Υεμένη: Γιατί μαίνεται διαρκώς στην Υεμένη ένας πόλεμος που αγνοεί η Δύση

Αρθρογράφος: Σωτήρης Ρούσσος

Σήμερα βέβαια κάθε άλλο παρά ευδαίμονα θα χαρακτήριζε κανείς αυτή τη χώρα. Με ένα πληθυσμό 23 εκατομμυρίων που κατά 70% ζει εκτός μεγάλων αστικών κέντρων, σε περίπου 135.000 χωριά και οικισμούς, η Υεμένη αποτελεί το τελευταίο ίσως προπύργιο της πολιτικής και κοινωνικής επιρροής των φυλών στη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή, ενώ είναι μία από τις χώρες με τον υψηλότερο ρυθμό γεννητικότητας στην περιοχή, έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά υποσιτισμού στον κόσμο. Η ανεργία φτάνει στο 40% και περίπου 45% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όρο της φτώχειας.

Παράλληλα, μόλις το 15% του πληθυσμού έχει σύνδεση με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και μόνο το 15% του οδικού δικτύου είναι ασφαλτοστρωμένο. Η χώρα βρίσκεται στην 155η θέση στο δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ, και στην 146η στο δείκτη διαφθοράς.

Βασική πηγή πλούτου είναι το πετρέλαιο, που συντελεί στο 70% του ΑΕΠ. Δυστυχώς όμως τα κοιτάσματα βαίνουν με γοργούς ρυθμούς προς εξάντληση, που θα επέλθει σε μια δεκαετία. Ήδη, από 450.000 βαρέλια την ημέρα το 2003, η παραγωγή έπεσε στα 180.000 το 2009. Η διατήρηση της επιδότησης της τιμής σε βασικά καταναλωτικά είδη, και κυρίως στα καύσιμα, σημαίνει πολύ μεγάλα ελλείμματα, ενώ η περικοπή της επιδότησης κλιμακώνει τη φτώχεια και πυροδοτεί κοινωνικές εξεγέρσεις. Βεβαίως η γεωγραφική θέση της Υεμένης (στην έξοδο της Ερυθράς Θαλάσσης προς την Αραβική Θάλασσα, τον Ινδικό Ωκεανό και το Κέρας της Αφρικής) της προσδίδει εξαιρετική γεωπολιτική σημασία, η οποία οδήγησε στον έλεγχο του Άντεν και της νότιας Υεμένης από τη Βρετανική Αυτοκρατορία ως το 1967.

Η βόρεια Υεμένη αποτέλεσε ήδη από τον 19ο αιώνα μοναρχία/ιμαμάτο, όπου βασίλευε ο Ιμάμης, θρησκευτικός αρχηγός των Ζαΐντι, ενός κλάδου του σιιτικού Ισλάμ. Το 1962 ένα νασερικό πραξικόπημα εκδίωξε τον Ιμάμη, προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ Αιγύπτου και Σαουδικής Αραβίας. Ένα μεγάλο όμως μέρος των Ζαΐντι φυλών συνέχισε για δεκαετίες τη σύγκρουσή του με το νέο καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, το στρατιωτικό καθεστώς της βόρειας Υεμένης αποτέλεσε και βάση υποστήριξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του νότου εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ο αγώνας αυτός πήρε γρήγορα το ριζοσπαστικό χαρακτήρα των άλλων κινημάτων του Τρίτου Κόσμου και οδήγησε στην ίδρυση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Υεμένης το 1967, με στενούς δεσμούς με τη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Γερμανία. Το νέο κράτος ακολούθησε πολιτικές εναντίον των μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ υποστήριξε εκτεταμένα προγράμματα για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και την οικοδόμηση κράτους πρόνοιας.

Πολυμέτωπη αντιπαράθεση

Η ένωση των δύο κρατών το 1990 δεν οδήγησε σε μια αρμονική συγχώνευση των κοινωνικών και πολιτικών τους δομών. Αντιθέτως, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000 τέσσερις διαφορετικές συγκρούσεις αλληλοσυνδέονταν μεταξύ τους. Η πρώτη ήταν η σύγκρουση των Ζαΐντι φυλών που βρίσκονται στο βορρά και τα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης και του αυταρχικού καθεστώτος του Σάλεχ, που κυβέρνησε από το 1990 ως το 2012, οπότε ανετράπη. Μάλιστα η αντίσταση των φυλών αυτών απόκτησε πιο συνεκτική ριζοσπαστική ιδεολογία από το κίνημα των Χούθι, το οποίο βρισκόταν εγγύτερα στην ιρανική ισλαμική επανάσταση και σε οργανώσεις όπως η Χεζμπολά.

Η δεύτερη σύγκρουση ήταν μια σειρά από αποσχιστικές εξεγέρσεις στο νότο της χώρας. Η διαφορετική ιστορική εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών δομών στη βόρεια και τη νότια Υεμένη οδηγούσε σε αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η ανατροπή μάλιστα της αγροτικής μεταρρύθμισης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας και η επαναφορά της μεγάλης γαιοκτησίας από τον Σάλεχ οδήγησε σε κλιμάκωση των ένοπλων αντιδράσεων στη δεκαετία του 2000, από συμμαχίες φυλών και πολιτικές ομάδες του Νότου: ισλαμιστικές (Αδελφοί Μουσουλμάνοι) και κοσμικές/σοσιαλίζουσες (στο στράτευμα).

Η τρίτη σύγκρουση αφορά τη μεταφορά της αλ-Κάιντα, από τη Σαουδική Αραβία (όπου δεχόταν αφόρητη πίεση) στη νότια Υεμένη. Εκεί οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ αποσχιστικών δυνάμεων και καθεστώτος δημιουργούσαν μια κατάσταση σχετικού χάους και άρα της προσέφεραν ασφαλή βάση. Η αλ-Κάιντα δεν θα αργήσει να θέσει υπό τον έλεγχό της περιοχές του νότου και να συγκρουστεί με άλλες ένοπλες ομάδες. Στο μεταξύ, το καθεστώς του Σάλεχ υπέκυπτε στην πίεση Αμερικανών και Σαουδαράβων για διάλυση των θυλάκων της αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο. Και βέβαια οι ίδιες οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα επί Ομπάμα, διενεργούσαν πλήθος επιθέσεων εναντίον στελεχών και υποδομών της αλ-Κάιντα, με απολογισμό πάνω από 1.500 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες – συχνά αμάχους.

Η Αραβική Άνοιξη υπήρξε καταλύτης για την αλληλοσύνδεση των τριών προηγούμενων συγκρούσεων. Μια νεολαία που είχε εμπνευστεί από τα παραδείγματα της Τυνησίας και κυρίως της Αιγύπτου οδηγήθηκε σε ειρηνική εξέγερση, την οποία υποστήριξε και μέρος του στρατού, ανατρέποντας τον Σάλεχ. Τη θέση του πήρε ο (επίσης στρατιωτικός) Μανσούρ Χάντι. Η νέα όμως κυβέρνηση δεν φαινόταν να εκπληρώνει τις προσδοκίες του κινήματος των Χούθι για νομή της εξουσίας, ούτε συνασπισμούς φυλών γύρω από τον ανατραπέντα Σάλεχ. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι φυλές δεν επιθυμούν αλλαγή της νεωτερικής φυσιογνωμίας του κράτους και επάνοδο σε προνεωτερικές μορφές, αλλά το αντιλαμβάνονται ως πηγή προσόδου, όπως ήταν παλιότερα ο έλεγχος των καραβανιών, των πηγών ή των οάσεων. Ως αποτέλεσμα δύο πρώην εχθροί, από τη μια ο σουνίτης Σάλεχ και το δίκτυο των φυλών που τον στήριζε, και από την άλλη το κίνημα των Χούθι, συμμάχησαν εναντίον του Χάντι και της συμμαχίας του με ισλαμιστές (ακόμη και τζιχαντιστές).

Μετατροπή σε περιφερειακή σύγκρουση

Η τέταρτη σύγκρουση είναι μέρος του ευρύτερου περιφερειακού ανταγωνισμού μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Για τη Σαουδική Αραβία, ο έλεγχος της Υεμένης είναι κομβικός. Ο ιδρυτής του σαουδαραβικού βασιλείου Αμπντελαζίζ αλ Σαούντ είχε πει: «Το καλό ή το κακό για εμάς θα έρθει από την Υεμένη». Το Ριάντ αποδίδει την άνοδο των ριζοσπαστών, σιιτών Χούθι σε ιρανική παρέμβαση και βοήθεια. Αυτό οδήγησε σε άμεση στρατιωτική επιχείρηση της Σαουδικής Αραβίας (και των συμμάχων της στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου) εναντίον των Χούθι.

Βεβαίως, είναι σημαντική πτυχή της ιρανικής στρατηγικής να βοηθά ένοπλους μη κρατικούς δρώντες στην περιοχή (Χεζμπολά, σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, Χαμάς). Αλλά δεν φαίνεται να ακολουθεί την ίδια πολιτική σε σχέση με τους σιιτικούς πληθυσμούς στην Αραβική Χερσόνησο (ανατολική Σαουδική Αραβία και Μπαχρέιν). Δεν αποκλείεται να παρέχεται από ιρανικής πλευράς εξοπλισμός, και κυρίως εκπαίδευση, όμως σε καμία περίπτωση στο ύψος και την ποιότητα της βοήθειας που λαμβάνει η Χεζμπολά, οι σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ ή οι ασαντικές πολιτοφυλακές στη Συρία.

Ο πόλεμος στην Υεμένη έχει στοιχίσει πάνω από 10.000 νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, 3.500.000 εκτοπισμένους και περίπου 200.000 πρόσφυγες. Μια ακόμη ανησυχητική εξέλιξη είναι η εμφάνιση του «Ισλαμικού Κράτους», το οποίο θα ανταγωνιστεί την αλ-Κάιντα αλλά και θα οξύνει ακόμη περισσότερο τη σύγκρουση, αλλάζοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Η μετατροπή και των εσωτερικών συγκρούσεων της Υεμένης σε περιφερειακή σύγκρουση αφήνει ουσιαστικά αλώβητες τις τζιχαντιστικές οργανώσεις και τους δίνει το περιθώριο ανάπτυξης. Παρά τα πλήγματα που έχει δεχθεί από τις αμερικανικές επιθέσεις, η αλ-Κάιντα έχει αυξήσει τον αριθμό των μαχητών της στην Αραβική Χερσόνησο από 1.500 σε 4.500. Κάτι ανάλογο θα συμβεί και με το Ισλαμικό Κράτος, που γνωρίζει καλά πώς να εκμεταλλεύεται συνθήκες χάους.

* Ο Σωτήρης Ρούσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς

Ετικέτες: Υεμένηεμφύλιος πόλεμος
Keywords
Τυχαία Θέματα