«Στη χούντα δεν έπεσε ούτε χαστούκι» – Μνήμες από το Σφαγείο

Η βαριά πόρτα που έκλεινε πίσω του, του θύμιζε την Κόλαση του Δάντη. Ένα μέρος σκοτεινό, απόμακρο, χωρίς ανθρωπιά ή οποιαδήποτε ελπίδα για ελευθερία. Ήταν το άντρο των τσακαλιών, που έσκιζαν σάρκες και βίαζαν ψυχές για ευχαρίστηση.

Γράφει ο Κώστας Χρήστου

Μέσα στην απόλυτη ησυχία και τις στάλες που έσταζαν στο πάτωμα από την υγρασία, την σιωπή έσπαζε το κλάμα μιας κοπέλας από το διπλανό κελί. Παιδί μόλις 20 χρονών. Βρισκόταν εκεί γιατί ήθελε να σκέφτεται και να μιλά ελεύθερα. Εκείνος προσπαθεί να σηκωθεί στα πόδια του. Το αριστερό τον δυσκολεύει. Προσπαθεί να στηριχτεί στα

δάχτυλα και δαγκώνει τα χείλη του για να μην φωνάξει. Δεν θέλει να τον ακούσουν να φωνάζει. Δεν θέλει να τους δώσει την ευχαρίστηση. Ακούει τις συνομιλίες από τον διάδρομο. Οι δύο αστυνομικοί γελούσαν με το κλάμα της.

«Αν δεν βγάλεις το σκασμό αυτή τη φορά θα σε πάρει όλος ο όροφος. Το κατάλαβες ρε κομμούνι; », είπε ο ένας από αυτούς.

Την άκουγε που πνιγόταν μέσα στο κλάμα της επειδή προσπαθούσε να σταματήσει. Πόσα λεπτά χρειάζεται για να βιάσεις μια ψυχή; Στις πόσες σταγόνες αίμα ένας άνθρωπος σταματά να είναι άνθρωπος; Θυμάται την πρώτη του γνωριμία με τον Γκραβαρίτη. Τον άνθρωπο με το κενό βλέμμα. Εκείνος προσπάθησε να μην δείξει ότι φοβάται. Η αλήθεια είναι πως έτρεμε. Τόσο για εκείνον όσο και για την αρραβωνιαστικιά του.

«Θέλω να γνωρίζεις το εξής. Είσαι ένα κουνούπι που έχει βρεθεί στο δρόμο ενός τυφώνα. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα καταφύγιο για να κρυφτείς και δεν έχεις καμία δύναμη για να τον σταματήσεις» του είχε πει στην πρώτη τους γνωριμία.

Από τότε συνέβησαν πολλά. Ξεκίνησε η συστηματική εξόντωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Αφού οι ίδιοι είχαν σκοτώσει μέσα τους ότι ανθρώπινο υπήρχε, προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο και στους κρατούμενους. Σαν ιός. Σαν μια φονική λαίλαπα. Δεν ήταν όμως το ξύλο ή το ηλεκτροσόκ. Δεν ήταν το αίμα από τα αυτιά, ούτε η φάλαγγα. Δεν ήταν οι αϋπνίες και τα σημάδια από τα γκλοπ. Ήταν τα σημάδια που έγιναν στη ψυχή. Ένα βράδυ τον ξύπνησαν τέσσερις. Με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω από το κελί και τον οδήγησαν στην περίφημη ταράτσα. Ένας από αυτούς του δένει τα μάτια. Είναι φρικιαστικό.

«Λοιπόν τσογλάνι τέρμα τα αστεία. Ή μου δίνεις ονόματα ή το επόμενο πρωί θα μοιάζεις στο πεζοδρόμιο με τοματοχυμό. Νομίζεις ότι θα σε ψάξει κανείς; Θα τους στείλω να σε ακολουθήσουν ρε!» του λέει και του ρίχνει μια κλωτσιά στα αχαμνά του. Οι δύο τον πιάνουν από τα πόδια και βγάζουν το κορμί του έξω από την ταράτσα, έτοιμοι να τον ρίξουν. Ζητούν ονόματα. Διευθύνσεις. Οργανώσεις. Κάνει την προσευχή του και ζητάει συγχώρεση αμαρτιών. Ώστε εδώ είναι το τέλος. Ούτε το πτυχίο του δεν έχει πάρει γαμώτο.

Τον τραβάνε μέσα. Ο Μάλλιος είναι εκεί και γελάει.

«Δεν θέλω να κοιμηθεί σήμερα το καταλάβατε; Εάν κουνηθεί έστω και βλεφαρίδα τσακίστε τον».

Μέσα στη φυλακή ο άνθρωπος μαθαίνει να αντέχει τον πόνο. Ανακαλύπτει πως οι αντοχές του είναι εκπληκτικές. Αυτό που πρέπει ωστόσο να κάνει, είναι να κοιτάει στα μάτια την ψυχή του. Εάν η ψυχή γνωρίσει την διαστροφή και τη μοναξιά, είναι περιττό το τι θα συμβεί στο σώμα.

Τα πρωινά είναι πάντα το ίδια. Ξύλο και πρωινό με τους δεσμοφύλακες να προσθέτουν στο φαγητό ότι υπήρχε μέσα στη μύτη τους. Παραδίπλα ο Μάκης. Ένας συμπαθέστατος πόντικας. Είναι μια μικρή απόδειξη ότι ακόμη και στην πιο απεγνωσμένη γωνία του πουθενά, εκεί που το φως της λύτρωσης δεν μπορεί να φτάσει, υπάρχει πάντα χώρος για την ζωή. Δεν τον πλησιάζει αλλά έχει μάθει πια και περιμένει την κουραμάνα. Ακούγεται θόρυβος στα σκαλιά. Μπόρα έρχεται. Και τσακίζει κόκκαλα.

Έρχονται 5-6 από αυτούς. Ανοίγουν την πόρτα σαν μαινόμενοι ταύροι και χτυπούν όπου βρουν.

«Εσύ είσαι ρε πούστη; Εσύ σκότωσες τον πατέρα μου στις κωλοπορείες σου;; Θα πεθάνεις ρε πούστη θα πεθάνεις!»

«Που είναι ο Λαμπράκης τώρα ρε αρχίδι;; Που είναι;; Ο Παπαντρέας θα σε σώσει;;»

Τα πάντα θολώνουν. Οι φωνές χάνονται όπως η ακοή μέσα στο νερό. Είναι το σημείο που η ζωή φεύγει. Επιτέλους λύτρωση. Επιτέλους δεν υπάρχει πόνος. Ένας κουβάς με νερό αφήνει τη ζωή να γαντζωθεί από τα χείλη. Και μια κραυγή. Κραυγή απόγνωσης. Πόνου. Θυμόταν τις συζητήσεις με τη γυναίκα του. Για την αξιοκρατία, την δημοκρατία, την ανθρωπιά.

Θυμάται που της κρατάει το χέρι και περπατούν στο Πεδίο του Άρεως. Εκείνη τον ρωτάει γιατί επιμένει τόσο πολύ. Γιατί συνεχίζει τον πόλεμο για μια κοινωνία που δεν θέλει να αλλάξει.

«Δεν ξέρω…απλά μου φαίνεται πως κάνω τον σωστό. Τι αξία έχει μια ζωή μπροστά στην ελευθερία;».

Όμως η ελπίδα έμεινε. Αυτές οι κουβέντες, το πρόσωπο της, τον κράτησαν ζωντανό. Ήταν η εποχή του Καραμανλή ύστερα από μια περίοδο βιασμού που διήρκησε για επτά χρόνια. Για μια δημοκρατία που ήρθε σακατεμένη. Που συνέχισε την λογοκρισία και δεν τιμώρησε κανέναν, μα κανέναν από τους βασανιστές του. Μάλλιος, Μπάμπαλης, Γκραβαρίτης, Σπανός.. όλοι αθώοι.

Τα χρόνια πέρασαν, αλλά τα σημάδια δεν έφυγαν. Κάθε χρόνο μια από αυτές τις μέρες, περπατάει τον δρόμο της Μπουμπουλίνας. Ένα πονεμένο βλέμμα κατακτά το πρόσωπο του. Μια μέρα του είπα ότι είναι ήρωας.

«Δεν είμαι ήρωας. Επιζών είμαι».

Και έπεσε στη αγκαλιά μου.

Keywords
Τυχαία Θέματα