«PEER GYNT, no man’s land» του Ίψεν από τους «The 3rd person theatre group»

«Να είσαι ο εαυτός σου», η νουθεσία αυτή αντηχεί ακόμα δυνατά στον «Πέερ Γκυντ»

του Κώστα Νταλιάνη

Το έργο:

Ο «Πέερ Γκυντ» είναι το τελευταίο σημαντικό έργο του Ίψεν σε έμμετρη γραφή, πριν ξεκινήσει την πορεία του με τα δράματα πρόζας, τα οποία άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία του θεάτρου. Το έργο δεν είχε γραφτεί, για να παίζεται στο θέατρο, αλλά μόνο για ανάγνωση, καθώς εκτείνεται σε διακόσιες πενήντα σελίδες, μεταφέροντας την δράση

σε μέρη, που ποικίλλουν από ένα βασίλειο ξωτικών σε ένα τρελοκομείο στην Αίγυπτο, καθιστώντας, έτσι, την θεατρική του μεταφορά ακατόρθωτη, τουλάχιστον για την εποχή του. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα ποίημα με θεατρική δομή, που παρουσιάζει τη ζωή του Πέερ Γκυντ, από τη νεαρή ηλικία, στην ενηλικίωση και στο γήρας.

Ο Πέερ Γκυντ είναι ο γιος του πάλαι πότε δοξασμένου Γιον Γκυντ, ο οποίος ξόδεψε όλη την περιουσία του σε γλέντια, ζώντας πλουσιοπάροχα, και αναγκάστηκε να φύγει από το σπιτικό του ως πλανόδιος πωλητής, αφήνοντας πίσω την γυναίκα του, Όσε, και τον γιο του, Πέερ, καταχρεωμένους. Η Όσε επιθυμούσε να αναθρέψει το γιο της, έτσι ώστε αυτός να αποκαταστήσει την χαμένη περιουσία του πατέρα, αλλά, σύντομα, ο Πέερ φάνηκε ανίκανος για τον σκοπό αυτό.

Ο Πέερ αποδείχτηκε ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος, ιδεαλιστής, μη αξιόπιστος, αλλά με μια ποιητική φύση, που κάνει τα ψέματα, που ξεστομίζει, να μοιάζουν με μια άλλη αλήθεια, η οποία βρίσκεται σε μια παράλληλη πραγματικότητα, σε έναν φανταστικό κόσμο, όπως αυτός, στον οποίο ζει ο ήρωας, ενώ παράλληλα παρουσιάζει μια συγκινητική στοργή και αγάπη προς τη μάνα του και τη γυναίκα, που ερωτεύτηκε.

Έμπνευση για τον Ίψεν ήταν ένα παλιό Νορβηγικό παραμύθι, του οποίου την βασική ιστορία χρησιμοποίησε, για να κριτικάρει τη Νορβηγική κοινωνία, παρουσιάζοντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Νορβηγού άντρα της εποχής, που τον χαρακτηρίζει η αδυναμία της θέλησης, ο συνεχής αυτοέπαινος και ο καγχασμός προς οτιδήποτε πέραν του εαυτού του.

Αρκετοί από τους χαρακτήρες του έργου έχουν βασιστεί στην ίδια την οικογένεια του συγγραφέα. Ο Ίψεν είχε παραδεχτεί, ότι ο χαρακτήρας της Όσε βασίζεται στην μητέρα του, ενώ ο πατέρας του Ίψεν ήταν ένας πλούσιος έμπορος, που πτώχευσε και άφησε την οικογένεια σε χρέη, όπως και ο πατέρας του Πέερ Γκυντ. Εξ’ άλλου, ο Ίψεν έζησε 27 χρόνια στο εξωτερικό (στην Γερμανία και στην Ιταλία) και ποτέ δεν κατάφερε να γυρίσει στη πατρίδα του την Νορβηγία: άλλη μια ομοιότητα με τον Πέερ Γκυντ. Ως εκ τούτου, ο χαρακτήρας του Πέερ θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μια αυτοσαρκαστική απεικόνιση του συγγραφέα.

Η παράσταση:

Ο όγκος του έργου είναι τόσο μεγάλος, που ακόμα και όταν το κείμενο κόβεται, που συμβαίνει σχεδόν πάντα (όπως κι εδώ), οι παραστάσεις πλησιάζουν την διάρκεια των πέντε ή έξι ωρών. Η διασκευή του κειμένου από την Σέβη Ματσακίδου, αν και συμπτύσσει το μεγάλο αυτό έργο σε μόλις 90 λεπτά, δεν χάνει τίποτα από την ουσία του, αλλά αντίθετα το εμπλουτίζει και το κάνει πιο ευχάριστο στην παρακολούθηση (αν γνωρίζεις την ιστορία).

Η βασική δυσκολία της προσαρμογής ενός πολυπρόσωπου έργου μόνο σε τρία πρόσωπα (οι τρεις ηθοποιοί, που αποτελούν την δημιουργό θεατρική ομάδα) έστρεψε την ομάδα στο να βρει τί συνδέει όλα αυτά τα πρόσωπα, ποιός είναι ο συνεκτικός δεσμός: η απάντηση ήταν ότι όλα τα πρόσωπα ήταν προβολές της μητέρας και της αγαπημένης του Πέερ Γκυντ, της Σολβέιγκ, γι’ αυτό και η Αντιγόνη Φρυδά, που υποδύεται την αγαπημένη του, υποδύεται και όλες τις γυναίκες, που συναντά στο διάβα του, όπως και η Ελένη Ζαραφίδου, που υποδύεται τη μητέρα του, την Όσε, υποδύεται όλες τις υπερβατικές φιγούρες.

Η παράσταση διαθέτει μια ατμοσφαιρική και αισθητικά άψογη σκηνοθεσία, φέρνοντας στο νου τη γοητεία των παλιών σκανδιναβικών μύθων. Στις πρώτες σκηνές του έργου, στις οποίες ο Πέερ Γκυντ ζει ψηλά στα βουνά με την φτωχή μάνα του, η ομάδα καταφέρνει να συλλάβει το παιχνιδιάρικο πνεύμα της γραφής του Ίψεν. Η παράσταση κινείται φυσικά από την κωμικότητα των αρχικών σκηνών, στην ελαφρώς απειλητική φαντασία, όταν ο Πέερ εισδύει στο βασίλειο των Ξωτικών, και ύστερα στον σατιρικό τόνο, όταν ο ήρωας γίνεται επιχειρηματίας και ψευδοπροφήτης. Στο τέλος, η μινιμαλιστική προσέγγιση ταιριάζει όμορφα με τις τελευταίες φιλοσοφικές σκηνές του έργου.

O Βαλάντης Φράγκος, στον ρόλο του Πέερ Γκυντ, έδωσε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, γεμάτος ζωντάνια, αλλά και ευαισθησία. Στις αρχικές κωμικές σκηνές, φέρνει στον ρόλο μια αεικίνητη παιδική πονηριά και στη συνέχεια ερμηνεύει πειστικά την εγκαρδιότητα, τον αυθορμητισμό και τoν ελκυστικά ανυπότακτο και ταραχώδη χαρακτήρα του Πέερ.

Η Αντιγόνη Φρυδά έχτισε την ερμηνεία της με λεπτότατες αποχρώσεις και ευαισθησία, ενώ η Ελένη Ζαραφίδου έδωσε μία στιβαρή και υψηλών απαιτήσεων ερμηνεία στους πολύ δύσκολους ρόλους της παράστασης.

Η κίνηση και των τριών ηθοποιών ήταν ευρηματική και καλοδουλεμένη, ενώ οι φωτισμοί ήταν λιτοί και ατμοσφαιρικοί.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τα εξαιρετικά κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Μάλιστα, με την έμφαση, που δίνεται στα ενδύματα, και με την σταδιακή αλλαγή τους, υπηρετείται και το νόημα του έργου: η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας, η αναζήτηση του «εγώ».

Εν τέλει, το δράμα του Πέερ είναι αυτό του ηθοποιού, όπως, ειρωνικά, είχε πει ο Πίτερ Σέλλερς: «Κάποτε είχα έναν εαυτό, αλλά τον αφαίρεσα χειρουργικά».

Η ομάδα «The 3rd person theatre group»

Η θεατρική αυτή ομάδα δημιουργήθηκε και αποτελείται από τους ηθοποιούς Βαλάντη Φράγκο, Αντιγόνη Φρυδά και Ελένη Ζαραφίδου. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές της, η ομάδα, μελετώντας κλασσικά κείμενα και επιχειρώντας πολυπρισματική έρευνα γύρω από εποχές, ρεύματα, κινήματα, ιστορικά δεδομένα κ.τ.λ ., πειραματίζεται πάνω σε παραδοσιακές φόρμες και εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, για να οδηγηθεί στη δημιουργία παραστάσεων, που ενεργοποιούν τη μνήμη, τόσο τη συλλογική όσο και την προσωπική, προτείνοντας ένα ανοιχτό περιβάλλον αναθεώρησης και επαναδιαπραγμάτευσης της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, με εργαλεία το παιχνίδι και την απόλαυση, που αυτό προσφέρει.

Όπως δηλώνει η ίδια η ομάδα, διάλεξαν το έργο «Πέερ Γκυντ» γιατί ήταν η πρώτη τους δουλειά και ήθελαν να επιλέξουν ένα έργο, το οποίο να είναι μαθητεία και, συγχρόνως, μια βουτιά στα βαθιά.

Η παράσταση τους βραβεύτηκε με τη διεθνή υποτροφία Ibsen Scholarship 2013 από το θεσμό του Ibsen Awards στη Νορβηγία.

«PEER GYNT, no man’s land»

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

Διασκευή/Δραματουργική επεξεργασία: Σέβη Ματσακίδου

Σκηνοθεσία: Αντιγόνη Φρυδά, Ελένη Ζαραφίδου, Βαλάντης Φράγκος

Σκηνικά: Γιάννης Θεοδωράκης

Εικαστικός: Αποστόλης Πλαχούρης

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Μουσική: Γιάννης Σαββίδης

Φωτισμοί: Κατερίνα Παπαδάκου

ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Αντιγόνη Φρυδά, Ελένη Ζαραφίδου, Βαλάντης Φράγκος

Βοηθός σκηνοθέτη: Δομινίκη Μητροπούλου

Μοντάζ: Pietro Radin

Camera: Πέτρος Κέφαλος

Παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο ΑΠΟΛΛΩΝ στην Πάτρα.

ΠΑΙΛΑΙΟΤΕΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ:

PEER GYNT: ένας Νορβηγός Οδυσσέας που αποτυγχάνει

Μια φιλόδοξη παρθενική δουλειά που όμως δεν τα καταφέρνει! Κάποια κείμενα θέλουν πολύ στιβαρά χέρια, αλλιώς τα αφήνεις εκεί, στον λήθαργό τους…

Από την Ηρώ Μητρούτσικου & τον Γιάννη Βασιλείου

Ο συγγραφέας:

Ο Ερρίκος Ίψεν (1828-1906) είναι ένας μεγάλος θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος έχει γράψει μερικά από τα γνωστότερα έργα του 19ου αιώνα: όπως “O εχθρός του λαού”, “O Αρχιμάστορας Σόλνες”, “Tο κουκλόσπιτο”, “Έντα Γκάμπλερ”, “Oι βρυκόλακες” κ.α. Ένα από τα πρώιμα έργα του (αν και δωδέκατο στην σειρά) είναι το “Πέερ Γκυντ” (1867). Η αλήθεια είναι ότι όλα τα μεγάλα του έργα, ο Ίψεν τα έγραψε από το 1879 (έναρξη της Κοινωνικής περιόδου) και μετά…

Το έργο:

Έμπνευση για το «Πέερ Γκυντ» ήταν ένα παλιό Νορβηγικό παραμύθι, του οποίου την βασική ιστορία, ο συγγραφέας, προσάρμοσε στη κριτική που κάνει στη Νορβηγική κοινωνία, παρουσιάζοντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Νορβηγού άντρα της εποχής που τον χαρακτηρίζει η αδυναμία της θέλησης, ο συνεχής αυτοέπαινος και καγχασμός προς ο,τιδήποτε πέραν του εαυτού του.

Ο Πέερ και οι περιπέτειες του είχαν γίνει φολκλορικές ιστορίες στις τοπικές Νορβηγικές κοινωνίες. Το έργο του Ίψεν είναι όλο έμμετρο, καθώς προσπαθούσε να γράψει ποίηση όχι με τον καθιερωμένο τρόπο, αλλά όπως αυτός ένοιωθε ότι θα έπρεπε να είναι η σύγχρονη ποίηση. Το κείμενο εκδόθηκε σε 1.500 αντίτυπα που έγιναν ανάρπαστα. Η δεύτερη έκδοση 2.000 αντιτύπων που τυπώθηκε 14 ημέρες μετά, εξαντλήθηκε ύστερα από 7 χρόνια. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ζήτησε από το σπουδαίο μουσικό Έντβαρντ Γκρηγκ να επενδύσει μουσικά το έργο. Πολλοί διάσημοι, σύγχρονοι του καλλιτέχνες έκαναν έντονη κριτική σε αυτή την προσπάθεια να γράψει πρωτοποριακή ποίηση. Παρόλα αυτά, τα υπόλοιπα έργα που έγραψε ήταν σε μορφή πρόζας, εγκαταλείποντας τη προσπάθεια.

Επιπλέον, προσπάθησε να συνδυάσει φολκλορικούς μύθους με ρεαλιστικά κοινωνικές σκηνές και να κάνει και κοινωνική σάτιρα μέσω της ποίησης. Το έργο, όπως και ο πρωταγωνιστής του, ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Μερικές σκηνές μόνο κινηματογραφικά θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, λόγω του σουρεαλισμού τους. Από την άλλη πλευρά όμως, όπως και σε άλλα του έργα, οι ήρωες έχουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά τόσο του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος όπως η μητέρα του, ο πατέρας του, κ.λ.π. όσο και του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου.

Κάθε προσπάθεια να ανέβει αυτό το έργο, λοιπόν, είναι πραγματική πρόκληση για τους συντελεστές. Οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο μεταφραστής κ.α. βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες. Πρώτο σημαντικό εμπόδιο που πρέπει να κατακτηθεί είναι ο λόγος που, όπως προαναφέραμε, είναι ποιητικός.

Η παράσταση:

Η μετάφραση (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος) έχει καταφέρει να εκφράσει τη μουσικότητα του λόγου αλλά και τον εσωτερικό ρυθμό. Είναι στιγμές που νιώθει ο θεατής ένα βάρος να τον τραβάει στα σκοτεινά έγκατα, όπως στο βουνό του Βασιλιά, και άλλες φορές ανάλαφρος να χοροπηδάει σαν μπαλάκι μεταξύ δύο παιδιών που παίζουν, όπως πολύ εύστοχα παρουσίασαν στην σκηνή με το γλέντι.

Άλλο εμπόδιο ήταν η πολυπλοκότητα της διήγησης, καθώς κάποια γεγονότα συνέβαιναν πότε στον πραγματικό κόσμο και πότε στο όνειρο του Πέερ, χωρίς να είναι ξεκάθαρο κάθε φορά. Ο Ίψεν δημιούργησε μια θεατρική πραγματικότητα που μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Ακόμα και το τέλος είναι αμφιλεγόμενο, αναγκάζοντας σε να το διαβάσεις ξανά για περισσότερες διευκρινίσεις και βαθύτερη κατανόηση. Και όταν το ξαναδιαβάσεις σου γεννιούνται περισσότερα ερωτηματικά παρά βρίσκεις απαντήσεις. Είναι σαν να περπατάς μαζί με τον Πέερ σε μια αχαρτογράφιτη περιοχή, όπου δεν έχει πατήσει άλλου ανθρώπου πόδι, μια γη κανενός, «no man’s land», όπως με πολύ ακρίβεια αποδίδει διορατικά ο τίτλος της παράστασης.

Η ομάδα “The 3rd person theatre group” δημιουργήθηκε από τους ηθοποιούς Βαλάντη Φράγκο, Αντιγόνη Φρυδά και Ελένη Ζαραφίδου και αποφάσισαν να πέσουν αμέσως στα βαθιά, επιλέγοντας ένα τόσο αντιθεατρικό έργο. Φιλόδοξη επιλογή, αλλά ίσως όχι και τόσο σοφή.

Οι τρεις ηθοποιοί που συνυπογράφουν και την σκηνοθεσία προσπαθούν να απλοποιήσουν -όσο γίνεται- την αφήγηση, η οποία είναι πολύπλοκη, λόγω αυτής της εναλλαγής φανταστικού-ρεαλιστικού αλλά και των χρονικών αλμάτων. Προσπάθησαν να υπερβούν το εμπόδιο της αφήγησης επιμένοντας στο τρίπτυχο άνδρας-γυναίκα-μητέρα. Ο Πέερ, η Σουλβάιγ και η Όσε είναι οι κύριοι ρόλοι που υποδύθηκαν οι ηθοποιοί παίζοντας, ταυτόχρονα, και άλλους ρόλους. Δυστυχώς, η αλλαγή των ρόλων και η είσοδος καινούργιων προσώπων δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη. Το γεγονός ότι η εναλλαγή των χαρακτήρων δεν είναι πάντα κατανοητή, προκαλεί μια σύγχυση στο θεατή. Προσπαθεί να παρακολουθήσει με μεγάλο κόπο, απερίσπαστος χωρίς να χαθεί, τη ροή των γεγονότων σε ένα ήδη δυσκολόπεπτο κείμενο.

Ίσως, η παράσταση, να ήταν ένας άθλος και να χρειαζόταν παραπάνω από τρεις ηθοποιούς ή κάποιες άλλες σκηνοθετικές πινελιές. Επίσης, τα βίντεο (Εύη Στάμου/Pietro Radin),

με την καλλιτεχνική τους ευαισθησία, προκαλούσαν περισσότερη ασάφεια και αγωνία στον θεατή να διευκρινίσει τα πράγματα.

Συνέπεια αυτού, και παρά τις περιλήψεις που προβάλλονταν γραπτώς στον τοίχο, τα πρόσωπα εύκολα συγχέονταν, η υπόθεση, στη λεπτομέρειά της, διέφευγε της προσοχής, οι εναλλαγές τόπου, χρόνου, ονομάτων προσώπων γίνονταν σχηματικά με αποτέλεσμα το νόημα του έργου συχνά να μένει αιωρούμενο.

Τί να τον κάνεις τόσο κόπο, τί να κάνεις τα ιδιαίτερα σκηνικά (Γιάννης Θεοδωράκης/ Μαρίκα Κωνσταντινίδου) και τα όμορφα και λιτά κουστούμια (Βασιλική Σύρμα) που παρέπεμπαν στην εποχή, όταν ο θεατής όχι μόνο κουράζεται, αλλά δεν καταλαβαίνει και τί γίνεται, οπότε κάποια στιγμή παραιτείται;

Άλλη ατυχής επιλογή ήταν η συνσκηνοθεσία. Χωρίς να υπάρχει μόνιμο εξωτερικό μάτι υπήρχαν μεγάλες διαφορές στην υποκριτική,ασάφεια, αλλά και κάτι καθαρά τεχνικό: την πρώτη χρονιά η παράσταση παρουσιάστηκε στο θέατρο Θησείον, ένα θέατρο ιδιαίτερο, αλλά με πολύ κακή ακουστική. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης κάναμε προσπάθεια να ακούσουμε το (δυσκολότατο) κείμενο και σε αυτό δεν βοηθούσε και η μεγάλη ένταση της μουσικής (Γιάννης Σαββίδης). Φέτος αυτό το πρόβλημα περιορίστηκε στο Σύγχρονο θέατρο, το χάος όμως της παράστασης παραμένει….

Από την άλλη και το να χαθεί κάποιες στιγμές ο θεατής ίσως να ήταν και το ζητούμενο, για να νοιώσει όπως ο ήρωας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο τέλος ο θεατής νοιώθει συνοδοιπόρος αυτού του ανθρώπου, που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και καταλήγει, γέρος πια, στο σπίτι από το οποίο έφυγε νέος, σαν άλλος Οδυσσέας. Ταυτόχρονα έχει κάνει και ο θεατής τη δική του περιπλάνηση στην «no man’s land».

Keywords
peer, land, group, ιψεν, θεατρο, δραση, αιγυπτος, δραμα, μνήμη, μετάφραση, απολλων, πατρα, αθηνα, διευκρινίσεις, ΟΣΕ, ομαδα διας, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Καλή Χρονιά, αλλαγη ωρας 2012, τελος του κοσμου, νεος παπας, ξανα, κοινωνια, ελενη, δυνατα, μετάφραση, μνήμη, βιντεο, γερμανια, γυναικα, δουλεια, εργαλεια, ηθοποιοι, μεταφραστης, μητερα, ογκος, ονειρο, ψεματα, αγαπη, αγωνια, αδυναμια, απολλων, αφηγηση, αψογη, βουνα, βρισκεις, βρισκεται, γεγονοτα, γεγονος, γινει, γινεται, γλεντι, γοητεια, δυστυχως, διευκρινίσεις, δικη, δομη, δειγμα, εαυτος, ευχαριστο, ευκολα, ειναι στιγμες, υπαρχει, εργα, εξι, εποχη, εποχες, επρεπε, ερευνα, εφυγε, εχθρος, ζωη, ιδια, ηλικια, υπηρχαν, υποθεση, ηρω, ηρωες, κειμενο, κινηση, κοστουμια, ληθαργο, ματι, μνεια, μορφη, νοημα, νορβηγια, ομαδα, παντα, οδυσσεας, ποιηση, ποιημα, οικογενεια, ορια, ουσιαστικα, ουσια, περιβαλλον, ροη, ρεσιταλ, ρολοι, ρολο, σατιρα, σελιδες, σιγουρο, συνεχεια, συντομα, σκηνες, σκηνοθεσια, σπιτι, συγχρονο, τρια, τιτλος, φαντασια, φυση, φυσικα, φορα, χαος, ψυχολογικα, ομορφα, κωνσταντινος, εμφαση, ερρικος, ηρωας, ιδιαιτερο, ιδιαιτερα, κειμενα, παιχνιδι, σκηνη, σκηνικα, βουνο, χερια
Τυχαία Θέματα