Ευκαιρίες και αδικίες του εξωδικαστικού μηχανισμού (άρθρο)

07:36 5/4/2017 - Πηγή: ΕΡΤ

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργιου

Το νομοσχέδιο για τον «εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων» δίνει τη δυνατότητα σε χιλιάδες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, να διευθετήσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, με ένα ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο που τους δίνει μια ευκαιρία για νέα αρχή, εφόσον είναι βιώσιμες και συμφωνήσουν σε αυτό οι πιστωτές.

Το νέο πλαίσιο ασφαλώς θα κριθεί στην πράξη, αλλά η υιοθέτηση του είναι ένα θετικό βήμα στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, αφού

παρέχει τη δυνατότητα να αναδιαρθρώνεται με οποιοδήποτε τρόπο (κούρεμα, επιμήκυνση ή συνδυασμό των δύο) το σύνολο των οφειλών μιας επιχείρησης σε τράπεζες, Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να συμφωνήσουν στην αναδιάρθρωση οι πιστωτές που κατέχουν το 60% των οφειλών, ενώ για τις οφειλές προς την Εφορία και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, ισχύει ο περιορισμός των 120 δόσεων.

Την ίδια στιγμή, όμως, η εισαγωγή του εξωδικαστικού μηχανισμού διαμορφώνει ένα καθεστώς διαφορετικών ταχυτήτων στο θέμα της υπερχρέωσης, αφού το ευέλικτο αυτό καθεστώς δεν ισχύει για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τα άλλα φυσικά πρόσωπα όπως οι μισθωτοί ή οι συνταξιούχοι.

Εξαίρεση φυσικών προσώπων

Οι δύο αυτές κατηγορίες εξαιρούνται από τον εξωδικαστικό μηχανισμό με το σκεπτικό ότι έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στο νόμο Κατσέλη, που προβλέπει ότι οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο ρύθμιση των οφειλών τους και, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις (ετήσιο οικογενειακό εισόδημα κάτω από 35.000 ευρώ και αξία πρώτης κατοικίας μέχρι 260.000 ευρώ για μια οικογένεια με δύο παιδιά) να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους από τον πλειστηριασμό.

Με τις τελευταίες αλλαγές στον εξωδικαστικό μηχανισμό δόθηκε και στους ελεύθερους επαγγελματίες η δυνατότητα να ζητούν μεταχείριση αντίστοιχη με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, μόνο όμως για τις οφειλές προς την Εφορία και τα Ασφαλιστικά Ταμεία(έως 120 δόσεις).

Με λίγα λόγια, οι μεν επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν σε μια εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης η οποία τουλάχιστον με βάση το σχεδιασμό θα διεκπεραιώνεται σχετικά γρήγορα, αλλά τα φυσικά πρόσωπα είναι αναγκασμένα να προσφύγουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο μιας μακράς διαδικασίας η οποία μπορεί να καταλήγει στον πλειστηριασμό ακόμα και της πρώτης κατοικίας εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις προστασίας.

Ο νόμος Κατσέλη, προβλέπει ότι το Δικαστήριο ορίζει πληρωμή σε έως είκοσι χρόνια ποσού ίσου με την αξία που θα είχε το ακίνητο εάν πήγαινε σε πλειστηριασμό, ενώ το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει πλειστηριασμό για τα ακίνητα του δανειολήπτη, εκτός από την πρώτη κατοικία εφόσον πληρούνται τα κριτήρια προστασίας. Εάν τα κριτήρια δεν πληρούνται μπορεί να εκπλειστηριάζεται και η πρώτη κατοικία.

Ρυθμίσεις χωρίς έλεγχο

Εκτός του νόμου Κατσέλη τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ρύθμιση από την τράπεζα, με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θεωρητικά προβλέπει ότι οι ρυθμίσεις θα πρέπει να γίνονται με βάση τις δυνατότητες του δανειολήπτη.

Ωστόσο, δεν έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένα κριτήρια ή δεσμευτικές διαδικασίες ελέγχου των τραπεζών, πράγμα που σημαίνει ότι οι τελευταίες μπορούν να προτείνουν λύσεις που δεν θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες του δανειολήπτη. Στην περίπτωση αυτή, μόνη δυνατότητα του δανειολήπτη είναι να προσφύγει στο Συνήγορο του Καταναλωτή κι εκείνος να μεσολαβήσει για να βρεθεί συμβιβασμός, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να επιβάλει στην τράπεζα οτιδήποτε.

Με τα δεδομένα αυτά τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή, έχουν λιγότερες δυνατότητες και μικρότερη ευελιξία από ότι οι επιχειρήσεις για την αναδιάρθρωση των οφειλών τους, ειδικά στην περίπτωση που δεν καλύπτουν τα κριτήρια προστασίας της πρώτης κατοικίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα