«Πόσες μέρες είναι ως τα Χριστούγεννα μπαμπά»;Το άκουσα κι ένιωσα ανίκητος‏

15:26 6/12/2014 - Πηγή: Aixmi

Ξύπνησε ιδρωμένος. Δεκέμβρης μήνας και κάθε ξημέρωμα τον έβρισκε να ξυπνάει απότομα, χωρίς ανάσα και μούσκεμα στον ιδρώτα. Λες και μέσα στα όνειρα του επικρατούσε καύσωνας. Ούτε στο ταξίδι τους δεν ησύχαζε πια το μυαλό και το κορμί του. Αυτά που ήταν πάντα το καταφύγιο του, τώρα ήταν μια συνέχεια του άγχους και του φόβου της ξύπνιας καθημερινότητας.

Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, ακόμα και σήμερα που ήταν Σάββατο τα μάτια ανοιχτά από το ξημέρωμα. Σηκώθηκε όσο πιο αλαφριά μπορούσε για να μην την ξυπνήσει. Έριξε ένα βλέμμα στο δωμάτιο. Κρίνοντας από το γέλιο στο πρόσωπο του μικρού όλα τα

γλυκά όνειρα βρίσκονταν γύρω από το κρεβάτι του.

Άφησε το σπίτι στο σκοτάδι. Μόνο τα φώτα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου που είχαν στολίσει τη προηγούμενη μέρα και η πυρωμένη στάχτη στο τζάκι. Άνοιξε τηλεόραση, έβγαλε από το ντουλάπι της κουζίνας τα σύνεργα για τον πρώτο καφέ. Και μόνο από τη ζεστή μυρωδιά του ένιωσε μια αναλαμπή αγαλλίασης.

Άκου περίεργο πράγμα, τον τελευταίο καιρό αναζητούσε με τον πρωινό καφέ και ένα τσιγάρο. Αυτός που πρέπει να κάπνισε ένα πακέτο σε όλη του τη ζωή. Και αυτό στις μαθητικές μαγκιές και στην σκοπιά.Έκατσε κοντά στο παράθυρο, το άνοιξε και ρούφηξε πρωινό κρύο, αναζητώντας μια τζούρα αισιοδοξίας.

Πάει καιρός που έβλεπε το ποτήρι μισοάδειο αλλά έπρεπε από κάπου να πιαστεί. Άνοιξε το ipad και άρχισε να σερφάρει στις ενημερωτικές ιστοσελίδες, ενώ ξέκλεβε και ματιές στην τηλεόραση. Πρωινές ενημερωτικές εκπομπές με καλεσμένους. Την είχε χαμηλωμένη και διάβαζε μόνο τους τίτλους στη βάση της οθόνης. Φόβος, αγωνία, οργή και ατέλειωτα «γιατί».

Στην κεντρική πλατεία άνδρες, γυναίκες, παιδιά -πρόσφυγες για μια καλύτερη ζωή ψάχνουν αγάπη για να γαντζωθούν.
Στο δωμάτιο νοσοκομείου ένας νέος με οργή στη καρδιά παίζει με το θάνατο για να κερδίσει ζωή. Μια πόλη -φρούριο, μια χώρα που η τύχη της ανανεώνεται με τον send/recv ενός e-mail από τις Βρυξέλλες… Μια εξουσία που ψάχνει του «180» αλλά χάνει εκατομμύρια… όχι ευρώ…ψυχές.

Εκείνος δεν ήξερε πόσο ακόμα θα κρατάει δυνατή τη δική του ψυχή. Ο κολλητός του, έτσι των ένιωθε, είχε αρχίσει πάλι να βυθίζεται στους θεούς και δαίμονες του μυαλού του και η μάνα γερνούσε.

Από την άλλη στη δική του τη ζωή η ζυγαριά βάραινε προς τις χαρές… όχι γιατί ήταν περισσότερες, αλλά γιατί ήταν μεγαλύτερες και του έδιναν δύναμη να στηρίζει τους ανθρώπους του. Αλλά να που φτάσαμε στους καιρούς που και τη χαρά ντρέπεσαι να τη φωνάξεις, γιατί τα ζόρια του άλλων είναι πολλά και ασήκωτα.

Έκλεισε τα μάτια. Τα έσφιξε δυνατά και πήρε το φάρμακο του… αναμνήσεις. Βρέθηκε στην αλάνα με ματωμένα γόνατα και τη φωνή της μητέρας του να τον ψάχνει γιατί νύχτωσε. Σχολείο, εφηβεία, έρωτες, τσιγάρα και λαχτάρα να μεγαλώσει.

Αύξησε τη δόση του φαρμάκου. Βουτιές από βράχο σε άγιες θάλασσες, ήλιοι που χάνονται στο γαλάζιο, έναστρες νύχτες, ολόγιομα φεγγάρια. Ο «πρίγκιπας» μωρό στην αγκαλιά του, ο Έρωτας να τον γεμίζει φιλιά. Άρχισε να νιώθει δυνατός. Το μόνο που του έλειπε από τη «θεραπεία» λίγη παραπάνω δόση αγάπης.

Άνοιξε τα μάτια και γύρισε το βλέμμα στην είσοδο της κουζίνας. Δύο ζευγάρια αγουροξυπνημένα μάτια, δυο γλυκά χαμόγελα, μια αγκαλιά.

– «Καλημέρα αγάπη μου»…

– «Πόσες ημέρες είναι ακόμα για τα Χριστούγεννα μπαμπά;»…

Ένιωσε ανίκητος.

Keywords
Τυχαία Θέματα