Μια προσπάθεια ερμηνείας του «Περιμένοντας τον Γκοντό»

Έχουν περάσει 62 χρόνια από την πρώτη παράσταση του «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε ένα μικρό θέατρο του Παρισιού και το έργο συνεχίζει να ανεβαίνει χωρίς σταματημό σε όλο τον κόσμο.

του Κώστα Νταλιάνη

Η πλοκή μινιμαλιστική. Ο τίτλος την περιέχει, σχεδόν, εξ’ ολοκλήρου.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

Δύο κουρασμένοι και βαριεστημένοι αλήτες περιμένουν τον Γκοντό, ο οποίος αναφέρεται συνεχώς, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται.

Αντιθέτως, εμφανίζεται ένα παράξενο ζευγάρι περιπλανώμενων, ο αρχοντικός Ποτζό με τον Λάκυ, που, δεμένος με ένα σκοινί, υπακούει τυφλά στις εντολές του Ποτζό, σαν ένα πιστό σκυλί.

Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, ο Ντιντί και ο Γκογκό (υποκοριστικά του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ), αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο να κρεμαστούν από ένα δέντρο ή να περιμένουν τον Γκοντό (το σύμβολο μιας ανώτερης δύναμης), εκφράζοντας την φιλοσοφική θεωρία του Παραλόγου (absurdism), η οποία κηρύσσει, ότι η ζωή είναι άσκοπη και χωρίς νόημα. Tρεις είναι οι πιθανές αντιδράσεις σε αυτή την κατάσταση, σύμφωνα με την ανωτέρω φιλοσοφία: η αυτοκτονία, η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη ή η αποδοχή του κόσμου, όπως είναι. Ο Αλμπέρ Καμύ, με μια φράση του, εκφράζει άψογα, όσα προσπαθεί να πει ο Μπέκετ στο έργο: «Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;»

Η κριτικός Βίβιαν Μερσιέ περιέγραψε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ως ένα έργο, το οποίο κατάφερε κάτι θεωρητικά αδύνατο – να είναι ένα έργο στο οποίο δεν γίνεται τίποτα και όμως να κρατά το κοινό στην θέση του. Και η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια, μιας και στο μεγαλύτερο μέρος του έργου οι δύο βαριεστημένοι ήρωες κουβεντιάζουν για ανούσια (επιφανειακά τουλάχιστον) θέματα («προτιμάς να φας ραπανάκι ή καρότο;»), χωρίς ειρμό και συγκεκριμένο σκοπό.

Το έργο είναι διάσημο κυρίως για τις πολλαπλές ερμηνείες του. Σχεδόν για κάθε στοιχείο του έργου υπάρχει και μια προτεινόμενη θεωρία σχετικά με το τί συμβολίζει: είναι ο Γκοντό σύμβολο για τον Θεό (God); είναι ο Γκογκό και ο Ντιντί το ίδιο ον, χωρισμένο σε σώμα και πνεύμα; Είναι η σχέση μεταξύ Ποτζό και Λάκυ η μελλοντική μορφή, που θα πάρει η συμβιωτική σχέση Γκογκό και Ντιντί; Είναι τα ονόματα Γκογκό και Ντιντί κωδικοποιημένες ονομασίες των φροϋδικών Ego και Id; Και πολλά άλλα… (μερικοί θεωρούν, ότι ακόμα και τα καπέλα, που φοράνε οι χαρακτήρες, παραπέμπουν στους παλιούς και δημοφιλείς κινηματογραφικούς χαρακτήρες του «Χοντρού και του Λιγνού»).

Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά, γιατί το έργο λειτουργεί ως ένας λευκός καμβάς, όπου τίποτα δεν επαληθεύεται και τίποτα δεν διαψεύδεται. Ο «Άμλετ» δεν μπορεί να έχει άπειρες ερμηνείες, το έργο του Μπέκετ μπορεί. Να τί λέει και ο ίδιος ο Μπέκετ: “η πρώιμη επιτυχία του έργου οφείλεται στο ότι βασίστηκε σε μια θεμελιώδη πλάνη, στο ότι, δηλαδή, οι κριτικοί και το κοινό επέμειναν να ερμηνεύουν αλληγορικά ή συμβολικά ένα έργο, το οποίο προσπαθούσε παντοιοτρόπως να αποφύγει κάθε είδους ορισμό. Το όλο νόημα του έργου είναι, ότι είναι ανοιχτό σε οποιαδήποτε ερμηνεία, αλλά δεν έχει ένα αληθινό νόημα – όπως και η ζωή. Μπορώ να κατανοήσω γιατί κάποιοι αναγνώστες απολαμβάνουν κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς ένιωθα, ότι μείωνε την ψυχαγωγική αξία του έργου”.

Αν και ο Μπέκετ απαλλάσσει τον εαυτό του από την προσπάθεια ανεύρεσης συμβόλων κι ερμηνειών στο έργο, ουσιαστικά, είναι ο ίδιος, που προκαλεί αυτό το κύμα ερμηνειών. Είναι γνωστό, ότι ο Μπέκετ είχε αρνηθεί, ότι ο Γκοντό αντιπροσωπεύει τον Θεό (αγγλικά God), υποστηρίζοντας, ότι έγραψε το έργο στα γαλλικά (αν και ήταν Ιρλανδός) και στην γαλλική γλώσσα ο θεός ονομάζεται Dieu, συνεπώς δεν ευσταθεί η ομοιότητα μεταξύ Γκοντό και God. Βέβαια, σε μια μεταγενέστερη δήλωσή του, συμπλήρωσε, ότι αναφερόταν στο συνειδητό του, αλλά δεν μπορούσε να αποκλείσει, ότι το υποσυνείδητό του μπορεί να ήταν υπεύθυνο για τον συμβολισμό αυτό. Εξ’ άλλου, ο χαρακτήρας-δούλος ονομάστηκε Λάκυ (Lucky), που στα αγγλικά σημαίνει τυχερός και ο Μπέκετ είχε δηλώσει, ότι τον ονόμασε έτσι, γιατί είναι τυχερός επειδή δεν έχει προσδοκίες, αποδεχόμενος, ότι, σε αυτήν την περίπτωση, χρησιμοποιεί την μητρική του γλώσσα, την αγγλική, για να ονομάσει ένα χαρακτήρα και όχι την γαλλική, που ήταν το επιχείρημά του για να αρνηθεί τη σύνδεση ΓκοντόGod.

Την ίδια αμφίσημη τακτική κράτησε σε όλες τις θεωρίες, που εμφανίστηκαν, με αποτέλεσμα να τις αναζωπυρώνει και δίνοντας την ευχαρίστηση στους κριτικούς να πιστεύουν, ότι αυτοί “γράφουν” το έργο, ερμηνεύοντάς το. Πλασάροντας ένα έργο, με ποικίλα σύμβολα και χωρίς ένα σαφή συνεκτικό ιστό και αρνούμενος, στη συνέχεια, να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την εγκυρότητά τους, γνώριζε, ότι η περιέργεια θα μεγαλώνει, όσο πιο ακατανόητο φαινόταν το έργο, αποδεικνύοντας, ότι ήταν εξαιρετικός γνώστης του μάρκετινγκ. Είναι, μάλλον, αδύνατο ένας κριτικός ή ένας ψαγμένος θεατής να μην πέσει στην παγίδα του Μπέκετ και να μην εισέλθει στον λαβύρινθο ανεύρεσης του “νοήματος” του έργου.

Προσωπικά, θεωρώ, ότι κλειδί της κατανόησης του έργου δεν είναι τόσο η σχέση Γκογκό-Ντιντί, αλλά η σχέση Ποτζό-Λάκυ. Κατά τον ίδιο τρόπο, που ο Λάκυ είναι υπόδουλος του Ποτζό, αδυνατώντας να απελευθερωθεί από την κακομεταχείριση του αφεντικού του και να αφήσει κάτω την βαριά βαλίτσα, που δεν περιέχει τίποτα άλλο, παρά άμμο, έτσι και ο κριτικός-θεατής είναι αιχμάλωτος του Μπέκετ, που τον βομβαρδίζει με ασυναρτησίες και ανουσιότητες και παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται αναλυτικές ερμηνείες του έργου “βασανίζοντας” τον εαυτό του. Ο Μπέκετ τονίζει τον έμφυτο μαζοχισμό μέρους του κοινού μέσα από τα σωματικά μαρτύρια του Λάκυ, ενώ, ακόμα και όταν ο Ποτζό (ως alter ego του Μπέκετ), στην δεύτερη πράξη, έχει τυφλωθεί (ο δημιουργός είναι τυφλός, όπως ο βασιλιάς είναι γυμνός) ο Λάκυ (ως alter ego του κοινού), παρά την κακομεταχείριση, που έχει υποστεί, συνεχίζει να είναι αφοσιωμένος στο αφεντικό του.

Το ίδιο νοηματικό μοτίβο, μάλιστα, επαναλαμβάνεται στην ταινία «The master (2012)» του Πολ Τόμας Άντερσον, όπου κι εκεί, ο ήρωας της ταινίας, ο Μάστερ (alter ego του σκηνοθέτη), είναι ένας αρχηγός μια θρησκευτικής σέκτας, που έχει υπό την επήρειά του τον φανατικό οπαδό Φρέντι (alter ego του φανατικού κοινού του σκηνοθέτη), ο οποίος τον ακολουθεί τυφλά σαν σκλάβος, ενώ είναι φανερό, ότι οι θεωρίες του Μάστερ είναι ανούσιες και χωρίς κανένα στήριγμα. Εδώ είναι ακόμα πιο φανερή η αντικατάσταση του Θεού από τον καλλιτέχνη καθώς και των θρησκευτικών οπαδών από τους καλλιτεχνικούς οπαδούς. Ποτέ, άλλοτε ο καλλιτέχνης δεν είχε τόση ισχύ, που να ξεπερνάει ακόμα και του θρησκευτικού ηγέτη.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Εξαιρετική η ιδέα του σκηνοθέτη Νίκου Καραγέωργου να παιχτεί το έργο όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στο δρόμο, στον εξωτερικό χώρο του θεάτρου “Καρτέλ”. Η γκαραζόπορτα του θεάτρου, πίσω από τη σκηνή, είναι διαρκώς ανοιχτή, επιτρέποντας στον έξω κόσμο να “εισβάλλει” απροειδοποίητα και απρόσμενα (με την μορφή περαστικών, αυτοκινήτων κ.α.), δίνοντας, συνάμα, την ευκαιρία στους ηθοποιούς να διευρύνουν το χωρικό πλαίσιο των ερμηνειών τους. Έτσι, δημιουργείται μια έντονα κινητική ατμόσφαιρα, που αντισταθμίζει την στασιμότητα της δραματουργίας. Επιπλέον, η έμπνευση αυτή έχει το πρακτικό πλεονέκτημα να δροσίζεται καλύτερα ο χώρος εν μέσω καλοκαιριού.

Το σκηνικό είναι μινιμαλιστικό, industrial και αφαιρετικό και ο θεατής καλείται να δει τα πράγματα με την φαντασία του, όπως όταν ο Γκογκό και ο Ντιντί κοιτάνε έξω και αναφέρονται σε ένα δέντρο, το οποίο δεν υπάρχει. Μια σειρά διαφόρων ειδών παπούτσια περικυκλώνουν τον χώρο της σκηνής, αλλά δεν κατάλαβα τί ακριβώς προσέφερε στην παράσταση αυτή η επιλογή. Αντιθέτως, μου άρεσε πολύ η “εξέδρα”, πάνω στην οποία εμφανίζεται ο Ποτζό, τοποθετώντας τον σε θέση ισχύος, σχετικά με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Τα κοστούμια είναι ταιριαστά και ξεχωρίζει η ενδυμασία του Ποτζό: αβανταδόρικη, εντυπωσιακή και υποβλητική. Εμπνευσμένη ιδέα και η υπερτροφική κοιλιά του Ποτζό, κάνοντας σαφή την σύνδεση μεταξύ Γκογκό (που τον απασχολεί συνεχώς το τί θα φάει) και Ποτζό.

Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι πολύ καλές , με πρώτο και καλύτερο τον Βασίλη Μπισμπίκη, που ήταν πειστικότατος, παθιασμένος, ερμηνεύοντας με νεύρο και σπιρτάδα τον Ντιντί. Ο Παναγιώτης Σούλης, ερμηνεύοντας πιο εσωτερικά και ράθυμα, συνέθεσε ένα εξαιρετικό ντουέτο με τον Β.Μπισμπίκη. Η σχέση αυτή, την οποία χτίζουν οι δύο ηθοποιοί, είναι και το πιο δυνατό σημείο της παράστασης: δεν αμφιβάλλεις επ’ ουδενί, ότι οι δύο αυτοί χαρακτήρες είναι φίλοι από δεκαετίες.

Ο Γιώργος Γεροντιδάκης ερμήνευσε με φρενήρη ένταση και ταμπεραμέντο τον Ποτζό, έχοντας απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Ο Στέλιος Τυριακίδης ανταπεξήλθε άριστα σε έναν δύσκολο κινησιολογικά ρόλο και κατάφερε να εκφράσει με το βλέμμα του όλο τον εσωτερικό πόνο του Λάκυ. Επίσης, ερμήνευσε πολύ καλά τον περίφημο, ντελιριακό μονόλογο. Η Κατερίνα Σιώζου, ερμηνεύοντας τον σύντομο ρόλο του παιδιού, κάνει αισθητή την παρουσία της με την μυστηριώδη και αιθέρια παρουσία της.

Συμπερασματικά, αν κάποιος είναι φαν του έργου, ας δει την παράσταση, καθώς συλλαμβάνει σωστά την ατμόσφαιρα του έργου του Μπέκετ. Αν κάποιος δεν έχει διαβάσει το έργο, αλλά είναι περίεργος να δει τι εστί «Περιμένοντας τον Γκοντό», ας πάει στο θέατρο “Καρτέλ”, ώστε να σχηματίσει προσωπική γνώμη. Όποιος, όμως, απλώς, ψάχνει για μια διασκεδαστική παράσταση, για ένα καλοκαιρινό βράδυ, χωρίς να ενδιαφέρεται για συζητήσεις περί της φύσεως του θεάτρου και της τέχνης, νομίζω, θα πρέπει να επιλέξει κάτι άλλο.

Υ.Γ.: Αν και έχει επικρατήσει να τονίζεται η δεύτερη συλλαβή του ονόματος Γκοντό, ο Μπέκετ είχε δηλώσει, ότι ο τονισμός πρέπει να γίνεται στην πρώτη συλλαβή (Γκόντο).

Συντελεστές:

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νίκος Καραγέωργος

Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σιώζου

Σχεδιασμός αφίσας: Παναγιώτης Μητσομπόνος

Επιμέλεια προγράμματος: Στεφανία Βλάχου

Φωτογραφίες – βίντεο: Αθηνά Λιάσκου

Trailer παράστασης: Νίκος Τσάχαλος, Κατριάννα Παντέλη

Βοηθός παραγωγής: Φαίη Τζήμα

Προβολή – επικοινωνία: BrainCo

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γεροντιδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Κατερίνα Σιώζου, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης

Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έχουν επιμεληθεί τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών.

Παραστάσεις:

Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.00 μ.μ. μέχρι τις 12 Ιουλίου

Τεχνοχώρος CARTEL

Αγ. Άννης & Μικέλη 4, Βοτανικός (Στάση μετρό Ελαιώνας)

Τιμές εισιτηρίων:

12€, 8€ (φοιτητικό), 5€ (ατέλειες, ανέργων)

Κάθε Παρασκευή γενική είσοδος 8€, 5€ (ατέλειες, ανέργων)

Διάρκεια: 90 λεπτά

Τηλέφωνο κρατήσεων: 693 9898258 (ώρες επικοινωνίας 14:00-21:00)

Website: http://www.carteltexnoxoros.com/

Keywords
Τυχαία Θέματα