ΗΠΑ - Κίνα: Ανταγωνισμοί και συμβιβασμοί σε φόντο πορείας ανακατατάξεων

Tweet

Ολοένα και πιο έντονα εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα άρθρα στο διεθνή Τύπο και αναλύσεις «ανεξάρτητων» ιδρυμάτων και ακαδημαϊκών αναφορικά με την αυξανόμενη ισχύ της Κίνας σε όλα τα επίπεδα, καθώς και την πιθανότητα τα επόμενα χρόνια να μετατραπεί σε «παγκόσμια υπερδύναμη» που θα θέσει σε δεύτερη μοίρα τις ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία. Πιο πρόσφατη

δημόσια παρέμβαση Αμερικανού αξιωματούχου σχετικά με το παραπάνω ζήτημα αποτελεί συνέντευξη που παραχώρησε στην «The Wall Street Journal»1 («WSJ») ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σεντ Λούις - μία από τις 12 περιφερειακές ομοσπονδιακές τράπεζες που συναποτελούν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) - James Bullard. Εκανε λόγο για «ένα κοντινό μέλλον όπου την οικονομική ηγεμονία του πλανήτη θα έχουν η Κίνα και η Ινδία» και κάλεσε σε σύσφιξη των οικονομικών δεσμών μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας, ώστε να μπορέσουν να τις ανταγωνιστούν: «Ο κόσμος πιστεύει ότι το ενδεχόμενο αυτό αφορά τα επόμενα 50 - 75 χρόνια, όμως πιθανότατα απέχει μόλις 20 ή 25 χρόνια, περίπου», είπε και πρόσθεσε πως «θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο καθώς οι ΗΠΑ δεν θα κατέχουν μόνιμα την παγκόσμια ηγεμονία». Εξέφρασε ωστόσο τον προβληματισμό του σχετικά με το κατά πόσο ο «Δυτικός κόσμος» μπορεί να συνεργαστεί πολιτικά και οικονομικά, ώστε να αντιμετωπίσει πρωτίστως την Κίνα, αλλά και την Ινδία σε μία δεύτερη φάση. Αλλωστε, πρέπει να πούμε πως ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός ενυπάρχει ακόμη και εκεί που γίνονται καπιταλιστικές συμμαχίες κόντρα σε άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις ή συμμαχίες και οι καπιταλιστικές συμμαχίες αποτελούν συμβιβασμούς, ενίοτε προσωρινούς χωρίς να καταργούν τους ανταγωνισμούς. Οι παραπάνω δηλώσεις συνιστούν πλέον «κοινό τόπο» για τον αμερικανικό δημόσιο βίο, καθώς η Κίνα είναι ήδη η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μετά τις ΗΠΑ, αλλά μεγεθύνεται με πιο γρήγορους ρυθμούς απ' ό,τι οι ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης των δύο χωρών, η οικονομία της Κίνας το 2030 ίσως και λίγο νωρίτερα θα έχει ξεπεράσει σε μέγεθος την οικονομία των ΗΠΑ. «Με δεδομένο ότι ο πληθυσμός της είναι τετραπλάσιος από αυτόν των ΗΠΑ, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε τεράστια μεταβίβαση ισχύος στο παγκόσμιο ισοζύγιο δυνάμεων», αναφέρει το άρθρο της «WSJ».Ορισμένα ποσοτικά στοιχεία Σήμερα, η οικονομία της Κίνας βρίσκεται περίπου λίγο πάνω από το μισό μέγεθος των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, καθώς το ΑΕΠ της το 2013 έφτασε τα 8,9 τρισ. δολάρια έναντι 16,7 τρισ. δολάρια των ΗΠΑ. Ωστόσο, η κινεζική οικονομία το 2013 εμφάνισε αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 7,5% όταν εκείνη των ΗΠΑ μετά βίας προσέγγισε το 3%. Ενα στοιχείο που αξίζει προσοχής είναι το γεγονός ότι η Κίνα αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο ξένο κάτοχο αμερικανικού χρέους. Το κρατικό χρέος των ΗΠΑ ξεπερνά τα 17 τρισ. δολάρια, από τα οποία το 1,276 τρισ. οφείλονται στην Κίνα, ενώ δεύτερη έρχεται η Ιαπωνία με 1,108 τρισ. (στοιχεία Αυγούστου 2013). Οπως έχει από πλείστους αναλυτές εξηγηθεί, η αγορά τίτλων του αμερικανικού δημοσίου από την κινεζική κυβέρνηση εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική ενίσχυσης των εξαγωγών της, καθώς καταφέρνει να διατηρεί υψηλά την αξία του δολαρίου έναντι του δικού της νομίσματος κι έτσι να διατηρεί χαμηλά τις τιμές των προϊόντων και αγαθών που εξάγει. Παρά το γεγονός ότι Κινέζοι αξιωματούχοι ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της εν εξελίξει καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης έχουν εκφράζει δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας, φαντάζει σχεδόν αδύνατο να αρχίσει μαζικό ξεπούλημα αμερικανικού χρέους καθώς μία τέτοια ενέργεια θα έπληττε και την κινεζική οικονομία. Ακρως κατατοπιστικό ως προς το «σφιχτό εναγκαλισμό» μεταξύ γουάν - δολαρίου αποτελεί άρθρο του «Foreign Affairs»2 υπό τον τίτλο «το μέλλον του γουάν». Σε αυτό, οι Αμερικανοί συγγραφείς χαρακτηρίζουν τη σημερινή κατάσταση της κινεζικής οικονομίας ως «δολαριακή παγίδα», από την οποία η κυβέρνηση της Κίνας προσπαθεί να απεμπλακεί, διαγράφοντας αργά αλλά σταθερά βήματα στην κατεύθυνση διεθνοποίησης του δικού της εθνικού νομίσματος. Οι συγγραφείς του άρθρου - που έχουν υπηρετήσει σε ανώτατες κυβερνητικές θέσεις των ΗΠΑ - επισημαίνουν ότι «δεδομένης της οικονομικής ισχύος της Κίνας και της πιθανής ανατίμησης του νομίσματός της στο μέλλον, το γουάν θα μπορούσε να προκύψει τελικά ως ένα δευτερεύον αποθεματικό νόμισμα (...) αλλά απέχει πολύ από το να εκτοπίσει το δολάριο. Η Κίνα αναπληρώνει γρήγορα την υστέρησή της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ όσον αφορά το συνολικό μέγεθος της οικονομίας της, και ίσως και σε άλλα ζητήματα. Αλλά η νομισματική κυριαρχία της Κίνας δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αν γίνει ποτέ εφικτή, θα γίνει σε πολύ καιρό».Τα... «άλλα ζητήματα» Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία είχαν μεταδώσει στις 28 του περασμένου Γενάρη δηλώσεις του αξιωματούχου του αμερικανικού Πενταγώνου Φρανκ Κένταλ,3 σύμφωνα με τις οποίες η υπεροχή των ΗΠΑ στη στρατιωτική τεχνολογία αμφισβητείται με τρόπο που δεν είχε υπάρξει για δεκαετίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού. Μιλώντας ενώπιον επιτροπής της αμερικανικής Βουλής των αντιπροσώπων υπογράμμισε ότι «η τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ δεν είναι εξασφαλισμένη. Δεν πρόκειται για πρόβλημα του μέλλοντος, αλλά για κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει εδώ και τώρα», καθώς, όπως είπε, «οι στρατιωτικές επενδύσεις της Κίνας αυξάνονται με διψήφια ποσοστά ετησίως». Το πρόβλημα έγινε «περισσότερο ορατό» από το 2011, όταν το αμερικανικό κογκρέσο αποφάσισε τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Η αξιολόγηση της παραπάνω δήλωσης πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τα ειδικά συμφέροντα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ και την πίεση που ασκούν για την απορρόφηση ολοένα και μεγαλύτερων κρατικών κονδυλίων. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι την ώρα που ο αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών έπεσε το 2014 κάτω από τα 500 δισ. δολάρια, ο αντίστοιχος της Κίνας αυξήθηκε κατά 10% στα 119 δισ. δολάρια και η τάση είναι αυξητική χρόνο με το χρόνο και μάλιστα με διψήφια ποσοστά... Η στρατιωτική δύναμη των καπιταλιστικών κρατών αποτελεί μια από τις συνιστώσες της δύναμής τους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Και μπορεί οι ΗΠΑ να βρίσκονται και σ' αυτόν τον τομέα στην κορυφή, αλλά η Κίνα όντως εξοπλίζεται ραγδαία. Αλλωστε, η επιβολή ισχύος γίνεται ενίοτε και με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανάμεσα στα ισχυρά κέντρα.Κρίσιμη για τις ΗΠΑ η περιοχή Ασίας - Ειρηνικού Μετρούν ήδη δεκαετίες οι αναλύσεις «δεξαμενών σκέψης» και κυβερνήσεων των ΗΠΑ γύρω από τις Σινο-αμερικανικές σχέσεις. Μία επιτομή των στόχων που θέτει η κυρίαρχη κατεύθυνση σήμερα περιλαμβάνει άρθρο της πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χ. Κλίντον4 όπου σημειώνεται πως η περιοχή του Ειρηνικού θα παίξει καθοριστικό ρόλο τα αμέσως επόμενα χρόνια για τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της χώρας της. Ειδικά για τις σινοαμερικανικές σχέσεις αναφέρει ότι «μία ακμάζουσα Κίνα είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ, όπως προς το συμφέρον της Κίνας είναι και το αντίστροφο, καθώς και οι δύο δυνάμεις έχουν περισσότερα να κερδίσουν μέσω της συνεργασίας παρά μέσω της σύγκρουσης». Ιδιαίτερο βάρος δίνει στην «Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού» (TPP/ rans-Pacific Partnership), ωστόσο καμία αναφορά δεν υπάρχει για τη συμμετοχή της Κίνας σε αυτή. Στα μέσα του Μάρτη άρθρο στην κινεζική εφημερίδα «China Daily» πρώην Αμερικανού Γερουσιαστή5 καταλογίζει σοβαρές ευθύνες στην κυβέρνησή του, η οποία, παρά τις δηλώσεις του Πρόεδρου Ομπάμα περί αναγκαίας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, επιμένει σε έναν «άδικο προστατευτισμό» έναντι των κινεζικών επενδύσεων και εμποδίζει την ένταξη της Κίνας στην «TPP». Είναι προφανές ότι οι κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία με τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων έχει σαν στόχο να ενισχύσει τη δική της θέση έναντι της Κίνας και όχι μόνο, παρά να οικοδομήσει μία «ισότιμη» εταιρική σχέση μαζί της. Εδώ εκφράζονται επίσης και ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα εκδηλώνεται ένα κουβάρι ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, αλλά και Ρωσίας και Αυστραλίας. Παράλληλα, οι ΗΠΑ κινούνται στην κατεύθυνση δημιουργίας ανάλογης ζώνης ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ, τη λεγόμενη «Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων» TTIP. Το ακριβές περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ δεν έχει γίνει δημόσια γνωστό, ενώ την ίδια στιγμή δεν δείχνουν όλοι οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοι» ιδιαίτερη βιασύνη για τη σύντομη ολοκλήρωσή τους. Εξαίρεση αποτελεί η Βρετανία όπου ο πρωθυπουργός της Ντ. Κάμερον έχει χαρακτηρίσει την TTIP ως την «πλέον φιλόδοξη διμερή εμπορική συμφωνία της σύγχρονης εποχής», ωστόσο η Γερμανία διατηρεί «επιφυλάξεις» και πολύ περισσότερο η Γαλλία. Η τελευταία μάλιστα κατά το πρόσφατο ταξίδι του Κινέζου Προέδρου στην Ευρώπη προχώρησε στη σύναψη σχεδόν 50 διαφορετικών οικονομικών συμφωνιών συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ και όπως φάνηκε από τις δηλώσεις τόσο του Ολάντ όσο και του Χσι Τζινπίνγκ έπεται συνέχεια... Παραπομπές: 1. http://blogs.wsj.com/economics/2014/03/28/americans-must-adjust-to-a-wor... 2. http://foreignaffairs.gr/articles/68728/sebastian-mallaby-kai-olin-wethi... 3. http://www.reuters.com/article/2014/01/28/us-usa-defense-china-idUSBREA0... 4. http://www.foreignpolicy.com/articles/2011/10/11/americas_pacific_centur... 5. http://europe.chinadaily.com.cn/epaper/2014-03/14/content_17347004.htm Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη, 6/4/2014Tags: ΗΠΑΚίναανακατατάξειςανταγωνισμοί Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα