Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: Τα ψέματα της ζωής μας δεν έχουν τελειωμό…

13:02 22/10/2016 - Πηγή: ΕΡΤ

Συνέντευξη στη Δώρα Χειράκη

Μετά τον «Σιμιγδαλένιο» και το «Οχιναιλέγοντας» ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος επιστρέφει με τα «Ψέματα πάλι» (εκδ. Άγρα), που μεταφράστηκαν στα γερμανικά, εκδόθηκαν με τίτλο «Noch mehr Lügen» (εκδ. Elfenbein Verlag) και παρουσιάζονται στην 68η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης (19-23 Οκτωβρίου).

Πρόκειται για δεκαπέντε σύντομα διηγήματα, που γράφτηκαν από το 1975 έως το 1996. Δέκα γραμμές το μικρότερο, δέκα σελίδες το πιο μεγάλο και αποτελούν το δεύτερο μέρος αλλά και συνέχεια του βιβλίου «Δώδεκα και ένα ψέματα».

-Πώς

προέκυψε η έκδοση του «Ψέματα πάλι» στα γερμανικά;

Ως φυσική συνέχεια του «Δώδεκα και ένα ψέματα» (1η έκδοση Ίκαρος, 2η Άγρα), το οποίο είχε εκδώσει πριν κάμποσα χρόνια ο ίδιος οίκος. Η μεταφράστρια, η Nina Bungarten, είχε διαβάσει το βιβλίο, το αγαπούσε πολύ, το μετέφρασε, το πρότεινε στον εκδοτικό οίκο και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Φυσικά, χωρίς τη διαμεσολάβηση κανενός άλλου φορέα, επίσημου ή μη, όπως έχει γίνει και με όλες τις άλλες μεταφράσεις και τις εκδόσεις των βιβλίων μου στο εξωτερικό.

-Και δεν έπαιξε ρόλο ότι δεν είναι καινούργιο βιβλίο;

Όχι, καθόλου. Αν και η μόδα μπορεί να κυριαρχεί παντού και να μας έχει πιάσει μια μανία με το καινούργιο, το νέο, το new. Όλα είναι new, λες κι ο κόσμος φτιάχτηκε χθες… Να, όμως, που ο χρόνος -που πάντα κυλάει άσχετα απ’ το τι νομίζουμε εμείς- βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Άλλωστε, τα «Ψέματα πάλι» δεν ήταν καινούργιο βιβλίο ούτε όταν πρωτοεκδόθηκε εδώ, στην Άγρα. Γι’ αυτό επέμεινα τότε να βάλουμε στο τέλος κάθε διηγήματος τη χρονολογία που είχε γραφτεί, μιας και δεν γράφτηκαν όλα μαζί.

-Τι ακριβώς θέλετε να πείτε;

Θέλω να πω ότι τα περισσότερα από τα διηγήματα αυτά που εκδόθηκαν τον… περασμένο αιώνα, το 1999, δεν είχαν γραφτεί εκείνη τη χρονιά, αλλά πιο πριν. Αρκετά μάλιστα απ’ αυτά, πολύ πιο πριν. Από τη δεκαετία του ’70. Και πιο συγκεκριμένα απ’ τις αρχές της Μεταπολίτευσης και δώθε. Το πρώτο διήγημα της συλλογής για παράδειγμα, το «Week- end», το έγραψα το 1976, όταν ήμουν φοιτητής της Νομικής.

-Είκοσι τρία χρόνια, δηλαδή, πριν εκδοθεί;

Ακριβώς. Και δεν έμοιαζε καθόλου παλιό τότε. Ίσα-ίσα, πολλοί είχαν μιλήσει για μοντέρνα γραφή και μεταμοντέρνα γραφή κι όλα τα συναφή. Βλέπετε, η ηλικία του δεν είχε παίξει κανέναν αρνητικό ρόλο τότε. Εκείνο, όμως, που πραγματικά με συγκίνησε τώρα, με τη γερμανική έκδοση, είναι που ειδικά αυτό το διήγημα, το «Week-end», εξακολουθεί να είναι το ίδιο «ωμό», το ίδιο φρέσκο. Χωρίς να έχει χάσει διόλου τον θυμό, την πίκρα και τη ζωντάνια του. Χωρίς να έχει γεράσει διόλου. Και μάλιστα, μετά τα τραγικά γεγονότα των Βρυξελλών, το πήραν και το ανήρτησαν μόνο του από ’δω κι από ’κει, ως «ανατριχιαστικά επίκαιρο». Σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά από τότε που γράφτηκε. Για σκεφτείτε το, δεν είναι και λίγο… Ο χρόνος έχει τους δικούς του κανόνες, που δεν είναι καθόλου ίδιοι με τις διάφορες μόδες που έρχονται και φεύγουν και τις περισσότερες φορές μας προκαλούν γέλια μετά, όταν δεν είναι για κλάματα…

-Τελικά, τι είναι τα «Ψέματα πάλι»;

Μου είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντήσω με λίγες λέξεις. Θα έλεγα πως αυτά τα δυο βιβλία -γιατί βάζω πάντα και τα «Δώδεκα και ένα ψέματα» μαζί με τα «Ψέματα πάλι»- συμπυκνώνουν όλους μου τους προβληματισμούς και την πνευματική παραγωγή εκείνων των χρόνων. Δυο δεκαετίες και βάλε. Δε μ’ ενδιέφερε να σπεύσω να εκδώσω και να γίνω γνωστός. Πάσκιζα να ιχνηλατήσω με εντιμότητα τι συνέβαινε μέσα μου και γύρω μου, σε μιαν εποχή που, μετά την πτώση της δικτατορίας, όλα έμοιαζαν να ξεκινούν απ’ το μηδέν, με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Όλα ήταν καλά και δημοκρατικά και προοδευτικά κι ωραία.

-Δεν ήταν;

Δεν λέω πως δεν ήταν. Στο κάτω κάτω, ως βαθιά δημοκρατικός αντιχουντικός φοιτητής -ήμουν κι εγώ στην ταράτσα της Νομικής όταν την καταλάβαμε- είχα κάθε λόγο να είμαι χαρούμενος, αισιόδοξος και να πιστεύω πως ξεκινάμε και χτίζουμε μια καινούργια κοινωνία ελεύθερη, ζωντανή, δημιουργική. Πολύ καλύτερη απ’ την προηγούμενη που ήθελαν να μας επιβάλουν οι συνταγματάρχες. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά, απ’ την αρχή. Στα μάτια μου, πολύ σύντομα, οι περισσότεροι έμοιαζαν ευτυχείς καταναλωτές μόνο…

-Η Μαργαρίτα Καραπάνου γράφει στον πρόλογο του βιβλίου σας: «Το ύφος των διηγημάτων, αν και φαινομενικά απλό, τελικά είναι πολυδιάστατο και πολυσύνθετο. Όλα σού δίνουν την αίσθηση του πρώτου ψελλίσματος ενώ στην πραγματικότητα έχουνε δουλευτεί με τέτοια τελειότητα που ενεργούν πάνω στον αναγνώστη, μέσα του, σαν μια δαιμόνια μηχανή, αθόρυβη, αόρατη και εξεζητημένη. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος μας μιλάει για την «άλλη μεριά». Εκεί όπου η επικοινωνία δεν γίνεται πια με λέξεις, αλλά με κάτι πέρα απ’ τις λέξεις». Σας εκφράζει αυτό;

Απόλυτα. Η Μαργαρίτα ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που είχε καταλάβει σ’ όλη του την έκταση, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια και την πιο αδιόρατη απόχρωση, αυτό το εγχείρημα. Το είχε βιώσει και ως αναγνώστρια, μα και ως δημιουργός η ίδια. Μέσα απ’ τα «ψέματα» γνωριστήκαμε άλλωστε και -όσο κι αν ήμασταν η μέρα με τη νύχτα οι δυο μας- έτσι επικοινωνούσαμε, πάνω από δεκαπέντε χρόνια, μέχρι τον τραγικό θάνατό της. Δεν το χωρούσε ο νους της μάλιστα πως «έκαιγα» τόσα θέματα φτιάνοντας μικρά διηγήματα, ενώ καθένα απ’ αυτά θα μπορούσε να γίνει ένα ξεχωριστό βιβλίο.

-Αλήθεια, γιατί δεν γράψατε ένα μυθιστόρημα;

Μα, γιατί δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Αν και τα διηγήματα δεν ήταν καθόλου της μόδας τότε, εμένα με απασχολούσε να λύσω κάποιους γρίφους και να τους περάσω με πολύ απλά λόγια, μέσα στον αναγνώστη.

–O μέσος αναγνώστης πώς ανταποκρίνεται; Δεν είναι λιγάκι ελιτίστικα όλα αυτά;

Όχι, καθόλου! Εγώ ο ίδιος δεν είμαι ελιτίστικος, ούτε σνομπ, ούτε τίποτα από όλα αυτά. Σιχαίνομαι τις θεωρητικολογίες, τις δήθεν εμβριθείς αναλύσεις, τις περίπλοκες θεατρινίστικες παρουσιάσεις και, πιστέψτε με, υπάρχω και επικοινωνώ πολύ καλύτερα με απλούς ανθρώπους, ακόμα και με αγράμματους. Γνησίως αγράμματους όμως, που δεν διεκδικούν κανέναν ιδιαίτερο τίτλο… Ξέρω πολύ καλά άλλωστε -το ξέρω από πείρα πια τόσα χρόνια, το ’χω ζήσει- πως κάθε μέσος καλοπροαίρετος αναγνώστης νιώθει, γελάει, βαριανασαίνει, χαίρεται, δακρύζει ίσως, διαβάζοντας κάποιο «ψέμα». Το μόνο πρόβλημα είναι να φτάσει στα χέρια του, μέσα στους τόσους τόνους σκουπίδια που κυκλοφορούν ελεύθερα κι είναι κι «ευπώλητα».

-Το αναγνωστικό κοινό στο εξωτερικό πώς σας αντιμετώπισε;

Είναι φυσικό να σε αντιμετωπίζει πολύ πιο ανοιχτά και να εστιάζει αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτά που γράφεις, ένα κοινό έξω απ’ την πατρίδα σου. Οι γέροντες σοφοί Ινδοί στη National Academy of Letters στο Νέο Δελχί, οι νεαροί φοιτητές στο Boğaziçi Universitesi στην Πόλη, οι διάφοροι Γερμανοί διανοούμενοι στο Βερολίνο, στο Μόναχο, ενδιαφέρονταν γι’ αυτά που διάβαζαν μόνο κι όχι πούθε κρατά η σκούφια μου κι αν είμαι, λέει, αριστερός ή δεξιός, κόκκινος, μαύρος, κίτρινος, πράσινος ή γαλάζιος. Κι αν τους αγγίζουν έχει καλώς, αλλιώς δεν ασχολούνται καν.

-Θα έχουν συνέχεια τα… «Ψέματα»;

Τα ψέματα της ζωής μας δεν έχουν τελειωμό, δεν το ξέρετε; Όμως κι εγώ, όπως θα καταλάβατε ίσως, δεν είμαι ένας εγκεφαλικός τύπος που βάζει κάτω κάποιο σχέδιο και το ακολουθεί κατά γράμμα. Όχι, δεν έχω κατά νου -τώρα τουλάχιστον- να γράψω κι άλλα «Ψέματα». Προς τι άλλωστε, τώρα που οι χειρότεροι εφιάλτες κι όλα τα «ψέματά» μου αποδείχτηκαν αληθινά…

Keywords
Τυχαία Θέματα