Πρελούδιο για ένα κόκκινο μαντήλι

Tweet

Πρελούδιο για ένα κόκκινο μαντήλι Στο Νίκο Παπάζογλου

της Μάγιας Σταυροπούλου

Είναι κάτι στιγμές τρυφερές και λεπτές

σαν κλωστές τυλιγμένες σ΄αδράχτι,

σε γυρνούν απαλά, σε μεθούν σιωπηρά

σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι

για όλα αυτά που ζητάς

για πολλά που πονάς

για το τίποτε μιας ευτυχίας

και γυρνάς σαν τρελός

του καθρέπτη εαυτός

θύμα-θύτης κακής συγκυρίας…

από τη Μάγισσα σελήνη

Τρία χρόνια και « ο …που φορεί μαντήλι » δεν είναι πια μαζί μας. Ο Νίκος Παπάζογλου

έφυγε νωρίς. Από την Τέχνη. Αλλά και από τη ζωή μας. Όχι επειδή θα τον ξεχάσουμε. Τα τραγούδια, οι μουσικές και τα στιχάκια του, η μοναδικά ιδιαίτερη φωνή του, χαρακτηριστική για το χρώμα της, γνώριμη για το λυγμό της, αυτόν της ανθρώπινης μοίρας που πέφτει και ξανασηκώνεται, κράμα βυζαντινού μετάλλου, λαϊκού σκέρτσου και βελούδινης ευαισθησίας, η ερμηνεία του στιβαρή και γεμάτη, άλλοτε παιχνιδιάρικη άλλοτε τρυφερή, πάντα αυθεντική, πηγαία, αφτιασίδωτη, χωρίς ίχνος επιτήδευσης, χωρίς δήθεν εξακολουθούν να είναι πάντα μαζί μας. Μας συντροφεύουν στα εύκολα και στα δύσκολα, στα υπέροχα και στα τραγικά, στα γλέντια μας και στη μοναξιά μας, στις εφόδους της ψυχής μας αλλά και στους μικρούς και τους μεγάλους θανάτους της ζωής και της ύπαρξής μας. Αλλά και ο ίδιος ο Παπάζογλου, η φυσική του παρουσία είναι μ΄ένα παράξενο τρόπο δεμένη με τις ζωές μας. Δεν ήταν από εκείνους τους μεγάλους της Τέχνης που τους γνωρίσαμε ως αυθεντίες, Είναι κάτι σαν το φίλο που χάσαμε από την παρέα, σαν τον αδελφό που έλειψε από την οικογένεια, σαν εκείνο το κομμάτι από τον εαυτό μας που ήξερε τον τρόπο να εκφραστεί, σαν να του είχαμε παραχωρήσει τα πνευματικά δικαιώματα έκφρασης της ύπαρξής μας. Είναι ακόμα κάτι από αυτό που θεωρούμε πατρίδα της ψυχής με την έννοια της εστίας, του τόπου που συγκεντρώνονται οι μικροί και οι μεγάλοι καημοί του καθενός μας και που συναντιούνται με εκείνους των άλλων της ίδιας φυλής αλλά και των διαφορετικών μικρόκοσμων.

Χωρίς δηλωμένη ιδεολογική και πολιτική στράτευση συνόδευσε ωστόσο τις αγωνίες και τις αναζητήσεις της γενιάς του και της δικής μας, λίγο πριν λίγο μετά τα πενήντα τώρα εμείς, γύρω από « του Ουλιάνωφ το μειδίαμα » αγγίζοντας ως και τα αδιέξοδα εκείνων που χαρακτηρίζονται απόκληροι αυτής της κοινωνίας ή νιώθουν έτσι εντός τους: « Εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι ο λυγμός του. Είμαι στιχάκι της στιγμής πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι. Με τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες…. »

Η ερωτική ελεγεία του « Αυγούστου », ο ύμνος του απόλυτου για το διπλό είδωλο του έρωτα, της απόλυτης ευτυχίας – « σε πιο μακρινό αστέρι είναι το φως που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε κι εγώ ο τυχερός που το ΄χει δει » – πόσοι από μας δε ζηλέψαμε αλήθεια την έκφραση αυτής της μοναδικότητας στα μάτια του αγαπημένου προσώπου, που όμως απαιτεί το ρίσκο του όλα ή τίποτα – « θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό » – υποθηκεύοντας τον απόλυτο πόνο. Ο έρωτας, ο χωρισμός, η μοναξιά, το κενό.. Είναι άλλωστε που μαζί του στα κασετόφωνα και τα ερτζιανά της νιότης μας, ερωτευτήκαμε, χωρίσαμε, απογειωθήκαμε και βουλιάξαμε, ονειροπολήσαμε, προδοθήκαμε, πιάσαμε πάτο ή αγαπήσαμε τη μοναξιά μας. Μαζί του όλα, στιγμές-ορόσημα της ζωής του καθενός μας , έχουν το αίσθημα από αυτό το αλλόκοτο άγγιγμα που απλώνεται παντού στο σώμα και την ψυχή και τα τυλίγει διεισδύοντας ταυτόχρονα μέσα τους για να μεγαλώσει τη μέθεξη ή για να δώσει σχήμα στον πόνο, να τον αναδείξει ξορκίζοντάς τον: « Δε θέλω να ΄μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί θέλω να μη θυμάμαι……κι όταν ξυπνήσω το πρωί να είσαι εκεί για να μου πεις να μη φοβάμαι. »

Για τη διαδρομή και την προσφορά του στη μουσική πορεία αυτού του τόπου, τον εμπνευσμένο συγκερασμό του αυθεντικού λαϊκού και παραδοσιακού στοιχείου με το ανυπότακτο ρόκ, στοιχεία της προσωπικότητας και της πολιτείας του και τα δύο, το κατά Σολωμική αναλογία « μικτό και νόμιμο μουσικό είδος », μίλησαν οι ειδικοί, έστω κι αν όλοι τη γνωρίζουμε και την αναγνωρίζουμε καθώς μεγαλώσαμε και ωριμάζουμε μαζί της κι αν είμαστε πιο τυχεροί από κείνον, θα γεράσουμε μαζί της. Ο Παπάζογλου έφτιαξε σχολή, άφησε παρακαταθήκη, ήταν εργάτης και πρωτοπόρος ταυτόχρονα, η φωτεινή avant-garde του σύγχρονου ποιοτικού ελληνικού μουσικού πολιτισμού.

Όμως δίπλα σε τούτη τη μεγάλη προσφορά τη φανερή ή μάλλον μέσα από αυτήν υπάρχει και μια άλλη, η αθέατη και η αθόρυβη, που συνιστά την υπεροχή του καλλιτέχνη. Σταθερός σε αιώνιες αξίες της ανθρώπινης ζωής, τον έρωτα , τη μοναξιά, το θάνατο τις σεβάστηκε, τις ύμνησε και τις υπερασπίστηκε με εντιμότητα και ευθύνη χωρίς να τις ευτελίσει, κόντρα στη φτηνή λαϊκότροπη υποκουλτούρα της εκτόνωσης και του χαβαλέ, στα εκχυδαϊσμένα και αποπροσανατολιστικά πρότυπα του μεταπολιτευτικού πολιτιστικού μορφώματος που μας περιτριγυρίζει και που προωθήθηκε και προωθείται επιμελώς, ανυπάκουος και ανυπότακτος στο ευτελές, το προκατασκευασμένο, σ΄αυτό που «πουλάει » και πουλιέται. Επέδειξε ήθος και ύψωσε ανάστημα συντροφεύοντας στο δρόμο τους όχι μια, τη δική του, αλλά περισσότερες γενιές σε αυτό το αλαλούμ της αναζήτησης της πολιτιστικής τους τουλάχιστον ταυτότητας. Στις συναυλίες του μετρούσαμε τόσα γκρίζα κεφάλια όσες και αλογοουρίτσες, που κρατούσαν ταυτόχρονα την ανάσα τους στον « Άυγουστο » ή στο « Πηγάδι », ξεφάντωναν στην « Τρελλή και αδέσποτη » ή ενδοσκοπούσαν παραδομένοι στο ροκ πρελούδιο της « Ρωγμής του χρόνου ». Πώς μπορεί να ξεχάσει κανείς αυτή την ατμόσφαιρα μέθεξης στις συναυλίες του, τη σχεδόν ερωτική σχέση με το κοινό του!

Ο Παπάζογλου δεν μοίραζε αυτόγραφα, δεν είχε σελίδα στο facebook . Ελάχιστες είναι οι συνεντεύξεις που έδωσε όλα αυτά τα χρόνια. Σεμνός, « αυθεντικός και αδιαμεσολάβητος » ευθύς και ειλικρινής στα τραγούδια του όσο και στη σχέση του με τους ανθρώπους, δηλωμένα και μόνιμα ευγνώμων στους συνεργάτες και συνοδοιπόρους του στις μαγικές διαδρομές που μας χάρισε, κράτησε σε πείσμα των καιρών ζωντανό το πνεύμα της ομαδικότητας, της αλληλλεγγύης και της συνεργασίας, « αυτό το καταπληκτικό τι μπορώ να προσφέρω » όπως ο ίδιος έλεγε, φωτίζοντας το επικίνδυνο αδιέξοδο του ομφαλοσκοπισμού και αναγορεύοντας το προϊόν της δημιουργικότητάς του σε συλλογικό δημιούργημα άρα και σε συλλογικό αγαθό. Έμεινε μακριά από την ανταγωνιστικότητα, την εκμεταλλευσιμότητα της έμπνευσης και του ταλέντου του, τα παρέδωσε στο κοινό, το ετερόκλητο κοινό που τον αγάπησε, αλλά και στους επόμενους, τους νεότερους εργάτες του ελληνικού έντεχνου λαϊκού τραγουδιού που με τη στήριξή του συνέχισαν με τις δικές τους λέξεις και τους ήχους τους το δρόμο που άνοιξε. Συνέβαλε έτσι στην « εκ των κάτω», όπως την χαρακτήριζε ο ίδιος, ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού, αυτήν που ο μουσικός πολιτισμός του τόπου μας έχει ανάγκη για να αντικρούσει και να αντισταθμίσει την ισοπέδωση του «ποπ-τίποτα» που προσπαθεί να επιβληθεί στη μουσική μας κουλτούρα για « να κάνει τον άνθρωπο ανόητο και απαθή.»*

Τα καλοκαίρια μας είναι ήδη απείρως πιο φτωχά. Ο Νίκος Παπάζογλου παραμένει για όλους εμάς που « τη ψυλλιαστήκαμε » , ένας « δραπέτης του χρόνου » από κείνους που… « είπανε δεν είναι λάθος τη ζωή να ζεις με πάθος, και γι αυτό σωθήκανε.»

Συντροφεύει κάθε καινούριο «παρ-ών»(-όν) μας, στη φωτεινή αλλά και στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

*Από την τελευταία συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου στην εκπομπή της ΝΕΤ «Στα άκρα» το Νοέμβριο του 2007

Tags: Νίκος ΠαπάζογλουΜάγια Σταυροπούλου Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα