28η Οκτωβρίου 1940-2012. Αι Δυνάμεις του (Ρεπούσιου) Άξονα επιτίθενται. Αι Ημέτεραι Εθνικα ί Δυνάμεις σθεναρώς αντιστέκονται…

Σαν διάβηκε ο «Θεριστής», «γιατί» πια δε φελάνε…


γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος

Κι αν είσαι, για δεν είσαι του Κέκρωπος πνοή,
Γενιά Αρχαίων Ανάκτων που πέτρωσαν κι αυτοί,
βαθειά η Ψυχή σου νοιώθει

Αθήνα τι εστί…

Αθήνα είναι τα Τείχη, οι Λόγχες, τα Σπαθιά,
οι Θώρακες, τα Κράνη, Πολεμικά Φαριά,
Δόρατα και Ασπίδες κι Ατσάλινα Κορμιά,
Δοξάρια και Σαΐτες και αίμα από φωτιά…
Είν’ οι Ιππείς κι οι Οπλίτες,
τ’ αβύθιστα σκαριά,
είναι οι Στρατηγοί μας,

τα νιάτα τα σκληρά…

Αφρούρητη

η πόλη, ατείχιστη η φαιδρή,
δεν στέργεται να στέκει, δεν το νογάει να ζει,
ακόμη κι αν βαραίνει ο νους απ’ τη χλιδή,
κακό είν’ να λησμονιέται του θάνατου η οσμή…
τι άμ’ αρχινήσει η θαλπωρή,
από κοντά είν’ κι η θλίψη…

Τα τείχη που εγκρεμίσαν της Πόλης οι οχτροί,
γίναν το σάβανό της κι η νεκραπαντοχή,
οι Τάφοι οι μυριάδες και τα νεκρά μωρά,
γίναν ο οικτιρμός της, της Μοίρας παιδεψιά…

Κι αν στοίχειωσαν τη σκέψη πόνοι απόκοσμοι,
κι αχολογώντας διάβηκε η Κόλαση στη γη,
κι αν μ’ αλυσίδες σύρθηκαν οι Όσοι Ζωντανοί,
αργά πολύ για δάκρυα,
ανώφελη η οργή,

για’ σαν εδιάβη ο Θεριστής, «γιατί» πια δε φελάνε…

Αστέρευτη η Φάρα του Γερο Δαναού,
μ’ ατέλευτοι κι οι λύκοι αχούν του χαλασμού…
Σαν ρίχνει η νύχτα πέπλα στα έρμα σας παιδιά,
στρέψτε την σαϊτιά σας με μύτη από φωτιά,
αλί σ’ αυτόν που γελαστεί και γείρει αποσταμένος,
τι ο θάνατος καραδοκεί, σαν πέσει ξενοιασμένος…

Σαν χαλασιά διαγούμισαν θρασύδειλοι Μηδοί,
Πέρσες και Βαβυλώνιοι, διπρόσωποι Λυδοί,
Ρωμαίοι, Τούρκοι, Σλάβοι, δόλιοι Αγαρηνοί,
αγέλες πάντα χύνονταν σε τούτη τη γωνιά
Λατίνοι, Γότθοι, Ούνοι, στίφη αλαργινά,
Γαλάτες, Δάκες, Άβαροι, τσακάλια Ενετικά,
Βάνδαλοι, Καρχηδόνιοι, άπληστοι Νορμανδοί,
Σάξονες, Γενουάτες, στυγνοί Μαυριτανοί,
Φράγκοι, Μογγόλοι, Πάρθοι, κτήνη Καταλανοί,
Ίβηρες, Πετσενέγκοι, Βούλγαροι αλγεινοί,
Σκύθες, Τσερκέζοι, Τάταροι, οικτροί Αφρικανοί…

Όποτε οι ασπίδες μας αντέχαν την ορμή,
οι βάρβαροι σφαγιάζονταν και φεύγαν απ’ τη γη,
Σιδερωμένοι Σταυραετοί κι Αρχάγγελοι μας στέκαν,
και οι Κάφροι οι δοξάρηδες, βράχους λες σαϊτεύαν…

Μα γέροι μυριάδες πέφταν, γυναίκες και παιδιά
κάτω απ’ το μαχαίρι του βάρβαρου φονιά…
Βιός χάνονταν, πυρώνονταν υποστατικά,
σαν ήταν τα σπαθιά μας φυρά και λιγοστά…

Αυτοί οι νεκροί ξορκίζουνε με λόγια θλιβερά:

Αν δεν το μάθει το σπαθί πριν έρθ’ η καταιγίδα,
άδικα θε να το ζωστεί στον κίντυνο η Πατρίδα…

Αν δε χουφτιάσεις τη λαβή και δεν παραφυλάξεις,
δεν θα προκάμεις το σπαθί ν’ αγγίξεις σαν πλαγιάσεις…

Αν δεν φυλάξεις το σπαθί, πολύ προτού την Κρίση,
μην ψάξεις την στερνή στιγμή, ανάξια θα’ ναι η λύση…

…σαν ξεθηκάρωσες σπαθί,
είναι ντροπή και όνειδος
να μην βαφτεί με αίμα…
μα η Μοίρα αν σ’ ήβρε μαχμουρλή, σ’ έπνιξε μες’ στο ρέμα…

Ύβρη βαριά καραδοκεί και σου φυλάει πόν

Keywords
Τυχαία Θέματα