«Σπάνιες Γαίες» – Από τη Σώτη Τριανταφύλλου

Το δέκατο μυθιστόρημα της Σ. Τ. είναι η ιστορία του Πραβιέν Σεργκέγεβιτς Μακάρεφ, που γεννήθηκε στο Μουρμάνσκ της βορειοδυτικής Ρωσίας δέκα χρόνια μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων.

Ο Πραβιέν σπούδασε εδαφολογία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ, ερωτεύτηκε μια ακροβάτισσα, διέπραξε ένα έγκλημα.

Ύστερα, γνώρισε έναν Άγγλο κατάσκοπο: η φιλία αυτή τον οδήγησε σε μια απόφαση που δεν πραγματοποίησε. Αναζητώντας σπάνιες γαίες, ο Μακάρεφ άκουσε τις γοργόνες να τραγουδάνε και τους ψιθύρους της ιστορίας που μορφάζει σαν τέρας. Οι «Σπάνιες γαίες» είναι ένα βιβλίο για τη

σταλινική περίοδο και για τα ηθικά διλήμματα του ανθρώπου που βαδίζει ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στις φρικαλεότητες του πολέμου και της ειρήνης.

Ο Πραβιέν Σεργκέγεβιτς Μακάρεφ γεννήθηκε στο Μουρµάνσκ, στη βορειοδυτική Ρωσία, δέκα χρόνια µετά την επανάσταση των μπολσεβίκων.

Σπούδασε εδαφολογία στο Λένινγκραντ, ερωτεύτηκε μια ακροβάτισσα, διέπραξε ένα έγκλημα. Ύστερα, γνώρισε έναν Άγγλο κατάσκοπο: η φιλία αυτή τον οδήγησε σε μια απόφαση που δεν πραγματοποίησε. Αναζητώντας Σπάνιες Γαίες, ο Μακάρεφ άκουσε τις γοργόνες να τραγουδάνε και τους ψιθύρους της ιστορίας που μορφάζει σαν τέρας. Αυτό το βιβλίο είναι τα απομνημονεύματά του.

«Κοιµόµασταν σε µεταλλικές κουκέτες, ξυπνούσαµε µαζί το πρωί – ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι φρέσκοι-φρέσκοι, εγώ κατάκοπος µε µαύρους κύκλους γύρω απ’ τα µάτια. Πετάγονταν απ’ τα κρεβάτια τους ολόχαροι, φλύαροι• το πάτωµα έτριζε καθώς έκαναν πενήντα κάµψεις µετρώντας τες μεγαλοφώνως. Ύστερα, ξυρίζονταν σιγοτραγουδώντας, έριχναν πάνω τους µεγάλες ποσότητες κολόνιας λεµονιού και στη συνέχεια τρέχαµε όλοι µαζί στα µαθήµατα, στις παραδόσεις, στα εργαστήρια και στις εξετάσεις. Φοιτητική ζωή. Μελετούσαμε γύρω από μια μεγάλη σανίδα τοποθετημένη σε τέσσερα πόδια –εδαφοχηµεία, αγρογεωλογία–, τρώγαµε μαζί στην τραπεζαρία (χοντρά, καραβίσια μακαρόνια και πυκνόρρευστες σούπες µε ετερόκλητα υλικά και αηδιαστική γεύση), ακούγαμε πλάκες από έναν παλιό φορητό φωνογράφο και, κάθε τόσο, σοβατίζαµε τον ξεφλουδισμένο τοίχο. Σ’ αυτόν τον τοίχο ήταν κρεμασμένα σημαιάκια της Σπαρτάκ Μόσχας, μια αφίσα από έναν αγώνα του 1936 µε την Ντυνάµο και η φωτογραφία ενός περίφηµου ποδοσφαιριστή που έδειχνε µε καμάρι τη φανέλα του – εγώ πάντως δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Δεν είμαι αθλητικός τύπος• όταν μια φορά πήγα μαζί µε τον Βαλόντια και τον Ανατόλι στο γήπεδο, µε μπέρδεψε η αλλαγή των τερμάτων στο ημίχρονο».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Keywords
Τυχαία Θέματα