Οι δύο ζωές του Κώστα Κατσουράνη

Για το ελληνικό φίλαθλο κοινό ο Κατσουράνης ήταν πάντα κάτι σαν τον ρωμαϊκό θεό Ιανό, ένας άνθρωπος με δύο πρόσωπα: Αυτό που έδειχνε στους αγωνιστικούς χώρους και αυτό που συγκέντρωνε όλη την (παρα)φιλολογία που τον ακολουθούσε εκτός αυτών.

Box to box ο Γιάννης Τσαούσης

Το ένα πρόσωπο

Τα παράσημα που κρέμασε στο πέτο του κατά τη διάρκεια της 19χρονης καριέρας του πολλά και η σημαντικότητα της παρουσίας του στις ομάδες που αγωνίστηκε

αδιαμφισβήτητη. Ο Κώστας Κατσουράνης είναι ένας από τους πιο πολυσύνθετους μέσους που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Με κύρια αγωνιστικά χαρακτηριστικά την οξυδέρκεια, την σωστή τοποθέτηση και την καλή πάσα, κατάφερνε σχεδόν πάντα να διακρίνεται χωρίς πολλές φορές να έχει καν ιδρώσει.

Ο Κατσουράνης περιγράφεται κατά κόρον ως «αμυντικός μέσος», κάτι που μάλλον δεν του ταιριάζει καθότι η σχέση του με την άμυνα δεν ήταν και πολύ... εγκάρδια. Σπανίως θα τον έβλεπες να πέφτει για τάκλιν, να κόβει στη γραμμή ή να τζαρτζάρει αντίπαλο. Κύριο μέλημά του ήταν η κάλυψη του χώρου και η προώθηση ή το κουβάλημα της μπάλας προς την επίθεση, όταν αυτή έφτανε στα πόδια του.

Στην αγγλική έκδοση της Wikipedia το στιλ παιχνιδιού του παρομοιάζεται με αυτό του Ρούουντ Γκούλιτ, ενώ έχει κατά κόρον γραφτεί στα media ότι ήταν ο «έλληνας Στίβεν Τζέραρντ». Πέραν του όποιου «βέβηλου» στοιχείου μπαίνει στην σύγκριση αυτή (αγαπημένο θέμα των ποδοσφαιρόφιλων, άλλωστε, οι συγκρίσεις), η αλήθεια είναι ότι το στιλ του «Κατσούρ» ήταν μάλλον πιο παλιομοδίτικο, με στοιχεία που προσιδίαζαν περισσότερο σ’ αυτά του Λόταρ Ματέους και του Κλάρενς Ζέεντορφ -για τους παλιότερους- ή σ’ αυτά των Γιαγιά Τουρέ και Αρτούρο Βιδάλ -για τους νεότερους.

Παρέα με τα εξαίρετα αγωνιστικά του χαρακτηριστικά, αυτό που τον βοήθησε να πετύχει όσα πέτυχε ήταν η ηγετική του στόφα. Αυτή που επέδειξε σε όλες τις ομάδες του, αυτή που στάθηκε αφορμή για να του σούρουν και τα μύρια όσα. Τα ποδοσφαιρικά του πεπραγμένα, εντούτοις, δεν μπορεί κανείς να τα παραποιήσει όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουν οι αριθμοί-σταθμοί στην καριέρα του:

Πρώτη ομάδα: Παναχαϊκός Σουλίου
Ακολούθησαν: Παναχαϊκή, ΑΕΚ, Μπενφίκα, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, Πούνε Σίτι, Ατρόμητος, Χάιντελμπεργκ Γιουνάιτεντ.
Συμμετοχές με συλλόγους: 637
Γκολ με συλλόγους: 107
Ρεκόρ καριέρας (σκοράρισμα): 13, την περίοδο 2004-5 (ΑΕΚ)
Συμμετοχές στην εθνική (2003-15): 116 (τρίτος, πίσω από Καραγκούνη και Ζαγοράκη)
Γκολ με εθνική: 10
Συλλογικοί τίτλοι: Euro2004, νταμπλ με τον ΠΑΟ (2009-10), Λιγκ Καπ με την Μπενφίκα (2008-09)
Ατομικοί τίτλοι: Παίκτης της χρονιάς στην Ελλάδα (2004-05 και 2012-13) και παίκτης της χρονιάς για την Μπενφίκα το 2008

Το άλλο πρόσωπο

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Ίσως γιατί είναι τόσο παλιά που κανείς πια δεν θυμάται. Μπορεί να έφταιγε ο πρώτος που τον είδε να καπνίζει και το ρουφιάνεψε στα ΜΜΕ κι έκτοτε έγινε της μουρλής (λες και, λ.χ., την ίδια περίοδο ο Τζόλε δεν κάπνιζε περισσότερο κι απ’ τον Smoking Man των X-Files...). Μπορεί να έφταιγε το γεγονός ότι πολλές φορές στο γήπεδο και τις συνεντεύξεις κοίταγε από κάτω προς τα πάνω μ’ αυτό το περίεργο, λίγο ψαρωτικό, λίγο υποχθόνιο βλέμμα. Μπορεί να έφταιγε το ότι είχε μέχρι και στην Ιαπωνία φαν κλαμπ για πάρτη του ή ότι έκανε πολλές αφιερώσεις στον γιο του, τον «Τσίλια». Μπορεί πάλι να έφταιγαν κάποιες κιτσάτες στυλιστικές του επιλογές, ποιος ξέρει, ή το ότι τα τελευταία χρόνια οι αντοχές του είχαν μειωθεί -εξού και τα προσωνύμια «περιπατητής» και «Johnnie Walker», που στο peak τους έφτασαν στο να γίνει viral το περίφημο «Όχι Κατσουράνη με την Κόστα Ρίκα» γκρουπ στο Facebook. Μπορεί, τέλος, να έφταιγε το ότι μίλαγε πολύ στο γήπεδο, γεγονός που σταδιακά οδήγησε σε σωρεία δημοσιευμάτων που τον ήθελαν να κάνει το ίδιο και έξω απ’ αυτό, περιγράφοντάς τον λίγο-πολύ ως «νταβατζή των αποδυτηρίων» που έχει «άποψη για τα πάντα», ιδίως στην εθνική.

Παραδόξως πως -γνωστή η σχέση του καπνού με την φωτιά- αυτό το τελευταίο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ ως υπαρκτό πρόβλημα από οποιονδήποτε συμπαίκτη ή προπονητή του και άρα μένει στη σφαίρα του αστικού μύθου μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ο Κατσουράνης τελειώνει την καριέρα του με το κεφάλι ψηλά, μπορεί να κοιτάζει πίσω του με χαμόγελο γι’ αυτά που πέτυχε και μπαίνει με το σπαθί του στο μικρό, εγχώριο ποδοσφαιρικό μας πάνθεον. Καθόλου άσχημα για κάποιον που το 2002 «κόπηκε» από τον Παναθηναϊκό, επειδή ο (τότε προπονητής του «τριφυλλιού») Φερνάντο Σάντος προτίμησε να πάρει στην θέση του τον «παχουλοκομψό» Κάρλος Σαϊνιο...

The post Οι δύο ζωές του Κώστα Κατσουράνη appeared first on KoolNews.

Keywords
Τυχαία Θέματα