Για την μπάλα και για τ' άδικο!

17:57 7/6/2011 - Πηγή: Gazzetta
Από τη ρετρό ιστορία της προηγούμενης Τρίτης, χρωστάω τη ρετρό ιστορία μιας μπάλας. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να πληρώσω τα χρέη μου και να την (ανα)δημοσιεύσω, πιστεύοντας πάντα πως ο συνδυασμός μπάλας και… αδικίας είναι αυτός που έχει ανεβάσει το ποδόσφαιρο στο θρόνο του βασιλιά των σπορ… Ακόμα ταλαιπωρούσα τα νεύρα μιας νυν βολευτίνας και ενός νυν υπουργού, «δασκάλων» μου σε μια σχολή δημοσιογραφίας, όταν έτυχε να βρεθώ στην Ήπειρο για μια –δυσάρεστη– κοινωνική εκδήλωση. Όταν η μάνα μου κατάφερε με τα πολλά να εξηγήσει σε μια θεια, τη
θεια-Μάκαινα, τι δουλειά θα κάνω... άμα μεγαλώσω (ακόμα να μεγαλώσω, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία) μεταδίδοντας την κεντρική ιδέα στα ραντάρ της («θα γράφει»), η θεια με πήρε παράμερα και μου είπε: «Για τ’ άδικο να γράφ’ς. Τ’ ακούς;». Δεν τ’ άκουσα, αλλά τώρα, κοντά 20 χρόνια μετά, είναι σαν να την ακούω στ’ αφτιά μου. «Για τ’ άδικο»! Εγώ στην αρχή ήθελα να γράφω για... τρίχες. Στην κυριολεξία. Ένα από τα πρώτα μου άρθρα στην Ελευθεροτυπία είχε τίτλο «με μέσον την τρίχα». Μετά ήθελα να γράφω για θάλασσες, μπάνια, ξαπλώστρες απλωμένες, τρένα, καράβια και ποδήλατα. Ψιλοαρμένιζα, για να μη γράψω την άλλη λέξη που αρχίζει από «ψι» και τελειώνει σε «αρμένιζα». Γρήγορα άρχισα να γράφω και για μια άλλη αγαπημένη ασχολία. Την μπάλα. Την –τότε– ασπρόμαυρη. Όχι την άλλη με τα μπιμπίκια. Έγραφα για θάλασσες και για μπάλα, γι’ αυτό πιθανότατα και η πρώτη αθλητική μου αποστολή ήταν στο Ναύπλιο, για γυναικείο τουρνουά πόλο! Από αυτή την αποστολή το μόνο που μου έμεινε ήταν δυο ξεγυρισμένα ξενύχτια στο μπουζουκωλάδικο «Ζορμπάς», στο οποίο πριν καταφέρω να εξηγήσω στον μπάρμαν τι ποτό έπινα (Κάπτεν Μόργκαν ζήτησα και ακόμα πρέπει να ματώνει το κεφάλι του από το ξύσιμο για να καταλάβει τι βρισιά ξεστόμισα), βρέθηκα με μια «τραγουδίστρια» ανάμεσα σε μένα και το σκαμπό στο οποίο δοκίμασα να σκαρφαλώσω. Τότε ήταν που τα μπέρδεψα τελείως. Ήθελα να γράφω για θάλασσα, μπάλα και γυναίκες. Τελικά, ακολουθώντας το ρητό περί αποφυγής «πυρός, γυνής και θάλασσας» κι επειδή δεν είχα κανένα σκοπό να γράψω ρεπορτάζ για πυρκαγιές, έβγαλα από τη λίστα μου τη γυνή και τη θάλασσα, βάστηξα την μπάλα κι άρχισα να γράφω αποκλειστικά γι’ αυτήν. Μέσω αυτής άρχισα να ασχολούμαι και με την αδικία, χωρίς καν να το καταλάβω. «Πέναλτι ρεεεε», φώναζε η εξέδρα, έγραφα κι εγώ πως «οι φιλοξενούμενοι ζήτησαν πέναλτι», αλλά τη λέξη αδικία δεν την έγραφα, γιατί τάση του Ίντερνετ εκείνης της εποχής ήταν «να βγάζει ο αναγνώστης τα συμπεράσματα μόνος του». Οπότε, οι μεν «ζητούσαν πέναλτι», οι δε «διαμαρτύρονταν για την αποβολή» κι εγώ την αδικία έδειχνα και «αδικία» δεν έγραφα! Τη ζούσα όμως. Συνυφασμένη πάντα με την μπάλα. Όπως τότε που ήμουνα μικρός και παίζαμε μπάλα στο πλακόστρωτο της εκκλησίας και μέσα γινόταν βάφτιση. Σταματάγαμε την μπάλα λίγο πριν τελειώσει η βάφτιση και μπουκάραμε στο ναό, να πούμε στον κουμπάρο «παντάξιος» (τότε δεν ξέραμε ούτε φανταζόμασταν πως είναι δύο λέξεις, «πάντα άξιος») και στα κορίτσια που μοιράζανε τις μπουμπουνιέρες* «και στα δικά σας
Keywords
Τυχαία Θέματα