή διεξόδου μέσω μειζόνων διαρθρωτικών αλλαγών για τις οποίες απαιτείται πνεύμα υπέρβασης από τις δογματικές και μηχανιστικές προκαταλήψεις οι οποίες ενδημούν στον κοινωνικό και πολιτικό βίο.

Keywords
Τυχαία Θέματα